ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Διδασκαλία - Εκπαίδευση 

Ενδογλωσσική Μετάφραση 

Πρακτικές εφαρμογές 

Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια, 1103a 14-26: Πρόταση διδασκαλίας φιλοσοφικού κειμένου στο Λύκειο

(του Σ. Γιαγτζόγλου)


Μετά την πλατωνική φιλοσοφία οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου καλούνται (για άλλη μια φορά με τη διαδικασία της δειγματοληπτικής προσέγγισης των κειμένων) να γνωρίσουν και να κατανοήσουν την αριστοτελική φιλοσοφία και συγκεκριμένα την αριστοτελική ηθική. Η διδασκαλία των δέκα αποσπασμάτων που επιλέχθηκαν από το δεύτερο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων αποτελεί πρόκληση τόσο για τους διδασκόμενους όσο και για τους διδάσκοντες. Απαραίτητες, ωστόσο, προϋποθέσεις, για την ερμηνευτική προσέγγιση και κατανόηση του αριστοτελικού κειμένου αποτελούν:

  • η ιχνηλάτηση της διαλεκτικής πορείας του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού και η δυνατότητα συγκριτικής θεώρησης των απόψεων περί ηθικής·
  • η κατανόηση των βασικών εννοιών της αριστοτελικής ηθικής·
  • η συνειδητοποίηση της γλωσσικής ιδιοτυπίας των αριστοτελικών κειμένων.

Περιεχόμενα

1. Θεωρίες περί Ηθικής

1.1. Σοφιστική ηθική

Ο ορισμός του περιεχομένου της ηθικής καθώς και των αξιών και των αρχών που θα πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά ενός υγιούς, ή αλλιώς ενός ενάρετου, πολίτη, προκαλούσε πάντοτε το ενδιαφέρον του αρχαίου ελληνικού κόσμου και απασχόλησε ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική σκέψη, η οποία συχνά αρεσκόταν σε αποφθέγματα, κανόνες και ορισμούς.

Τομή στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής σκέψης αποτελεί η εμφάνιση και δράση του σοφιστικού κινήματος στα μέσα του 5ου αιώνα, τότε που η Αθήνα βρισκόταν στο απόγειο της ανάπτυξής της και δεν είχαν φανεί ακόμη οι πρώτοι καπνοί του Πελοποννησιακού πολέμου και τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα παρακμής της. Οι σοφιστές τοποθέτησαν τον άνθρωπο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους, με κύριο όργανο τον ρητορικό λόγο διεκδίκησαν από τους φιλοσόφους τη διαπαιδαγώγηση των νέων, αμφισβήτησαν τις μέχρι τότε αδιαμφισβήτητες αξίες και πρότειναν καινούρια πρότυπα σκέψης και δράσης. Δίχασαν τους Αθηναίους σε φανατικούς οπαδούς και σε ορκισμένους αντιπάλους, κατηγόρησαν και κατηγορήθηκαν και αντί για διδάσκαλοι της πολιτικής αρετής στο τέλος θεωρήθηκαν αγύρτες, απατεώνες και ψεύτες.

Ο διασημότερος ίσως εκπρόσωπός τους είναι ο Πρωταγόρας, γνωστός στους μαθητές από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Δίδασκε ότι μέτρον πάντων χρημάτων ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν: αποφθεγματική ρήση που δηλώνει τη θεωρία του για την υποκειμενικότητα των πραγμάτων, η οποία τον οδήγησε στη σχετικοποίηση των ηθικών αξιών, ίσως και στον αγνωστικισμό. Επομένως, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα καμιά αλήθεια και καμιά αρχή δεν είναι αυθύπαρκτη· εκείνος που ορίζει την αλήθεια είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο, κάνει λόγο για τα δύο συστατικά στοιχεία της πολιτικής αρετής, την αἰδῶ και τη δίκην, που επιτρέπουν τη συγκρότηση κοινωνιών και διασφαλίζουν την αρμονική κοινωνική συμβίωση. Συγκεκριμένα πίστευε ότι δόθηκε στον άνθρωπο η προδιάθεση για πολιτική δραστηριότητα κι έτσι όποιος δεν είχε συνείδηση της αξίας της αἰδοῦς και της δίκης αποτελούσε καρκίνωμα στο σώμα της πολιτείας που έπρεπε να αποβληθεί. Η αἰδώς και η δίκη δόθηκαν στους ανθρώπους ως πρότυπα που έπρεπε να κατακτηθούν, γι' αυτό και κρίνεται αναγκαία η διδασκαλία, η οποία μετατρέπει τη δυνατότητα σε ικανότητα για πολιτική αρετή.

