ΑΜΠΕΛΟΣ
(φυτό άμπελος)
Ο Άμπελος ήταν γιος ενός Σάτυρου και μιας Νύμφης, μεγαλωμένος στα βουνά της Φρυγίας. Ο Νόννος τον περιγράφει σαν έναν νέο Σάτυρο, με όμορφα μαλλιά, λαιμό, ώμους, χείλη, αγαπημένο του θεού Διόνυσου και πιστό ακόλουθό του. Ο Διόνυσος, σε ένα παραλήρημα ερωτικού λόγου, αναρωτιέται ποιοι αθάνατοι μπορεί να είναι οι γονείς του, και αναφέρει ανάμεσα στους άλλους τη Σελήνη και τον Ήλιο, τις Χάριτες και τον Απόλλωνα, θεωρεί την ομορφιά του νέου ουράνια και τη συγκρίνει με της κερασφόρου Σελήνης, με του οινοχόου των θεών Γανυμήδη, του Φαέθοντα, του Νάρκισσου, και τον παρομοιάζει με τον θεό Έρωτα, όμως χωρίς φτερά και βέλη, σε θνητή υπόσταση, όχι όμως με μητέρα την Αφροδίτη, γιατί δεν θα μπορούσε ο πατέρας του να είναι ο Ήφαιστος ή ο Άρης. Και όταν ο νέος έπαιζε τον αυλό του στα φρυγικά όρη, ο Διόνυσος τον άκουγε χαρούμενος, ενώ όταν απουσίαζε, κανένα χαμόγελο δεν σχηματιζόταν στο πρόσωπο του θεού.
Για τον θάνατο του Άμπελου υπάρχουν δύο παραδόσεις. Και στις δύο ο Άμπελος μεταμορφώνεται, είτε στο ομώνυμο αγαπημένο και εμβληματικό φυτό του θεού Διόνυσου, είτε σε ένα από τα αστέρια του αστερισμού του Βοώτη.
Σύμφωνα με τον Οβίδιο (Fast. 3.407 κ.ε.) ο νέος σκοτώθηκε, όταν ανέβηκε σε μια φτελιά, για να κόψει τους καρπούς ενός κλήματος που του είχε χαρίσει ο θεός του και το οποίο κρεμόταν από τα κλαδιά της φτελιάς. Ο Διόνυσος μεταμόρφωσε τον αδικοχαμένο νέο σε ένα από τα αστέρια του αστερισμού του Βοώτη.
Σύμφωνα με τον Νόννο (Διονυσιακά 11.185 κ.ε.) η Σελήνη τιμώρησε τον αλαζόνα Άμπελο, γιατί την προκάλεσε. Έστειλε μια μύγα στα πλευρά του ταύρου που ο Άμπελος είχε καβαλικέψει γεμάτος έπαρση, ότι δεν χρειαζόταν πια τη Σελήνη να του στείλει κανέναν κερασφόρο οδηγό του κοπαδιού· γιατί ο ίδιος και κέρατα είχε και είχε σταθεί πάνω στον ταύρο. Και η προσωποποιημένη θεά του φεγγαριού έστειλε μια μύγα που τρέλανε τον ταύρο και τον έκανε να πηδά σαν άλογο και να προκαλεί καταστροφές στα χωράφια. Τέλος, ο μαινόμενος ταύρος ξεκοίλιασε με τα κέρατά του τον Άμπελο. Η θλίψη του Διόνυσου για τον θάνατο του αγαπημένου του ήταν μεγάλη, τόσο που οι Μοίρες τον λυπήθηκαν και μετέτρεψαν το αγόρι στο ομώνυμο φυτό. (Εικ. 308, 309, 310, 311, 312, 313, 314, 315, 316, 317, 318)