ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Διδασκαλία - Εκπαίδευση 

Ενδογλωσσική Μετάφραση 

Ιστορική επισκόπηση της μετάφρασης των κλασικών γλωσσών (του Λ. Πόλκα) 

2. Η μετάφραση κατά τη ρωμαϊκή περίοδο

2.1. Οι Ρωμαίοι και το μεταφραστικό τους έργο

H μετάφραση, ιδίως η λογοτεχνική, ως έννοια και πράξη, είναι επινόηση των Pωμαίων.[1] Ο όρος βέβαια "μετάφραση" κατά τη ρωμαϊκή περίοδο κάλυπτε ευρύ φάσμα εννοιών: από τη μεταγλώττιση μέχρι και την παράφραση. Γεγονός πάντως είναι ότι με τους Ρωμαίους μεταφέρθηκε η παιδεία και η γλωσσική καλλιέργεια του ελληνικού κόσμου στη Pώμη και στην αυτοκρατορία ενώ μέσω των μεταφράσεων ιδρύθηκε μια ολόκληρη νέα γραμματεία. Αν οι αλεξανδρινοί φιλόλόγοι περιο­ρίστηκαν στην ενδογλωσσική μίμησιν της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, οι Ρωμαίοι επεξέτειναν τους γλωσσικούς τους πειραματισμούς στο διαγλωσσικό πεδίο.[2]

Όπως υποδεικνύεται αναλυτικότερα στη συνέχεια, η μετάφραση για τους Ρωμαίους άλλοτε απέβλεπε στη συντήρηση, μέσα στο μεταγλωττισμένο κείμενο, όσο γίνεται περισσοτέρων στοιχείων της γλώσσας και παιδείας από το ελληνικό πρωτότυπο (εξελληνιστική τάση), και άλλοτε στην εξεύρεση ή επινόηση λατινικών αντιστοιχιών σε όλα τα επίπεδα (εκλα­τινιστική τάση).

Τα πρώτα δείγματα "διαγλωσσικής" μετάφρασης στον χώρο της ρωμαϊκής λογοτεχνίας εμφανίζονται γύρω στο 250 π.X., όταν ο Λίβιος Aνδρόνικος (+ 290-; π.Χ.), Ελληνορωμαίος ποιητής και πρώτος διδάξας την εκλατινιστική τάση, μετέ­φρασε αποσπασματικά την Oδύσσεια στα λατινικά, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εγχειρίδιο της ελληνικής ποίησης και μυθολογίας. Tο ιδρυτικό μεταφραστικό εγχείρημα του Λίβιου Aνδρόνικου, στο οποίο οφείλονται, μεταξύ άλλων, πολλά στοιχεία του νεότερου ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος, ακολούθησαν χιλιάδες άλλα. Ο Ναίβιος (περ. 270-199 π.Χ.), συστηματοποιώντας την εκλατινι­στική τάση του Λίβιου, μετέφρασε αρκετά αρχαιοελληνικά έργα που αναφέρονταν στον τρωικό πόλεμο, ενώ ο Kόϊντος Έννιος (239-169 π.Χ.), για τον οποίο αναφέρεται ότι είχε τρεις καρδιές, επειδή γνώριζε τρεις ξένες γλώσσες (ελληνικά, οσκικά και λατινικά), διδάσκει ελληνικά στη Pώμη και μεταφράζει δραματικά έργα των Eλλήνων για τη ρωμαϊκή σκηνή. Σε απόκλιση προς τον Λίβιο Aνδρόνικο, που υιοθετούσε τον εκλατινισμό στη μετάφραση, ο Έννιος εισηγήθηκε τον εξελληνισμό της, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή εμμονή των Ελλήνων ποιητών στη διαγραφή χαρακτήρων (ήθους) με τη (χαρακτηριστικά ρωμαϊκή, αλλά εν μέρει και ελληνι­στική) επίμονη προβολή του πάθους, που ενυπάρχει σε πρόσωπα και καταστάσεις. Aντιπροσω­πευτικό προς αυτή την κατεύθυνση παράδειγμα συνιστά η μετάφραση του προλόγου της ευριπιδικής Mήδειας.

Ο ανηψιός του Έννιου Πακούβιος (περ. 220-130 π.Χ.), που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετεξέλιξη της λατινικής σε λογοτεχνική γλώσσα, συνέχισε την παράδοση που είχε εγκαινιάσει ο θείος του, μεταφράζοντας αρχαιοελληνικά θεατρικά έργα για τη ρωμαϊκή σκηνή. Φίλος του Έννιου υπήρξε ο Kαικίλιος Στάτιος (περ. 219-168 π.X.), του οποίου το ποιητικό πρόγραμμα περιελάμβανε διασκευή/με­τάφραση ελληνικών κωμωδιών με συγκερασμό ισόρροπο ελληνικών και λατινικών-ιθαγενών στοιχείων.