1.2. Σωκρατική-πλατωνική ηθική

Αν οι σοφιστές ήταν η άρνηση, ο Σωκράτης ήταν η θέση. Αν οι σοφιστές δεν θέλησαν να ορίσουν τις ηθικές αρχές και να δημιουργήσουν έναν κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, ο Σωκράτης είναι εκείνος που προσπάθησε με μέτρα καθολικά και αναλλοίωτα να ορίσει τις ηθικές έννοιες και να ρυθμίσει την ηθική διαγωγή του ανθρώπου, ώστε να προσεγγίσει το ύψιστο αγαθό, την εὐδαιμονίαν. Κινήθηκε πέρα από τα ηθικά φαινόμενα στην απόπειρά του να ανακαλύψει την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, την ουσία της ηθικής. Αντίθετα με τους σοφιστές, απέρριψε το σχετικό και αναζήτησε το απόλυτο. Ταύτισε την ἀρετήν με τη γνώση και υποστήριξε ότι οὐδεὶς ἑκὼν κακός.

Ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Σωκράτης, ο Πλάτων με τους διαλόγους του πρόβαλε και προέκτεινε τις σωκρατικές θεωρίες και προσπάθησε να ανατρέψει τις σοφιστικές αποκαλύπτοντας την πλάνη και τη φαινομενικότητα που τις χαρακτήριζε. Κινήθηκε όμως σε αμιγώς θεωρητικό επίπεδο και διαχωρίζοντας την ψυχή από το σώμα, το οποίο καταδίκασε σε δεσμωτήριο της ψυχής, δημιούργησε έναν ουτοπικό κόσμο, τον κόσμο των ιδεών, στον οποίο αναζήτησε την εὐδαιμονίαν.

1.3. Αριστοτελική ηθική

Για τον Αριστοτέλη δεν ήταν δυνατό ούτε να αγνοήσει τους σοφιστές ούτε να αντιπαρέλθει τις θεωρίες του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Στους πρώτους αντιτάχθηκε, από τους δεύτερους επηρεάστηκε. Προσπάθησε από τη μια να αποδείξει την πλάνη των σοφιστών και να κερδίσει το προνόμιο διδασκαλίας των νέων και από την άλλη να αποβάλει τις επιρροές των δασκάλων του. Έτσι δημιούργησε ένα σύστημα αξιών με έντονα τα σημάδια αυτής της προσπάθειας.

Έννοιες, όπως η εὐδαιμονία και η ἀρετή, αυτονόητο είναι ότι επανέρχονται στο αριστοτελικό έργο και απασχολούν τη σκέψη του. Όμως ο Αριστοτέλης στην απόπειρά του να τις ορίσει εγκαταλείπει την ιδεαλιστική οπτική του Πλάτωνα. Η εὐδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η ἀρετή ο μοναδικός δρόμος κατάκτησής της. Δεν πρόκειται βέβαια για καμιά ρηξικέλευθη τοποθέτηση· η πρωτοτυπία της αριστοτελικής σκέψης έγκειται στην προσπάθεια ρεαλιστικής προσέγγισης αυτών των εννοιών. Ατενίζει λοιπόν τον άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική ενότητα και προσπαθεί να ανακαλύψει την εὐδαιμονίαν στην ίδια τη φύση του. Ισχυρίζεται ότι η εὐδαιμονία εντοπίζεται στο έργο κάθε ανθρώπου και ότι είναι η κατ' ἀρετὴν τελείαν ενέργεια της ψυχής. Η εὐδαιμονία, η ἀρετή και η ἐνέργεια συναρτώνται και αλληλεξαρτώνται. Την εὐδαιμονίαν, επομένως, ο άνθρωπος μπορεί να τη βιώσει μόνο στην περίπτωση που θα κατακτήσει την ἀρετή. Εκφράζει μια δυναμική αντίληψη για την ἀρετή, η οποία καλλιεργείται ή αντίθετα εξοβελίζεται από τη ζωή του ανθρώπου ανάλογα με τις πράξεις του. Γι' αυτό τον λόγο ισχυρίζεται πως οι νέοι θα πρέπει να εθιστούν σε εκείνες τις ενέργειες που θα τους εξασφαλίσουν ενάρετο βίο. Επομένως, η πορεία κάθε ανθρώπου εξαρτάται άμεσα από τις ἕξεις (συνήθειες) που θα αποκτήσει. Οι ἕξεις προσδιορίζουν και καθορίζουν σημαντικά τις επιλογές του, δημιουργούν δεσμεύσεις και διαμορφώνουν συμπεριφορές.

