- Ενδογλωσσική Μετάφραση
Διδασκαλία - Εκπαίδευση
Ενδογλωσσική Μετάφραση
Πρακτικές εφαρμογές
Θουκυδίδου Ιστορίαι, "Πλαταϊκά" (Β.2-6)
(του Σ. Τσέλικα)
Επιχειρείται η ανάγνωση των "Πλαταϊκών" του Β΄ βιβλίου του Θουκυδίδη στο μάθημα της "Θεματογραφίας", χωρίς την προσφυγή σε μια επιφανειακή σχολική μετάφραση, η οποία θα υποκαθιστούσε το πρωτότυπο κείμενο και θα αδρανοποιούσε αρκετούς λανθάνοντες, αλλά χρήσιμους για την ανάγνωσή του, δείκτες.
Αντιθέτως, προτείνεται η αναγνωστική διαδικασία να βασιστεί στην αναγνώριση των τυπικών χαρακτηριστικών της ιστορικής αφήγησης του Θουκυδίδη και, με οδηγό την τυπολογία αυτή, να διαγνώσει τη συγκρότηση του κειμένου και τη συνοχή του νοήματός του.
Περιεχόμενα
1. Τυπολογία της ιστορικής αφήγησης του Θουκυδίδη
Η ιστορική αφήγηση, ως είδος λόγου, εντάσσεται στη γενικότερη κατηγορία της αφήγησης, που μπορεί να οριστεί ως ακολουθία γεγονότων, τα οποία οργανώνονται σε μια ενιαία πλοκή, ώστε να φανεί η αιτιώδης σύνδεσή τους και να καταστεί δυνατή η ερμηνεία τους. Παράλληλα όμως, στο πλαίσιο της γενικής κατηγορίας της αφήγησης, οι ιστορικές αφηγήσεις διαφοροποιούνται από τις μυθοπλαστικές με κριτήριο την αναφορικότητά τους: στην περίπτωση των ιστορικών κειμένων το αντικείμενο αναφοράς τους είναι πραγματικά γεγονότα, ενώ στην περίπτωση των μυθοπλαστικών κειμένων το αντικείμενο αναφοράς τους είναι πιθανά γεγονότα, κατά την άποψη του Αριστοτέλη, ή θεωρείται ότι δεν υπάρχει σ' αυτά καθόλου αναφορικότητα, αλλά εκφράζουν την καθαρή δημιουργικότητα του συγγραφέα τους, κατά το αίτημα του ρομαντισμού. Αυτή η ειδική λειτουργία την οποία επιτελούν τα ιστορικά κείμενα στο πλαίσιο της ανθρώπινης επικοινωνίας καθορίζει τα τυπικά χαρακτηριστικά τους και τις μεθοδολογικές στρατηγικές τους, για τον εντοπισμό των οποίων χρήσιμο θα ήταν να καταφύγουμε στη "Μεθοδολογία" του Θουκυδίδη (Α.20-22). Στο προγραμματικό αυτό τμήμα του έργου του ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τη μέθοδο εργασίας του για την καταγραφή των πολεμικών γεγονότων και ορίζοντας τον πρότυπο αναγνώστη για τον οποίο προορίζει το έργο του, μας δίνει έμμεσα και τους ειδικότερους στόχους της ιστορικής συγγραφής του. Σημειώνει λοιπόν εκεί:
τὰ δ' ἔργα τῶν πραχθέντων ἐν τῷ πολέμῳ οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος ἠξίωσα γράφειν, οὐδ' ὡς ἐμοὶ ἐδόκει, ἀλλ' οἷς τε αὐτὸς παρῆν καὶ παρὰ τῶν ἄλλων ὅσον δυνατὸν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπεξελθών. ἐπιπόνως δὲ ηὑρίσκετο, διότι οἱ παρόντες τοῖς ἔργοις ἑκάστοις οὐ ταὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν ἔλεγον, ἀλλ' ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι. καὶ ἐς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται· ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. κτῆμά τε ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται. (Α.22.2-4)
Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι στόχος της ιστορικής αφήγησης είναι:
- (α) Η ακριβής καταγραφή των γεγονότων, αφού προηγηθεί η εξακρίβωσή τους με τη μέθοδο της διασταύρωσης και κριτικής πληροφοριών που προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες.
- (β) Η ερμηνεία των καταγεγραμμένων γεγονότων, που θα αποτελέσει χρήσιμο ερμηνευτικό πρότυπο και για μελλοντικά γεγονότα, αφού κατά τον Θουκυδίδη η ανθρώπινη φύση δεν μεταβάλλεται στο πέρασμα της ιστορίας και, σε όμοιες συνθήκες, ενεργεί σταθερά με όμοιο τρόπο.
