Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΑΙΣΑΚΟΣ

    (θαλασσοπούλι)

     

    Από τον πρώτο του γάμο με την Αρίσβη, κόρη του Μέροπα, ο Πρίαμος απέκτησε ένα γιο, τον Αίσακο. Κατείχε τη μαντική τέχνη της «ονειροκρισίας», δηλαδή της ερμηνείας των ονείρων από τον παππού του Μέροπα, και γι' αυτό κλήθηκε να ερμηνεύσει το όνειρο που είδε η Εκάβη πριν από τη γέννηση του Πάρη ότι γεννούσε ένα φλεγόμενο δαυλό ή, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, τέρας με εκατό χέρια, στο καθένα από τα οποία κρατούσε δαυλό αναμμένο και σώριαζε την Τροία σε ερείπια. (Εικ. 47) Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και συμβούλευσε τον Πρίαμο να το αφήσει έκθετο. Άλλη εκδοχή αναφέρει πως και άλλοι μάντεις, κυρίως όμως ο Αίσακος, δήλωσαν πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι ο Πρίαμος όφειλε να διατάξουν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί. Όμως την ορισμένη μέρα, εκτός από την Εκάβη, γέννησε και η Κίλλα τον Μούνιππο από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου. Αυτούς θανάτωσε ο Πρίαμος.

    Ο Αίσακος παντρεύτηκε την κόρη του Κεβρήνα Αστερόπη. Ο θρήνος του για τον θάνατό της προκάλεσε τον οίκτο των θεών, ή μόνο της Θέτιδας, που τον μεταμόρφωσαν σε πουλί, αρπακτικό ή θαλασσοπούλι. Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις, 11.749 κ.ε.) διηγείται την ιστορία παραλλάσσοντάς την και προσθέτοντας λεπτομέρειες που αιτιολογούν και τη μεταμόρφωση του Αίσακου στο πουλί αἴθυια. Πιο συγκεκριμένα: Ο Αίσακος ήταν νόθος γιος του Πριάμου και της Νύμφης Αλεξιρρόης, κόρης του ποτάμιου θεού Γρανικού. Μια μέρα στην εξοχή αντίκρυσε τη Νύμφη Εσπερία που την ερωτεύθηκε αμέσως και την κυνήγησε. Στην προσπάθειά της η Νύμφη να ξεφύγει, δεν πρόσεξε και πάτησε ένα δηλητηριώδες φίδι, από το δάγκωμα του οποίου πέθανε. Απαρηγόρητος ο Αίσακος ρίχτηκε από βράχο στη θάλασσα, αλλά καθώς έπεφτε μεταμορφώθηκε από την Τηθύ σε θαλασσοπούλι, που προσπαθεί διαρκώς να φτάσει στα βάθη της θάλασσας βουτώντας. Το πουλί αυτό ήταν η αἴθυια, επιδέξιος βουτηχτής (γι' αυτό και σήμερα λέγεται και βουτήχτρα). (Εικ. 143, 144, 145, 146, 147, 148, 149, 150)