«Το ανθρώπινο αγαθό πρέπει να έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρέπει να είναι τελικό (τέλειον), κάτι που επιλέγεται πάντοτε προς χάρη του εαυτού του και ποτέ ως μέσο για την επιδίωξη άλλου σκοπού. Επίσης πρέπει να είναι αὔταρκες, κάτι που από μόνο του καθιστά τη ζωή άξια επιλογής. Και τα δύο αυτά γνωρίσματα χαρακτηρίζουν την ευδαιμονία. Απομένει όμως να ρωτήσουμε τι είναι η ευδαιμονία. Ο Αριστοτέλης για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα εισάγει την πλατωνική έννοια του έργου ή της λειτουργίας. Ουσιαστικά θέτει το ερώτημα, ποιο είδος ζωής παρέχει στον άνθρωπο τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, αλλά, για να βρει την απάντηση, θεωρεί αναγκαίο να ρωτήσει ποια είναι η χαρακτηριστική λειτουργία του ανθρώπου. Το ερώτημα αυτό το δανείζεται από τις τέχνες, αλλά εκεί η απάντηση είναι απλή. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι η λειτουργία ενός αυλητού είναι να παίζει τον αυλό ή ότι η λειτουργία ενός πέλεκυ είναι να κόβει. Ακόμη και στα μέρη ενός ζωντανού σώματος -το μάτι ή το χέρι- εύκολα διακρίνεται ο προορισμός τους. Αντίθετα, δεν είναι εύκολο να λεχθεί ποιο είναι το έργο του ανθρώπου. Για να απαντήσει στο ερώτημα ο Αριστοτέλης εξετάζει ποιο έργο μπορεί να επιτελέσει μόνον ο άνθρωπος. Η αύξηση και η αναπαραγωγή είναι κοινή σε ανθρώπους, ζώα και φυτά, η αίσθηση είναι κοινή σε ανθρώπους και ζώα· επομένως, καμιά από αυτές τις λειτουργίες δεν μπορεί να χαρακτηρίζει ειδικά τον άνθρωπο. Αλλά, όπως διδαχθήκαμε στο Περί ψυχής σχετικά με τον άνθρωπο, σε αυτές τις λειτουργίες προστίθεται μια ανώτερη λειτουργία, που ο Αριστοτέλης την ονομάζει εδώ το λόγον ἔχον, "αυτό που έχει ορισμένο σχέδιο ή κανόνα". Σε αυτή τη δύναμη περιλαμβάνονται δύο υπολειτουργίες, μία που κατανοεί το σχέδιο και μία που το υπακούει. Η ζωή αυτής της λειτουργίας πρέπει να είναι η ευδαιμονία. Δεύτερον, η λειτουργία πρέπει να είναι ενέργεια και απλώς δύναμη. Τρίτον, πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρετή ή, αν υπάρχουν περισσότερες αρετές, με την καλύτερη και τελειότερη από αυτές. Τέταρτον, πρέπει να εκδηλώνεται όχι μόνο για σύντομες χρονικές περιόδους, αλλά για ολόκληρη τη ζωή.»
[W.D. Ross, Αριστοτέλης, Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα 21993, σ.271-272]