Οι δύο παραπάνω στόχοι φαίνονται σε μια πρώτη ματιά ανταγωνιστικοί, γιατί η ακρίβεια στην καταγραφή των γεγονότων υποβάλλει το αίτημα της αντικειμενικότητας, ενώ η ερμηνεία των γεγονότων φαίνεται να εμπλέκει στην αφήγηση την υποκειμενικότητα του ιστορικού. Πώς κατάφερε ο Θουκυδίδης να συμφιλιώσει αυτά τα δύο αντίρροπα αιτήματα θα φανεί στη συνέχεια· πάντως αυτά είναι που διαμορφώνουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της αφήγησής του, τα οποία μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:
(α) Αφηγηματική ακρίβεια
Η ακρίβεια στην καταγραφή των γεγονότων προϋποθέτει την επίπονη έρευνα και κυρίως την αντικειμενικότητα και αμεροληψία του ιστορικού, τυπικό αφηγηματικό σήμα της οποίας είναι η τριτοπρόσωπη αφήγηση, που αποκλείει την προβολή προσωπικών κρίσεων και συναισθημάτων. Πρόθεση του ιστορικού είναι να αφήσει τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν, χωρίς τη δική του παρέμβαση, και, απ' αυτή την άποψη, χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης αφηγείται τα γεγονότα της Αμφίπολης, μιλώντας για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο και αποφεύγοντας οποιαδήποτε δικαιολογία. Το υποκείμενο του ιστορικού αναδύεται μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, κυρίως σε προγραμματικά κείμενα, όπως το πρώτο και το "δεύτερο προοίμιο" ή η "Μεθοδολογία", καθώς και στα σημεία εκείνα του έργου του που χρειάζεται να ομολογήσει την αδυναμία της έρευνάς του να φτάσει σε ασφαλείς πληροφορίες και συμπεράσματα.
Επιπλέον, το αίτημα για αφηγηματική ακρίβεια επηρεάζει και τον προσδιορισμό του χρόνου, που αποτελεί βασική παράμετρο των αφηγηματικών κειμένων και τον απλούστερο τρόπο για την οργάνωσή τους. Συγκεκριμένα, τα ιστορικά κείμενα απαιτούν χρονολογική ακρίβεια στην καταγραφή των γεγονότων, και γνωρίζουμε ότι ο Θουκυδίδης για να την πετύχει εργάστηκε περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλο ιστορικό της αρχαιότητας, επινοώντας μια δική του μέθοδο χρονολόγησης. Δεν δίστασε μάλιστα, για να διατηρήσει αυστηρά χρονολογική σειρά στην εξιστόρηση των γεγονότων, να θυσιάσει τη θεματική ενότητα της αφήγησής του. Έτσι, για παράδειγμα, τα γεγονότα που αφορούν στην εισβολή των Θηβαίων στις Πλαταιές και την πολιορκία και κατάληψη της πόλης αυτής από τους Σπαρτιάτες, διασπώνται σε τρεις αφηγηματικές ενότητες, γιατί εντάσσονται σε τρία διαφορετικά έτη του πολέμου.
Τέλος, η ακρίβεια στην καταγραφή των γεγονότων απαιτεί εκφραστική σαφήνεια και λιτότητα, η οποία θα μπορούσε να προσδιοριστεί καταρχήν ως αποφυγή κάθε εκφραστικού μέσου που θα στόχευε μόνο στην τέρψη του αναγνώστη. Η εμμονή αυτή στο κυριολεκτικό επίπεδο του λόγου, που υποβάλλεται με τον όρο τὸ μὴ μυθῶδες (ο όρος ασφαλώς δεν δηλώνει μόνο την αποφυγή απίστευτων υπερβολών), συμβάλλει σημαντικά στονἀτερπέστερον χαρακτήρα της αφήγησης, συνείδηση του οποίου έχει ο Θουκυδίδης.