διὸ κατὰ μὲν τὴν οὐσίαν καὶ τὸν λόγον τὸν τὸ τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή, κατὰ δὲ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ ἀκρότης (Ηθ. Νικ. 1107a6-8): σύμφωνα λοιπόν με το συγκεκριμένο απόσπασμα από τα Ηθικά Νικομάχεια ο άνθρωπος όχι μόνο οφείλει να εθιστεί στην ἀρετήν, αλλά πρέπει να αποκτήσει και ένα κριτήριο, για να μπορεί να προσδιορίζει σε κάθε στιγμή το περιεχόμενο και το αντικείμενο της ἀρετῆς. Η μεσότης αποτελεί αυτό το κριτήριο. Η μεσότης είναι το μέσον ανάμεσα στην έλλειψη και στην υπερβολή και δεν μπορεί να νοηθεί απόλυτα, αλλά καθορίζεται κάθε φορά από το υποκείμενο. Ποιος όμως ορίζει τη μεσότητα; Ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν διακρίνεται από φρόνηση. Ο φρόνιμος άνθρωπος -ο άνθρωπος που γνωρίζει ή αντιλαμβάνεται κατά τον Πρωταγόρα- αποτελεί μέτρο για τον ίδιο του τον εαυτό του. Η λογική είναι ουσιαστικά εκείνη που υποδεικνύει το δέον και μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην εὐδαιμονίαν.

Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε ότι το ήθος στον Αριστοτέλη δεν νοείται διακεκριμένο από την πολιτική. Ουσιαστικά πρόκειται για το πολιτικό ήθος, που πραγματώνεται και νοηματοδοτείται στο πλαίσιο της πόλης.

Σημείωση: Η εισαγωγή του σχολικού βιβλίου είναι διεξοδική, δίνει όμως ιδιαίτερη έμφαση στο βίο και στο έργο του Αριστοτέλη, ενώ θα έπρεπε να εστιάζει περισσότερο στην παρουσίαση και ερμηνεία των κύριων εννοιών της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Σ' αυτή την κατεύθυνση σημαντική συμβολή θα αποτελούσε η διδασκαλία της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη από τις Αρχές της Αρχαίας Φιλοσοφίας (σελ. 29-32, 86-89, 135-138).

1.4. Βιβλιογραφία

  1. Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Β΄, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Δ. Λυπουρλής, εκδ. Ζήτρος: Θεσσαλονίκη 2000
  2. Αριστοτελικά, Α.Π.Θ.: Θεσσαλονίκη 1980
  3. Δ.Ζ. Ανδριόπουλος (επιμ.), Αριστοτέλης: Οντολογία, Γνωσιοθεωρία, Ηθική, Πολιτική Φιλοσοφία, εκδ. Παπαδήμα: Αθήνα 31997
  4. Ι. Düring, Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τ.Β΄, Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα 1994
  5. W.K.C. Guthrie, Σωκράτης, Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα 21991
  6. W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα 21991
  7. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αφοί Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 51985
  8. W.D. Ross, Αριστοτέλης, Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα 21993