Ο Πλαύτος (; -184 π.Χ.) και ο Πόπλιος Τερέντιος (;190-;159), θεωρούνται οι πρώτοι εμπορικοί μεταφραστές της λογοτεχνίας. Ιδίως ο δεύτερος, του οποίου οι παραγωγές βασίζονταν κυρίως στα ελληνικά έργα του Μενάνδρου και του Απολλώνιου από την Κάρυστο, χαρακτηρίζεται πρόδρομος των "ωραίων άπιστων" μεταφράσεων (Les Belles Infidèles), που θα προκύψουν στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, καθώς, στη σύνθεση ενός έργου συνδύαζε συχνά μεταφρασμένα κεφάλαια από διαφορετικά ελληνικά πρωτότυπα.

Aκόμη, γύρω στα μέσα του 1ου αιώνα π.X. ο Kάτουλλος (87-57 π.Χ.) μεταφράζει Σαπφώ και Kαλλίμαχο, και ο Kικέρωνας (106-34 π.Χ.) τον Oικονομικό του Ξενοφώντα, τον Πρωταγόρα και τον Tίμαιο του Πλάτωνα, τον Περί του στεφάνου λόγο του Δημοσθένη, τον Kατά Kτησιφώντος λόγο του Aισχίνη και τα Φαινόμενα του Aράτου. Δίπλα στη μετάφραση ακμάζει φυσικά και η διασκευή ελληνικών προτύπων από Ρωμαίους λογοτέχνες που γνωρίζουν ελληνικά.

Oι βασικοί λόγοι που επέβαλαν τις μεταφράσεις των αρχαιοελληνικών κειμένων στη λατινική συνδέθηκαν τόσο με το αυξημένο κύρος της ελληνικής όσο και και με τον σταδιακό μαρασμό της στον χώρο της Δύσης: με την ανάγκη, δηλαδή, να μεταδοθεί αρχικά στους Ρωμαίους, που δεν ήξεραν τα ελληνικά, ο πρότυπος αρχαιοελληνικός λόγος, και με την προσπάθεια, στο τέλος (4ος αι. μΧ. κ.ε.), να αποτραπεί η σταδιακή εξαφάνισή του· όταν δηλαδή, με τη διαίρεση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας (364 μ.X.), τα δύο γλωσσικά και πολιτιστικά ρεύματα, ελληνικά και λατινικά, που είχαν σμίξει για να γεννήσουν τον κλασικό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, χωρίστηκαν ξανά, και τα ελληνικά αρχίζουν να περιέρχονται σε λήθη στη δυτική Eυρώπη, μέχρι τουλάχιστον την Aναγέννηση. Έτσι, η μετάφραση ελληνικών έργων στη λατινική γλώσσα εκτιμήθηκε ως "ένα είδος πατριωτικού καθήκοντος ορισμένων αριστοκρατικών κύκλων" να εμποδίσουν την εξαφάνιση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς.

Εξαιτίας της έντονης μεταφραστικής τους δραστηριότητας, οι Ρωμαίοι κατη­γορήθηκαν ότι δεν ήσαν σε θέση, τουλάχιστον μέχρι τον 1ο αι. π.Χ., να παράγουν δικά τους, πρωτότυπα λογοτεχνικά, και όχι μόνον, έργα. Ωστόσο, η γενικόλογη αυτή κατηγορία εκτιμάται ολοκληρωτικά λανθασμένη. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Susan Bassnett,[3] οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές των ελληνικών προτύπων, και οι λογοτεχνικοί τους κριτικοί κάθε άλλο παρά εκτιμούσαν τη γλώσσα των ελληνικών κειμένων συντελεστή που τους απέτρεπε από το να τα προσεγγίσουν. Το ρωμαϊκό λογοτεχνικό σύστημα έθεσε σε λειτουργία μια ιεραρχία κειμένων και συγγραφέων, που υπερέβαινε τα γλωσσικά σύνορα. Αυτό το λογοτεχνικό σύστημα, με τη σειρά του, αντανακλούσε το ρωμαϊκό ιδεώδες του πολιτικού συστήματος, το οποίο εδραζόταν στον αληθινό νόμο του Λόγου. Ο Κικέρωνας διακήρυττε ότι το μυαλό κυβερνά το σώμα, όπως ο βασιλιάς τον λαό του, ή ο πατέρας τα παιδιά του. Όμως, προειδοποιεί ότι, στην περίπτωση που ο Λόγος κυριαρχεί όπως ένας κύριος στους δούλους του, τότε "τους καταπιέζει και τους συνθλίβει". Μέσω της μετάφρασης, το ιδεατό κείμενο-πηγή γίνεται αντικείμενο μίμησης, και δεν συνθλίβεται με την αυστηρή εφαρμογή του Λόγου.[4]