(β) Οργάνωση της αφήγησης και ερμηνευτικές στρατηγικές
Η οργάνωση των γεγονότων σε μια ενότητα προϋποθέτει την προβολή μιας ενοποιητικής αρχής, σύμφωνα με την οποία θα γίνει και η επιλογή των στοιχείων που θα περιληφθούν τελικά στην αφήγηση. Η αρχή που αναλαμβάνει αυτή την ενοποιητική λειτουργία στον Θουκυδίδη είναι οι προθέσεις των υποκειμένων της αφήγησής του. Προκύπτει έτσι η εξής τυπική ακολουθία: στην αρχή προβάλλονται οι προθέσεις και τα σχέδια των δρώντων υποκειμένων με έναν αιτιολογικό ή τελικό προσδιορισμό ή ανεπτυγμένες σε μια δημηγορία, και στη συνέχεια η αφήγηση παρακολουθεί συστηματικά την επιτυχία ή την αποτυχία των σχεδίων, που καθοδόν μπορούν να τροποποιούνται ή να εξειδικεύονται. Με τον τρόπο αυτό η αφήγηση οργανώνεται γύρω από ένα κέντρο, παραλείποντας οτιδήποτε συμπτωματικό δεν σχετίζεται άμεσα με το σχέδιο δράσης που προβλήθηκε αρχικά, και ταυτόχρονα τα γεγονότα αιτιολογούνται, καθώς συστηματικά ανάγονται στις προθέσεις των δρώντων υποκειμένων.
Το υλικό μάλιστα του Θουκυδίδη (πολεμικά και πολιτικά γεγονότα) του επιτρέπει να οργανώσει την αφήγησή του γύρω από τις αντιτιθέμενες προθέσεις δύο αντίπαλων υποκειμένων, παρακολουθώντας τις ανταγωνιστικές προσπάθειές τους να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Αυτή η αντιθετική τοποθέτηση της δράσης δύο αντίπαλων υποκειμένων δίνει τη δυνατότητα στην αφήγηση να εστιάζει εναλλακτικά πότε στο ένα και πότε στο άλλο υποκείμενο, δημιουργώντας μ' αυτή την εναλλαγή σαφείς τομές και επεισόδια στην εξιστόρηση των γεγονότων· τομές παράλληλες ή ειδικότερες προς εκείνες που δημιουργεί η ανάγκη για αυστηρά χρονολογική έκθεση.
Για να κάνει αισθητή στον προσεκτικό αναγνώστη τη συνοχή της αφήγησής του, ο Θουκυδίδης καταφεύγει στη χρήση κάποιων λεκτικών αντιστοιχιών. Συγκεκριμένα: φροντίζει, με ταυτόσημες ή παρόμοιες φράσεις, να υπενθυμίζει συνεχώς τις προθέσεις των υποκειμένων του και να δημιουργεί αντιστοιχίες ανάμεσα στις προθέσεις και τα αποτελέσματα που προκύπτουν απ' αυτές. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να δημιουργήσει μέσα στο έργο του μεγάλες θεματικές ενότητες, υπερβαίνοντας την κατάτμηση που επιβάλλει στην αφήγησή του η χρονολογική έκθεση των γεγονότων.
Ταυτόχρονα όμως, οι λεκτικές αντιστοιχίες έχουν και μια άλλη, γενικευτική λειτουργία. Ο Θουκυδίδης, παρ' ότι πιστεύει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά ρυθμίζεται από σταθερές υπερχρονικές αρχές, εντούτοις ελάχιστες φορές γενικεύει άμεσα, όπως π.χ. στην "Παθολογία", επειδή δεν θέλει, με την παρεμβολή της γενίκευσης, να διακόψει την ακριβή έκθεση των γεγονότων· πιο συχνά καταφεύγει σε σύντομες παρενθετικές φράσεις, όπως οἷον φιλεῖ ἐν τῷ τοιούτῳ γίγνεσθαι ήοἷα δὲ εἰκός, ή ενσωματώνει τις γενικεύσεις του στις δημηγορίες. Οι λεκτικές αντιστοιχίες, λοιπόν, του δίνουν τη δυνατότητα για μια λανθάνουσα αλλά συνεχή γενίκευση, καθώς επιτρέπουν παρόμοια γεγονότα να περιγράφονται με παρόμοιο τρόπο, υποδηλώνοντας έτσι ότι εμπίπτουν στον ίδιο τύπο ερμηνείας. Με τη μέθοδο αυτή ο Θουκυδίδης καταφέρνει να συμβιβάσει την αφηγηματική ακρίβεια με την ανάγκη για ερμηνεία των γεγονότων· ακόμη περισσότερο, καταφέρνει η αφηγηματική ακρίβεια να συμπίπτει με την ερμηνεία, γιατί όσο πιο ακριβής είναι η έκθεση των γεγονότων τόσο πιο έκτυπα διαφαίνονται οι ομοιότητές τους και συνάγονται οι γενικές αρχές που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, οι προθέσεις και η δράση των ιστορικών υποκειμένων χάνουν τον συμπτωματικό χαρακτήρα τους, καθώς γίνεται φανερό ότι αποτελούν εκδήλωση των γενικότερων αρχών της ανθρώπινης φύσης, και ταυτόχρονα το έργο του ιστορικού αποκτά τον χαρακτήρα κτήματος ἐς αἰεί, αφού προσφέρει ένα χρήσιμο ερμηνευτικό μοντέλο και για μελλοντικά γεγονότα.