2. Ηθικά Νικομάχεια, 1103a 14-26

2.1. Γλώσσα-ύφος των αριστοτελικών έργων

Αυτονόητο είναι ότι, εφόσον η λογική επικυριαρχεί στην αριστοτελική φιλοσοφία, ο Λόγος μορφοποιεί τον λόγο. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα έργα που μας σώθηκαν είναι σχεδόν στο σύνολό τους οι προσωπικές σημειώσεις του φιλοσόφου που τον βοηθούσαν στη διάρκεια της διδασκαλίας. Το γεγονός ότι τα κείμενα αυτά είναι ουσιαστικά memoranda, εκτός από την ιδιαίτερη συγκίνηση που μας προκαλεί, γιατί από αναγνώστες έχουμε την ψευδαίσθηση ότι γινόμαστε ακροατές του αριστοτελικού λόγου, συνεπάγεται κάποιες τυπολογικές ιδιομορφίες:

  • απουσιάζει ο μακροπερίοδος, ασθμαίνων λόγος (αυτονόητο ότι δεν θα ήταν λειτουργικός σε ένα "σημειωματάριο")·
  • κοφτός, πυκνός και ενίοτε στρυφνός ο λόγος δυσχεραίνει σε σημαντικό βαθμό την κατανόηση του κειμένου·
  • περιορισμένη στις άκρως αναγκαίες περιπτώσεις είναι η χρήση του υποταγμένου λόγου·
  • κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία αντικαθίσταται ορισμένες φορές από την πρωτοπρόσωπη·
  • αποφεύγονται συνειδητά οι μυθικές αναφορές και παραβολές σε αντίθεση με τον Πλάτωνα (αντιμυθικός λόγος)·
  • προτιμάται η χρήση του παραδείγματος (παραδειγματικός λόγος)·
  • απουσιάζουν λογοτεχνικά στοιχεία ή στοιχεία θεατρικότητας·
  • εν γένει πρόκειται για έναν ακραιφνώς επιστημονικό λόγο.

2.2. Σύνδεση με τα προηγούμενα

Όλα τα αποσπάσματα προς μελέτη και κατανόηση από τους μαθητές, προέρχονται από το δεύτερο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων. Ο Αριστοτέλης έγραψε τα Ηθικά Νικομάχεια πριν εγκαταλείψει για δεύτερη και τελευταία φορά την Αθήνα. Η εὐδαιμονία, η ἀρετή, η φιλία και η ἡδονή απασχολούν τη σκέψη του. Συγκεκριμένα, στο πρώτο βιβλίο προσπαθεί να ορίσει το ύψιστο αγαθό για τον άνθρωπο και το ταυτίζει με την εὐδαιμονίαν. Όπως προαναφέρθηκε, η εὐδαιμονία εντοπίζεται στην κατ' ἀρετήν ενέργεια της ψυχής. Επομένως, ο προβληματισμός μετατίθεται και το νέο ζητούμενο πλέον είναι ο προσδιορισμός της έννοιας της ἀρετῆς. Η ἀρετή, λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη διχοτομείται: από τη μια έχουμε τις διανοητικές αρετές και από την άλλη τις ηθικές αρετές. Από αυτό το σημείο ξεκινά το δεύτερο βιβλίο, του οποίου δέκα αποσπάσματα θα γνωρίσουν οι μαθητές.

2.3. Διάρθρωση του κειμένου

Μετά την παράθεση όλων των απαραίτητων προκαταρτικών πληροφοριών καθίσταται ευκολότερη η ερμηνευτική προσέγγιση του πρώτου αποσπάσματος από τους μαθητές (1103a14-26):


Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ' ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ' ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ' ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. οὔτ' ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.

Όπως προκύπτει και από τον τίτλο της συγκεκριμένης ενότητας, πρόκειται για ένα απόσπασμα που αποτελείται από δύο ευδιάκριτα μέρη: α. διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τοῦ ἔθους και β. ἐξ οὗ καὶ δῆλον … διὰ τοῦ ἔθους (στον χωρισμό αυτό μπορούν εύκολα να καταλήξουν οι μαθητές με τη βοήθεια της στίξης). Στην πρώτη περίοδο ο Αριστοτέλης επιχειρεί τη διμερή διάκριση της ἀρετῆς, ενώ στη δεύτερη εστιάζει το ενδιαφέρον του στη φύση των ηθικών αρετών και επιχειρεί να αποδείξει ότι ούτε φύσει ούτε παρά φύσιν υπάρχουν, αλλά καλλιεργούνται διὰ τοῦ ἔθους.

