ΜΙΝΥΑΔΕΣ
(νυχτοπούλια: μπούφος, κουκουβάγια, νυχτερίδα)
Περισσότερο γνωστές ως Μινυάδες οι τρεις κόρες του Μινύα παρά με τα ονόματά τους η καθεμιά από τις τρεις, εμπλέκονται σε μια ιστορία τιμωρίας από τον Διόνυσο για την περιφρόνηση που έδειξαν στην τέλεση των λατρευτικών πρακτικών τους, όπως πολλά μέλη βασιλικών οικογενειών της Βοιωτίας (κι ας καταγόταν ο Διόνυσος από τη Θήβα).
Από την πλευρά του πατέρα τους έχουν μια σπουδαία καταγωγή. Ο Μινύας από τον Ορχομενό της Βοιωτίας ήταν ο επώνυμος ήρωας των Μινυών, όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι του Ορχομενού την ομηρική εποχή, πλούσιος πολύ και ο πρώτος Έλληνας που κατείχε θησαυρό. Παππούς ή προπάππος τους ήταν ο Ποσειδώνας, μητέρα τους η Ευρυγάνεια, κόρη του Υπέρφαντα, ενώ οι αδελφοί τους ήταν ήρωες, κάποιοι επώνυμοι, όπως ο Ορχομενός, και οι αδελφές τους σύζυγοι και μητέρες ηρώων.
Τα ονόματά τους ήταν Αλκοθόη, Αρσίππη, Λευκίππη.
Εργατικές και πολύ προκομμένες, προτίμησαν σε κάποια γιορτή του Διόνυσου να μείνουν στο σπίτι τους κλώθοντας και υφαίνοντας, την ώρα που οι άλλες γυναίκες του Ορχομενού βάκχευαν τρέχοντας στα βουνά· μάλιστα οι Μινυάδες κατηγόρησαν τις Βάκχες, γιατί επιδίδονταν σε μανικές τελετές παραμελώντας τα του οίκου τους. Ακόμη κι όταν ο Διόνυσος εμφανίστηκε μπροστά τους με τη μορφή κοπέλας, σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, παροτρύνοντάς τες να πάρουν μέρος στα μυστήρια του θεού, ακόμη και τότε δεν έδωσαν σημασία. Οργισμένος ο θεός εμφανίστηκε μπροστά τους με όλη του τη δύναμη και όλες του τις υποστάσεις, σαν ταύρος, λιοντάρι, λεοπάρδαλη, και ταυτόχρονα από τα δοκάρια του αργαλειού έτρεχε νέκταρ και γάλα για εκείνον. Τρομαγμένες οι Μινυάδες, και με τη μανία που ενέβαλε σε αυτές ο Διόνυσος άρπαξαν τον μικρό Ίππασο, τον γιο της Λευκίππης, και τον ξέσκισαν (σπαραγμός), γιατί τον πέρασαν για ελαφάκι, όπως η μητέρα του Πενθέα που τον είχε περάσει για λιοντάρι. Σύμφωνα με την όχι και τόσο σαφή εικόνα που δίνει ο Αντωνίνος Λιβεράλις, οι τρεις κόρες, σε κατάσταση φόβου, έριξαν κλήρο που έπεσε στη Λευκίππη, και αυτή έταξε στον θεό τον γιο της. Όπως και να έγινε ο φόνος του Ίππασου, οι Μινυάδες εγκατέλειψαν το σπίτι του πατέρα τους και έτρεξαν στα βουνά μαζί με τις άλλες γυναίκες, έβαλαν στο κεφάλι τους στεφάνια από κισσούς και τρέφονταν με δάφνη, σμιλακιά και κισσό. Αυτό μέχρι τη στιγμή που ο Ερμής με το ραβδί του τις μεταμόρφωσε σε πουλιά (Εικ. 1460, 1461, 1462, 1463) που απέφευγαν το φως της ημέρας· σε νυχτερίδα (Εικ. 1464) η μία, σε κουκουβάγια η δεύτερη (Εικ. 1431), σε μπούφο η τρίτη (Εικ. 1465).
Άλλη παραλλαγή του μύθου δεν παραδίδει εμφάνιση του Διόνυσου στις κόρες του Μινύα αλλά ότι άρχισαν να φυτρώνουν τα ιερά φυτά του Διόνυσου γύρω από τα σκαμνιά τους, κισσός και κλήματα, και να τρέχει γάλα και κρασί από τη στέγη. Φώτα και κραυγές άγριων θηρίων, ήχοι από αυλούς και τύμπανα κατέκλυσαν το σπίτι τους. Φοβισμένες από τα φαινόμενα αυτά και με τη μανία να τις έχει καταλάβει, σκότωσαν τον Ίππασο που τον έβλεπαν σαν ελαφάκι και τον ξέσκισαν. Στεφανωμένες με τα σύμβολα του θεού έτρεξαν στα βουνά.