Οι λεκτικές αντιστοιχίες, επομένως, έχουν μια διπλή λειτουργία στο έργο του Θουκυδίδη: αφενός εξασφαλίζουν τη θεματική συνοχή επιμέρους γεγονότων, προβάλλοντας την κοινή πρόθεση ενός υποκειμένου που κατευθύνει και συνέχει τα διάφορα περιστατικά, και αφετέρου εξασφαλίζουν τη λογική συνοχή ολόκληρου του έργου, αναδεικνύοντας την κανονικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ιστορίας. Γίνεται τώρα δυνατός κι ένας πληρέστερος προσδιορισμός της σαφήνειας του Θουκυδίδη. Αυτή είναι αποτέλεσμα κυρίως της οργάνωσης των γεγονότων γύρω από τις προθέσεις των υποκειμένων της αφήγησης, παραλείποντας οτιδήποτε συμπτωματικό, και της μόνιμης τάσης του για ορθολογική γενίκευση.
Επιπλέον, η συστηματική οργάνωση της αφήγησης και η λανθάνουσα γενίκευση έχουν επιτρέψει αρκετά συχνά, από τον F.M. Cornford και μετά, τη σύγκριση της Ιστορίας του Θουκυδίδη με την τραγωδία, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που περιγράφει την αποτυχία των σχεδίων των δρώντων υποκειμένων και τὴν ἐς τὸ ἐναντίον μεταβολὴν της κατάστασής τους. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση τουλάχιστον του Θουκυδίδη, ανατρέπεται ο ισχυρισμός του Αριστοτέλη στην Ποιητική του (1451b 1-11) ότι η ιστορία είναι λιγότερο φιλοσοφικό είδος από την τραγωδία, επειδή η πρώτη έχει ως θέμα της το επιμέρους, ενώ η δεύτερη το καθολικό.
2. Ανάγνωση κειμένου
Θουκυδίδου Ιστορίαι, Β.2-6 (Πλαταϊκά)
[2.1] Τέσσαρα μὲν γὰρ καὶ δέκα ἔτη ἐνέμειναν αἱ τριακοντούτεις σπονδαὶ αἳ ἐγένοντο μετ' Εὐβοίας ἅλωσιν· τῷ δὲ πέμπτῳ καὶ δεκάτῳ ἔτει, ἐπὶ Χρυσίδος ἐν Ἄργει τότε πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη ἱερωμένης καὶ Αἰνησίου ἐφόρου ἐν Σπάρτῃ καὶ Πυθοδώρου ἔτι δύο μῆνας ἄρχοντος Ἀθηναίοις, μετὰ τὴν ἐν Ποτειδαίᾳ μάχην μηνὶ ἕκτῳ καὶ ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ Θηβαίων ἄνδρες ὀλίγῳ πλείους τριακοσίων (ἡγοῦντο δὲ αὐτῶν βοιωταρχοῦντες Πυθάγγελός τε ὁ Φυλείδου καὶ Διέμπορος ὁ Ὀνητορίδου) ἐσῆλθον περὶ πρῶτον ὕπνον ξὺν ὅπλοις ἐς Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας οὖσαν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα. [ 2 ] ἐπηγάγοντο δὲ καὶ ἀνέῳξαν τὰς πύλας Πλαταιῶν ἄνδρες, Ναυκλείδης τε καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ, βουλόμενοι ἰδίας ἕνεκα δυνάμεως ἄνδρας τε τῶν πολιτῶν τοὺς σφίσιν ὑπεναντίους διαφθεῖραι καὶ τὴν πόλιν Θηβαίοις προσποιῆσαι. [ 3 ] ἔπραξαν δὲ ταῦτα δι' Εὐρυμάχου τοῦ Λεοντιάδου, ἀνδρὸς Θηβαίων δυνατωτάτου. προϊδόντες γὰρ οἱ Θηβαῖοι ὅτι ἔσοιτο ὁ πόλεμος ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῦ πολέμου μήπω φανεροῦ καθεστῶτος προκαταλαβεῖν. ᾗ καὶ ῥᾷον ἔλαθον ἐσελθόντες, φυλακῆς οὐ προκαθεστηκυίας. [ 4 ] θέμενοι δὲ ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα τοῖς μὲν ἐπαγαγομένοις οὐκ ἐπείθοντο ὥστε εὐθὺς ἔργου ἔχεσθαι καὶ ἰέναι ἐπὶ τὰς οἰκίας τῶν ἐχθρῶν, γνώμην δ' ἐποιοῦντο κηρύγμασί τε χρήσασθαι ἐπιτηδείοις καὶ ἐς ξύμβασιν μᾶλλον καὶ φιλίαν τὴν πόλιν ἀγαγεῖν (καὶ ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, εἴ τις βούλεται κατὰ τὰ πάτρια τῶν πάντων Βοιωτῶν ξυμμαχεῖν, τίθεσθαι παρ' αὑτοὺς τὰ ὅπλα), νομίζοντες σφίσι ῥᾳδίως τούτῳ τῷ τρόπῳ προσχωρήσειν τὴν πόλιν.