Το κείμενο αρχίζει με τη ρητή δήλωση ότι η φύση της ἀρετῆς είναι διττή. Η διττή ἀρετή επεξηγείται στη συνέχεια: από τη μια τοποθετείται η διανοητική (π.χ. σοφία, φρόνηση, ευφυία, μνήμη κτλ.) και από την άλλη η ηθική (π.χ. δικαιοσύνη, ανδρεία, μεγαλοψυχία, πειθαρχία κτλ.): πρόκειται για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Αριστοτέλης στο βιβλίο που προηγήθηκε. Οι διανοητικές αρετές αφορούν στο λόγον ἔχον μέρος του ανθρώπου, ενώ οι ηθικές αρετές αναφέρονται στο ἐπιθυμητικόν, το οποίο μετέχει τόσο στο ἔχον λόγον, όσο και στο ἄλογον του ανθρώπου. Οι διανοητικές αρετές δημιουργούνται και αναπτύσσονται με τη διδασκαλία (ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν)· με άλλα λόγια η πνευματική καλλιέργεια και συγκρότηση ενός ατόμου εξαρτώνται άμεσα από την παιδεία την οποία θα λάβει. Η διανοητική, λοιπόν, αρετή είναι διδακτή και μεταδόσιμη, η τελειοποίησή της απαιτεί χρόνο και εμπειρία και την κύρια ευθύνη έχουν οι φορείς της διδασκαλίας, δηλαδή οι διδάσκαλοι. Από την άλλη οι ηθικές αρετές προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου, καταδεικνύουν τον χαρακτήρα του και καλλιεργούνται με το ἔθος, δηλαδή τη συνήθεια. Με τη μεθοδική και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά το άτομο εθίζεται στην ηθική συμπεριφορά και αποκτά κάποια σταθερά ψυχικά χαρακτηριστικά. Επομένως, το κύριο βάρος για την κατάκτηση των ηθικών αρετών πέφτει στο ίδιο το άτομο.

Στο συγκεκριμένο σημείο θα πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως η συνήθεια του Αριστοτέλη να καταφεύγει στην ετυμολογία των λέξεων, προκειμένου να εντοπίσει την πραγματική σημασία των λέξεων (ἐξέτασις ὀνομάτων). Έτσι, λοιπόν, και στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιεί την ετυμολογική συγγένεια των λέξεων ἠθική και ἔθος, προκειμένου να βεβαιώσει ότι οι ηθικές αρετές είναι αποτέλεσμα του εθισμού ή αλλιώς της επανάληψης και της συνήθειας. Συγκεκριμένα θεωρεί ότι η λέξη ἠθικός προέρχεται από τη λέξη ἔθος, που είναι εκτεταμένος τύπος της λέξης ἦθος. ἔθος σημαίνει συνήθεια, επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά και η επανάληψη της λέξης παγιώνει μια συμπεριφορά. Άλλωστε, κι η ηθική δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παγιωμένη συμπεριφορά. Άρα δέχεται ότι η ετυμολογική συγγένεια των λέξεων υποδηλώνει και ουσιαστική σημασιολογική συγγένεια. Γι' αυτόν τον λόγο αναζητά τα σημαινόμενα πίσω από τα σημαίνοντα, μια και οι σχέσεις μεταξύ των λέξεων απεικονίζουν τις σχέσεις μεταξύ των σημαινομένων.

Στη δεύτερη περίοδο απομονώνει, όπως έχει ήδη δηλωθεί, τις ηθικές αρετές και αρχίζει με την εξαγωγή ενός συμπεράσματος, στο οποίο τον έχουν οδηγήσει οι προηγούμενες δηλώσεις του: οι ηθικές αρετές υπάρχουν φύσει στον άνθρωπο (ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται). Πρόκειται για ένα συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα από τους προηγούμενους συλλογισμούς. Είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να αναζητήσουμε τις ηθικές αρετές στη φύση του ανθρώπου, εφόσον δεχτήκαμε ότι αποκτιούνται με τη συνήθεια. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η διαμόρφωση ενός ενάρετου χαρακτήρα δεν είναι καταναγκαστική, αλλά εξαρτάται από τη βούληση του ανθρώπου (προαίρεσις)· είναι προσωπική του επιλογή.

