ΑΝΑΞΑΡΕΤΗ
(πέτρινο άγαλμα)
Κάποτε, ο Ίφης, ένας νέος ταπεινής καταγωγής, είδε την ευγενή Αναξαρέτη, από το γένος του Τεύκρου, και την ερωτεύθηκε. Αγωνίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα να συγκρατήσει το πάθος του αλλά η λογική του τον πρόδωσε και κατέληξε ζητιάνος του έρωτά της στο κατώφλι του παλατιού. Μάλιστα, φανέρωσε τα αισθήματά του στην παραμάνα του κοριτσιού και ενίοτε έδινε σε υπηρέτες της να της παραδώσουν φλογερές επιστολές με τις οποίες προσπαθούσε να την καλοπιάσει. Εκείνη όμως στάθηκε σκληρή απέναντί του, πιο σκληρή και από τη «μανιασμένη θάλασσα» και από το «ατσάλι» και από «βράχο καρφωμένο στη θέση του». Αλαζονικά και με θρασύτητα στέρησε τον επίδοξο εραστή από κάθε ελπίδα. Ανήμπορος να αντιμετωπίσει τον πόνο από το μακρόχρονο βασανιστήριο της απόρριψης, ο Ίφης, μπροστά στην πόρτα της Αναξαρέτης, της απηύθυνε τον τελευταίο ερωτικό του λόγο αναγνωρίζοντάς της τη νίκη στον μεταξύ τους αγώνα (αγάπης αγώνας άγονος), για την οποία την καλούσε να τραγουδήσει παιάνα νικηφόρο έχοντας φορέσει στεφάνι δάφνης:
[…] πεθάνω ευχαρίστως· τώρα, καρδιά από ατσάλι, χαίρε! Τώρα θα έχετε κάτι καλό να πείτε για την αγάπη μου, κάτι που σας ευχαριστεί. Να θυμάστε ότι η αγάπη μου για σας δεν τελειώνει πριν από την ίδια μου τη ζωή […]. Καμιά απλή φήμη δεν θα έρθει σε σας να ανακοινώσει τον θάνατό μου· να μην έχετε καμιά αμφιβολία, εγώ ο ίδιος θα είμαι εκεί, ορατά παρών, ώστε να μπορέσουν τα άγρια μάτια σας να θριαμβολογήσουν πάνω στο άψυχο σώμα μου. Ωστόσο, θεοί δείτε τι κάνουν οι θνητοί, μακάρι να με θυμάστε και να υπομένετε την ιστορία μου που θα λέγεται στο μέλλον […]
Πέρασε ένα σχοινί στη δοκό της πόρτας της, αυτήν που συχνά έστεφε με γιρλάντες από λουλούδια βρεγμένα με τα δάκρυα της αγάπης του, και κρεμάστηκε. Και έτσι όπως κρεμόταν και χτυπούσαν τα πόδια του την πόρτα, έμοιαζε σαν κάποιος να χτυπά για να του ανοίξουν. Όταν οι υπηρέτες άνοιξαν, και αποκαλύφθηκε το αποτρόπαιο θέαμα, ξεκρέμασαν το σώμα και το μετέφεραν στο σπίτι της μητέρας του, μια και ο πατέρας του ήταν νεκρός. Η μάνα τον πήρε στην αγκαλιά της και του είπε τα λόγια που μόνο ένας αλλόφρων από τον πόνο πατέρας θα έλεγε και ετοίμασε τον νεκρό όπως μόνο μια γυναίκα και μητέρα οφείλει να κάνει· ύστερα οδήγησε τη νεκρική πομπή του γιου της μέσα από την καρδιά της πόλης προς την πυρά.
Ο ήχος του θρήνου έφτασε στα αυτιά της Αναξαρέτης με την καρδιά από πέτρα, η οποία από καθαρή περιέργεια, και ίσως γιατί ένας εκδικητικός θεός την παρακίνησε, θέλησε να δει την κηδεία από ένα ανοιχτό παραθύρι στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού της. Αλλά μόλις κοίταξε τον Ίφη, τα μάτια της άρχισαν να μεγαλώνουν και το ζεστό αίμα της άρχισε να κρυώνει στο σώμα της. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα πίσω, όμως δεν μπόρεσε να κουνηθεί, ούτε να αποστρέψει το βλέμμα της -σαν να είχε πετρώσει σώμα και βλέμμα. Η πέτρα που η Αναξαρέτη είχε στη θέση της καρδιάς κατέλαβε το σώμα. Μαρτυρείται ότι στη Σαλαμίνα, σε ναό της Αφροδίτης, εξακολουθεί να υπάρχει το άγαλμα της αλαζονικής κόρης με το όνομα Ατενίζουσα Αφροδίτη -Venus Prospiciens. (Εικ. 319, 320, 321, 322, 323, 324, 325, 326, 327)
Την ιστορία αυτή, σύμφωνα με τον Οβίδιο, τη διηγήθηκε ο μεταμορφωμένος σε γριά γυναίκα θεός της αλλαγής Βερτούμνος στη νύφη Πομόνα (=Οπώρα) που φρόντιζε τα φρούτα, προκειμένου να της διδάξει ότι οι κόρες θα πρέπει να βάζουν στην άκρη την απρόθυμη περηφάνια τους και να ενδίδουν στις πιέσεις και τις επιθυμίες των εραστών -έμμεση προτροπή να δεχθεί τον έρωτά του. Η αλληγορική του ιστορία δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα και ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει τη βία της αρπαγής. Όμως όταν πήρε ξανά την αρχική του μορφή, νέος λαμπρός σαν τον ήλιο και ανέφελος, βρήκε την ανταπόκριση που ήθελε. Η Πομόνα, γυναίκα του μυθικού βασιλιά Πίκου, που η Κίρκη μεταμόρφωσε σε δρυοκολάπτη (Εικ. 328), γιατί αρνήθηκε τον έρωτά της για χάρη του έρωτα της γυναίκας του, έπεσε στην αγκαλιά του Βερτούμνου, θεότητα που συνδέεται με την αλλαγή των εποχών και τη γονιμότητα, γάμος κατάλληλος και για τους δυο. (Εικ. 329)
Παρόμοια ιστορία με της Αναξαρέτης παραδίδει και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του (14) παραλλάσσοντας όμως τα ονόματα (βλ. Αρσινόη).