Η Βακχεία

 

Ω Θήβα, τη Σεμέλη εσύ

που ανάστησες! Από κισσό

βάλε στεφάνι· με χλωρό,

καλόκαρπο αρκουδόβατο

γιομώσου, ρίχ' το πληθερό,

και βάκχευε με τα κλαδιά

του ελάτου, της βελανιδιάς·

και τα τομάρια του αλαφιού

τα παρδαλά που θα ντυθείς,

με φούντες ζώσε τα σγουρές,

αρνομαλλίσιες και λευκές·

και σείσε τους ψηλάρμενους

τους θύρσους ευλαβητικά·

όπου και νά 'ναι η πάσα γη

χορούς θα στήσει στο βουνό

-βάκχος λογιέσαι αν βακχευτείς-

που λημεριάζει το πυκνό

γυναικομάνι, απ' αργαλειούς

και χτένια που ξεσήκωσε

με το κεντρί του ο Διόνυσος.

 

Ώ των Κουρητών κατοικία,

της Κρήτης θεοτικά βουνά,

σεις που το Δία γεννήσατε!

Μες στις σπηλιές σας τούτο εδώ

το τσέρκι με το τανυστό

τουμπανοπέτσι μια φορά

μου βρήκαν οι Κορύβαντες,

που 'χουν τα κράνη τρίκορφα·

και μπλέξανε το βρόντο του,

μες στη βακχεία τους τη σφοδρή,

με τη γλυκόλαλη πνοή

απ' τους αυλούς τους φρυγικούς,

και μες στα χέρια το 'βαλαν

της Ρέας της μάνας να βαρεί

με των βακχών τα ευάν ευοί·

κ' οι μανιασμένοι οι Σάτυροι

της θεάς μητέρας το άρπαξαν

και το 'σμιξαν με τους χορούς

τους ταχτικούς στα Δίχρονα

που κάνει ο Διόνυσος χαρά.

 

Τί γλύκα πόχει στα βουνά με θιάσους να συντρέχεις,

να πέφτεις πα στη γης,

και το δερμάτι του αλαφιού ιερό ντύμα να το έχεις,

και να ποθείς να πιεις

αίμα τραγιού που σκότωσαν, τη σάρκα να γυρεύεις

να τη γευτείς ωμή,

στα Φρυγικά, στα Λυδικά τα όρη ν' αναδεύεις

και να γρικάς τα ευοί

Χορό να σέρνει ο Βροντερός,

να τρέχει γάλα ποταμός,

στη γη να τρέχει του κρασιού

το νέκταρ και του μελισσιού!

Σαν τον καπνό του λιβανιού

ψηλά σηκώνει ο βακχευτής

πεύκινη φλόγα φουντωτή

πάνω στου θύρσου την κορφή·

και στην πιλάλα, στο χορό,

τις βουνοπλάνητες κεντά,

τινάζοντας τα χουγιαχτά,

και κατ' ανέμου τρυφερά

πλεξούδια ρίχνοντας χυτά.

Και μέσα στην αλαλαχή

κάνει η φωνή του ν' αντηχεί:

"Βάκχες, εμπρός! Βάκχες, εμπρός!

Μέσα στου χρυσορέματου

του Τμώλου εσείς την μπολικιά.

δοξάζετε το Διόνυσο

με τύμπανα βαρύβροντα

και κάντε στο θεό χαρά

με φρυγικά αναφωνητά,

όταν το καλοκέλαδο

ιερό καλάμι τα ιερά

λαλήματα θα τραγουδά,

τις βάκχες να τις προβοδά

για τα βουνά, για τα βουνά!"

Κ' η βάκχη τότε αναγαλλιά,

και σαν πουλάρι που σκιρτά

πλάι στη φοράδα μάνα του,

παίζει τα πόδια της γοργά.

(Ευρ., Βάκχες 105-169, μετ. Π. Πρεβελάκης)