Μέχρι στιγμής συνειδητοποιούμε ότι ο λόγος του Αριστοτέλη υπακούει στις υποδείξεις του Λόγου, με αποτέλεσμα να έχουμε στα χέρια μας ένα κείμενο πολύ καλά δομημένο. Αν ζητηθεί σ' αυτό το σημείο από τους μαθητές να αποδώσουν τα κύρια σημεία της ενότητας, τότε πιθανόν θα δοθούν οι εξής απαντήσεις που αποτελούν τα συλλογιστικά βήματα του Αριστοτέλη:

  • η ἀρετή είναι δύο λογιών, η διανοητική και η ηθική·
  • η διανοητική αρετή οφείλει τη γένεση και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία·
  • η ηθική αρετή καλλιεργείται με τον εθισμό·
  • η ηθική αρετή δεν υπάρχει φύσει μέσα μας.

Προς επίρρωση του συλλογισμού του ο Αριστοτέλης στη συνέχεια επιστρατεύει δύο αναμφισβήτητα παραδείγματα από τον χώρο των φυσικών φαινομένων: το παράδειγμα της πέτρας και το παράδειγμα της φωτιάς. Η πέτρα πάντα θα κινείται προς τα κάτω, όταν θα τη ρίχνει κάποιος ψηλά, και η φωτιά πάντα θα πηγαίνει προς τα πάνω· όσες προσπάθειες κι αν καταβάλλει κάποιος, είναι αδύνατο να αποκτήσουν άλλη φορά στην κίνησή τους κι επομένως μια διαφορετική ιδιότητα. Αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι κανένα πράγμα δεν μπορεί να αποκτήσει με τον εθισμό διαφορετική ιδιότητα από αυτήν που χαρακτηρίζει τη φύση του. Πρόκειται για έναν επαγωγικό συλλογισμό που υποδεικνύει ότι κανείς και τίποτε δεν μπορεί, όσο κι αν προσπαθήσει, να αντιταχθεί στους νόμους της φύσης, και επομένως να αρνηθεί τη φύση του και τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται. Εφόσον αποδεχτήκαμε ότι από τη μια οι ηθικές αρετές βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τον εθισμό, τις συνήθειες δηλαδή που θα υιοθετήσει ο άνθρωπος, και από την άλλη ότι η φύση των πραγμάτων και των όντων είναι σταθερή και ανεξάρτητη από τον εθισμό, συμπεραίνουμε ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας φύσει. Άρα οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες, αλλά επίκτητες και αποτέλεσμα της επανάληψης.

Στο τέλος της περιόδου εμφανίζεται ένα καινούριο δεδομένο: οι ηθικές αρετές όχι μόνο φύσει αλλά και οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Αριστοτέλη η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά δεν είναι ούτε ενάντια στη φύση. Ο άνθρωπος έχει από τη φύση του ένα στοιχείο που σχετίζεται με την ἀρετήν: την προδιάθεση για τις ηθικές αρετές (ἡμῖν πεφυκόσι), δηλαδή έχει τη δυνατότητα να τις δεχτεί και με την αγωγή και τη συνήθεια (ἐξ ἔθους) να τις αναπτύξει και μέσω των ηθικών αρετών να ξεφύγει από την ατέλεια και να προσεγγίσει την τελειότητα (τελειουμένοις). Έτσι, αίρεται η φαινομενική αντίφαση που ενέχει η φράση. Ο εθισμός συμπληρώνει και ουσιαστικά υπηρετεί τη φύση, αφού μας δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξουμε τις προδιαθέσεις σε ενέργειες. Άρα η άσκηση της ἀρετῆς αποτελεί φυσική δυνατότητα του ανθρώπου -αυτή η τελευταία θέση θα τεκμηριωθεί και θα ισχυροποιηθεί στην επόμενη ενότητα.

