ΚΗΥΞ
(ψαροφάγο θαλασσοπούλι, ίσως γλάρος)
Η ιστορία της Αλκυόνης και του Κήυκα θυμίζει το ζεύγος Αίμου και Ροδόπης, τόσο για την ύβρι που διέπραξαν αποκαλώντας τους εαυτούς τους Ήρα και Δία όσο και για την τιμωρία της μεταμόρφωσης που επέβαλλαν οι θεοί στα δύο ζευγάρια -πουλιά το πρώτο, βουνά το δεύτερο. Πιο συγκεκριμένα:
Η Αλκυόνη, κόρη του Αίολου και της Αιγιάλης, παντρεύτηκε τον γιο του Εωσφόρου Κήυκα. Η αγάπη που ένιωθε ο ένας για τον άλλον τους οδήγησε να συγκρίνουν τους εαυτούς τους με το αρχέτυπο θεϊκό ζευγάρι, τον Δία και την Ήρα και να ονομάζονται με τα ονόματα εκείνων, όχι τα δικά τους. Οι θεοί τους τιμώρησαν, μεταμόρφωσαν την Αλκυόνη στο ομώνυμο ψαροφάγο θαλασσοπούλι (Εικ. 241, 133) και τον Κήυκα σε πουλί που ορμά στη θάλασσα για να αρπάξει τη λεία του (Εικ. 242), ίσως γλάρο (Εικ. 243) (Οδ., ο 479). Επειδή όμως η Αλκυόνη έφτιαχνε τη φωλιά της κοντά στην ακτή και τα κύματα την κατέστρεφαν, ο Δίας τη λυπήθηκε και διέταξε τους ανέμους να σταματήσουν για δεκατέσσερις μέρες, επτά πριν το χειμερινό ηλιοστάσιο και επτά μετά. Στη διάρκεια αυτών των ημερών, η Αλκυόνη επωάζει τα αυγά της. Αυτές οι χωρίς κακοκαιρία μέρες ονομάστηκαν Αλκυονίδες.
Ο Οβίδιος παραλλάσσει κατά πολύ την ιστορία αποδίδοντας την αιτία της μεταμόρφωσης των δύο ηρώων στον οίκτο των θεών. Διηγείται, λοιπόν, ότι ο Κήυκας αποφάσισε να ταξιδέψει για να ζητήσει χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα στην Κλάρο. Τα παρακάλια της Αλκυόνης για τον κίνδυνο από τους ανέμους -τους ήξερε καλά από τα παιδικά της χρόνια σαν κόρη του Αιόλου που ήταν- δεν σταμάτησαν τον Κήυκα. Όμως θαλασσοταραχή στο Αιγαίο τσάκισε το πλοίο και ο ίδιος πνίγηκε. Το σώμα του ξεβράστηκε στην ακτή, όπου το βρήκε η Αλκυόνη. Ο θρήνος της προκάλεσε τη συμπόνια των θεών που τους μεταμόρφωσαν σε πουλιά. (Εικ. 244, 245, 246, 247, 248, 249, 250, 251, 252, 253, 254, 255)
Ο Λουκιανός, με αφορμή τον μύθο της μεταμόρφωσης της Αλκυόνης και του Κήυκα σε πουλιά λόγω του έρωτα της Αλκυόνης προς τον άνδρα της, όχι λόγω της αλαζονείας τους, στήνει ένα διάλογο ανάμεσα στον Χαιρεφώντα και τον Σωκράτη για το δυνατό ή μη των μεταμορφώσεων, για να καταλήξουν οι δύο συνομιλητές στο συμπέρασμα ότι οι θνητοί «βεβαίως ουδέν ασφαλές δυνάμεθα να είπωμεν, ούτε περί των αλκυόνων ούτε περί των αηδόνων». Γι' αυτό ο Σωκράτης καταλήγει ότι θα μεταδώσει στα παιδιά του την ιστορία όπως την έμαθε από τους προγόνους του αλλά «και τον ευσεβή και φίλανδρον έρωτά σου [ω Αλκυών] πολλάκις θα εξυμνήσω προς τας γυναίκας μου Ξανθίππην και Μυρτώ, αναφέρων προς τοις άλλοις και την τιμήν την οποίαν σου έκαμαν οι θεοί» (μετ. Ι. Κονδυλάκης). Η φιλανδρία της Αλκυόνης που προκάλεσε τον οίκτο των θεών αξιοποιείται δεόντως από τον άνδρα Σωκράτη.