Ο θρήνος της Αλκυόνης για τον Κήυκα

 

[…] Κύμα το κύμα πάνω στ' ακρογιάλι

τον ξέβρασε ο πόντος - είναι αυτός; Τώρα μπορεί να δει και να γνωρίσει

τον άντρα της - ναι, ήτανε αυτός. Πρώτα κραυγή και σπαραγμός, κατόπι

χαράζει πρόσωπο και ρούχα και μαλλιά και τρέμοντας ολάκερη απλώνει

τα δυο της χέρια πάνω στον νεκρό: «Έτσι, λοιπόν, αγάπη μου γυρίζεις;

Τέτοιος σου μέλλονταν ο μαύρος γυρισμός;»

[…]

[…] τους σπλαχνιστήκαν οι θεοί. Κάναν πουλί το άψυχο κουφάρι,

κι έτσι, πουλιά της θάλασσας οι δυο πετούν και τώρα αντάμα σα ζευγάρι.

Του γάμου τους κακό το ριζικό, μα σαν πουλιά κρατάν την παντρειά τους,

αρσενικό μαζί και θηλυκό, γίναν γονιοί, τρανεύουν τα μικρά τους.

Κάθε που γαληνεύει ο καιρός, μέρες εφτά μες στον βαρύ χειμώνα

μέσα στην πελαγίσια της φωλιά, πάνω στα κύματα κλωσάει η αλκυόνα.

Λουφάζουνε του πόντου τα νερά, ο Αίολος μαντρώνει τους αγέρες

και για των γόνων το χατίρι χορηγεί τις γαληνές αλκυονίδες μέρες.

(Οβ., Μετ. 11. 723-728, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)