Όσον αφορά λοιπόν στον τρόπο με τον οποίο δομείται το συγκεκριμένο απόσπασμα, προστίθενται ακόμη τρία κύρια σημεία:

  • τίποτε δεν μπορεί να αποκτήσει με τον εθισμό άλλες ιδιότητες από αυτές που του υπαγορεύει η φύση του (τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς ενισχύουν αυτή την άποψη)·
  • οι ηθικές αρετές ούτε οφείλουν την ύπαρξή τους στη φύση ούτε εναντιώνονται σ' αυτή·
  • οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν τις ηθικές αρετές και να τις τελειοποιήσουν με τον εθισμό.

2.4. Ζητήματα ερμηνευτικής προσέγγισης

Σ' αυτό το σημείο ολοκληρώνεται η ενότητα που εξετάζουμε και θα ήταν θεμιτό να ζητηθούν από τους μαθητές τα εξής:

  • να απομονωθούν οι κύριες θέσεις του Αριστοτέλη και να ερμηνευτούν·
  • να σχολιασθεί ο τρόπος τεκμηρίωσής τους (ετυμολόγηση, αναφορά παραδειγμάτων)·
  • να δηλωθούν τα βήματα της επαγωγικής σκέψης του Αριστοτέλη·
  • να ερμηνευτεί η εμμονή του Αριστοτέλη στην αποφατική διατύπωση (είναι αξιοπρόσεχτο το γεγονός ότι στο κείμενο συσσωρεύονται εννέα λέξεις με αρνητική σημασία· δηλώνει την προσπάθεια του Αριστοτέλη να απαλλάξει την έννοια της ηθικής από τυχόν παρεξηγήσεις και να άρει τις όποιες αντίθετες τοποθετήσεις· έτσι δεν δηλώνει τι είναι η ηθική, αλλά τι δεν είναι)·
  • να σχολιασθεί η παρουσία του πλεῖον στη δεύτερη σειρά του κειμένου·
  • να αντιπαραβληθεί το φύσει με το ἐξ ἔθους·
  • να δηλωθεί αν ο Αριστοτέλης με το συσχετισμό της ἠθικῆς και του ἔθους έρχεται σε σύγκρουση με τις μέχρι τότε παραδεδομένες αντιλήψεις περί ἀρετῆς·
  • να εντοπισθούν οι λέξεις που εκφράζουν όρους της αριστοτελικής φιλοσοφίας και να αποδοθεί το εννοιολογικό τους εύρος (π.χ. γένεσις, αὔξησις, ἔθος, φύσις, ἀρετή κτλ).

Η συγκεκριμένη προεργασία παρέχει στους μαθητές τη δυνατότητα όχι μόνο της ερμηνευτικής προσέγγισης του κειμένου αλλά και της ελεύθερης απόδοσής του στη νεοελληνική. Σ' αυτήν την περίπτωση ούτε κρίνεται αναγκαίο οι μαθητές να αποστηθίσουν μια συγκεκριμένη και "εγκεκριμένη" μετάφραση ούτε προϋποτίθεται υψηλός βαθμός αρχαιογλωσσίας για να κατανοήσουν το εννοιολογικό περιεχόμενο του κειμένου, ενώ ασφαλώς δεν ευνοείται η στείρα αρχαιογλωσσία.

3. Μεταφραστική διαδικασία

Μετά τη λεξιλογική και μορφοσυντακτική επεξεργασία του κειμένου και προτού οι μαθητές προβούν στην απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική, θα συνέβαλε σημαντικά στη μεταφραστική άσκηση η συγκριτική μελέτη δόκιμων μεταφράσεων και ο εντοπισμός των ομοιοτήτων και των διαφορών τους σε όλα τα επίπεδα. Ορισμένα συμπεράσματα που εξάγονται από τη συγκριτική εξέταση τεσσάρων μεταφράσεων, είναι τα εξής:

Αυτονόητο είναι ότι οι μεταφράσεις παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές, γιατί προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους· η πρώτη είναι των αρχών του αιώνα, οι επόμενες δύο δημοσιεύτηκαν στη δεκαετία του '70 και η τελευταία είναι η πιο πρόσφατη μετάφραση των Ηθικών Νικομαχείων. Έτσι, λοιπόν, οι πρώτες τρεις κινούνται στο πλαίσιο της καθαρεύουσας, με όποιες τυπολογικές επιλογές επέβαλε αυτή. Η μετάφραση του Δ. Λυπουρλή είναι η μόνη που διαθέτουμε στη δημοτική.