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, στον χώρο τουλάχιστον της Ανατολής όπου η ελληνική γλώσσα, ως απόγονος της ελληνιστικής κοινής παρέμενε ισχυρή, αναγκαία υπήρξε η χρήση των μεταφράσεων από τη λατινική στην ελληνική. Ο κύριος όγκος των μεταφράσεων κάλυπτε διοικητικές κυρίως ανάγκες, και εντοπίζεται σε επιστολές, νόμους, διατάγματα και πανηγυρικούς αυτοκρατόρων, όπως. λ.χ. οι Res Gestae (= Πεπραγμένα), του Αυγούστου με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο: Μεθηρμηνευμέναι υπεγράφησαν πράξεις τε και δωρεαί Σεβαστού θεού, ας απέλιπεν επί Ρώμης ενκεχαραγμέναις χαλκαίς στήλαις δυσίν.[5]

2.2. Τα πρώτα μεταφραστικά διλήμματα στη ρωμαϊκή περίοδο

Στη ρωμαϊκή επίσης περίοδο, από τα τέλη ιδίως του 1ου αι. π.Χ., τίθενται, σε θεωρητικό επίπεδο, τα πρώτα μεταφραστικά διλήμματα, τα οποία θα απασχολήσουν έντονα τους μεταγενέστερους μεταφραστές και μεταφρασεολόγους: πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα στην "πιστή" και στην "ελεύθερη" μετάφραση.[6] H προκείμενη διάζευξη τίθεται για πρώτη φορά από τον Kικέρωνα (106-43 π.Χ.), ο οποίος, εκτιμά­ται ως ο εισηγητής της μεταφραστικής θεωρίας στη Δύση, καθώς: συζήτησε θέματα που σχετίζονται με τη μεταφραστική διαδικασία, υποδεικνύοντας δημιουργικούς τρόπους εφαρμογής της. Ακόμη, οι παρατηρήσεις του για την παιδαγωγική ωφέλεια της μετάφρασης από τα ελληνικά στα λατινικά υιοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Οράτιο, τον Πλίνιο τον Νεώτερο, τον Κοϊντιλιανό, τον Γέλλιο στη Ρώμη, αλλά και, μεταγενέστερα, την περίοδο του χριστιανικού Μεσαίωνα, από τον Ιερώ­νυμο κ.ά. Κυρίως στα έργα του De Oratore (55 π.Χ.) De optimo genere oratorum (46 π.Χ.) και De finibus bonorum et malorum (45-44 π.Χ.) ο Κικέρωνας δήλωσε την απέχθειά του για τη "λέξη προς λέξη" μετάφραση και, μαζί, την αποστροφή του για τους "πιστούς μεταφραστές", προκρίνοντας τη "νοηματική" μετάφραση και τους "ρήτορες".

Tις απόψεις του Kικέρωνα θα υποστηρίξουν, με τον δικό τους τρόπο, οι Kοϊντιλιανός (35-100 μ.Χ.) και Oράτιος (65-8 π.Χ.): ο πρώτος, στο 12ο και 10ο βιβλίο του έργου του Institutio Oratoria, συνιστούσε, αφενός, τον εκλατινισμό στη μετάφραση αρχαιοελληνικών έργων και, αφετέρου, θεωρούσε την "παράφραση" όχι ως απλή ερμηνεία, αλλά ως συναγωνισμό του πρωτοτύπου στην έκφραση των ίδιων νοημάτων, εξαίροντας, όπως ο Πλίνιος ο Νεώτερος (61-112 μ.Χ.) (Epistulae 7.2), τη σημασία της μεταφραστικής άσκησης. Από την άλλη μεριά, ο Οράτιος, στο έργο του Ars poetica (133), διατύπωσε, με ευσύνοπτο και χαρακτηριστικό τρόπο, την αποστροφή του για τους "πιστούς μεταφραστές": nec verbo verbum curabis reddere fidus interpres (= και δεν είναι ανάγκη να επιχειρείς να αποδώσεις λέξη προς λέξη, σαν πιστός μεταφραστής).

1 Βλ. S. Bassnett, Translation Studies, Routledge: Λονδίνο & Ν.Υ. ανατ. 1991, σ.43.

2 Βλ. I.N. Kαζάζης, "Aπό την πρώιμη μεταφραστική πράξη των Pωμαίων: Livius Andronicus, Quintus Ennius, Caecilius Statius", Φιλόλογος 42 (1985) 294-295.

3 S. Bassnett, ό.π., σ.43.

4 S. Bassnett, ό.π., σ.43.

5 Βλ. J.-L. Mourge, "Écrire au deux langues: bilinguisme et pratique de chencelleries sous les Haut-Empire romain", Dialoges d'histoire ancienne 21, σ.105-129.

6 Βλ. S. Brock, "Aspects of Translation Technique in Antiquity", GRBS 20 (1979) σ.69, και S. Bassnett, ό.π., σ.44.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Φεβ 2009, 12:52