- Ο Κ. Ζάμπας, του οποίου η μετάφραση δημοσιεύτηκε το 1911, προσπαθεί όσο το δυνατό να παραμείνει κοντύτερα στο αρχαιοελληνικό κείμενο· έτσι από τη μια αποφεύγει την παγίδα των περιττών αναλύσεων και ερμηνειών, από την άλλη όμως αντιμετωπίζει το κείμενο στατικά και όχι δυναμικά. Ενδεικτικά σημειώνουμε:

  • Η επιλογή της λέξης «συνήθεια» για την απόδοση του αριστοτελικού ἔθος αποδυναμώνει τη λέξη και δεν επιτρέπει να διαφανεί η ετυμολογική συγγένεια της ηθικής και του ἔθους.
  • Η πιστή απόδοση αρχαιοελληνικών λέξεων (όπως του πλεῖον) στην καθαρεύουσα αποβαίνει άστοχη.
  • Προβληματική είναι η απόδοση της περιόδου οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων … ἂν ἐθισθείη: η κυριολεκτική απόδοση του ρήματος φέρομαι δημιουργεί ακυρολογία· επίσης ανεπιτυχής είναι η αντικατάσταση του ρήματος της πρότασης οὐδ' ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν με δευτερεύουσα τελική πρόταση.

- Ο Σ. Μαγγίνας, ο οποίος μετέφρασε τα Ηθικά Νικομάχεια το 1972, χρησιμοποιεί τον μακροπερίοδο λόγο που δυσχεραίνει σημαντικά την προσπάθεια κατανόησης του κειμένου. Καταφεύγει σε ανούσιες λεκτικές ή φραστικές επαναλήψεις. Άλλοτε πάλι αναλώνεται σε ερμηνείες λέξεων του αρχαιοελληνικού κειμένου και άλλοτε χρησιμοποιεί αυτούσιους αριστοτελικούς τύπους. Επομένως, η μετάφρασή του είναι εξαιρετικά αναλυτική και αρκετά ασυνεπής ως προς το πρωτότυπο. Πολλές είναι οι μεταφραστικές αστοχίες που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς.

- Οι μεταφραστικές επιλογές του Α. Δαλεζίου (Πάπυρος 1975) θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι με ελάχιστες τροποποιήσεις συναφείς των επιλογών του Κ. Ζάμπα. Προσθέτουμε τα εξής:

  • Στην αρχή του κειμένου αποδίδει τη μετοχή οὔσης με ουσιαστικό.
  • Επιτυγχάνει να αναδείξει την ετυμολογική συνάφεια της ἠθικῆς και του ἔθους.
  • Προβληματική είναι η απόδοση των δύο αριστοτελικών παραδειγμάτων όπως και στη μετάφραση του Κ. Ζάμπα.
  • Επισημαίνουμε την ταυτολογία στο τέλος του κειμένου: «ναι μεν επλάσθημεν εκ φύσεως…».

- Όσον αφορά στη μετάφραση του Δ. Λυπουρλή αναφέρουμε τα εξής:

  • Επιλέγει την παρατακτική σύνδεση των προτάσεων.
  • Επιχειρεί να σχηματοποιήσει τη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη.
  • Προβαίνει στην παρενθετική χρήση δύο προτάσεων, προκειμένου να αποδοθεί καλύτερα το εννοιολογικό περιεχόμενο του κειμένου.
  • Μια προσθήκη, που αποτελεί υπαινιγμό στα προηγούμενα βιβλία των Ηθικών Νικομαχείων, κρίθηκε αναγκαία.
  • Στην περίοδο «Πραγματικά, δεν υπάρχει πράγμα εφοδιασμένο … άλλες ιδιότητες» η μετάφραση είναι υποχρεωτικά αναλυτική, για να αποδοθούν σύνθετα νοήματα.
  • Σε ορισμένες προτάσεις γίνεται αντιστροφή του υποκειμένου και του αντικειμένου.
Τελευταία Ενημέρωση: 13 Μάϊ 2010, 9:27