[3.1] οἱ δὲ Πλαταιῆς ὡς ᾔσθοντο ἔνδον τε ὄντας τοὺς Θηβαίους καὶ ἐξαπιναίως κατειλημμένην τὴν πόλιν, καταδείσαντες καὶ νομίσαντες πολλῷ πλείους ἐσεληλυθέναι (οὐ γὰρ ἑώρων ἐν τῇ νυκτί) πρὸς ξύμβασιν ἐχώρησαν καὶ τοὺς λόγους δεξάμενοι ἡσύχαζον, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον. [ 2 ] πράσσοντες δέ πως ταῦτα κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας καὶ ἐνόμισαν ἐπιθέμενοι ῥᾳδίως κρατήσειν· τῷ γὰρ πλήθει τῶν Πλαταιῶν οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν Ἀθηναίων ἀφίστασθαι. [ 3 ] ἐδόκει οὖν ἐπιχειρητέα εἶναι, καὶ ξυνελέγοντο διορύσσοντες τοὺς κοινοὺς τοίχους παρ' ἀλλήλους, ὅπως μὴ διὰ τῶν ὁδῶν φανεροὶ ὦσιν ἰόντες, ἁμάξας τε ἄνευ τῶν ὑποζυγίων ἐς τὰς ὁδοὺς καθίστασαν, ἵνα ἀντὶ τείχους ᾖ, καὶ τἆλλα ἐξήρτυον ᾗ ἕκαστον ἐφαίνετο πρὸς τὰ παρόντα ξύμφορον ἔσεσθαι. [ 4 ] ἐπεὶ δὲ ὡς ἐκ τῶν δυνατῶν ἑτοῖμα ἦν, φυλάξαντες ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ τὸ περίορθρον ἐχώρουν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐπ' αὐτούς, ὅπως μὴ κατὰ φῶς θαρσαλεωτέροις οὖσι προσφέροιντο καὶ σφίσιν ἐκ τοῦ ἴσου γίγνωνται, ἀλλ' ἐν νυκτὶ φοβερώτεροι ὄντες ἥσσους ὦσι τῆς σφετέρας ἐμπειρίας τῆς κατὰ τὴν πόλιν. προσέβαλόν τε εὐθὺς καὶ ἐς χεῖρας ᾖσαν κατὰ τάχος.
[4.1] οἱ δ' ὡς ἔγνωσαν ἐξηπατημένοι, ξυνεστρέφοντό τε ἐν σφίσιν αὐτοῖς καὶ τὰς προσβολὰς ᾗ προσπίπτοιεν ἀπεωθοῦντο. [ 2 ] καὶ δὶς μὲν ἢ τρὶς ἀπεκρούσαντο, ἔπειτα πολλῷ θορύβῳ αὐτῶν τε προσβαλόντων καὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῇ τε καὶ ὀλολυγῇ χρωμένων λίθοις τε καὶ κεράμῳ βαλλόντων, καὶ ὑετοῦ ἅμα διὰ νυκτὸς πολλοῦ ἐπιγενομένου, ἐφοβήθησαν καὶ τραπόμενοι ἔφευγον διὰ τῆς πόλεως, ἄπειροι μὲν ὄντες οἱ πλείους ἐν σκότῳ καὶ πηλῷ τῶν διόδων ᾗ χρὴ σωθῆναι (καὶ γὰρ τελευτῶντος τοῦ μηνὸς τὰ γιγνόμενα ἦν), ἐμπείρους δὲ ἔχοντες τοὺς διώκοντας τοῦ μὴ ἐκφεύγειν, ὥστε διεφθείροντο οἱ πολλοί. [ 3 ] τῶν δὲ Πλαταιῶν τις τὰς πύλας ᾗ ἐσῆλθον καὶ αἵπερ ἦσαν μόναι ἀνεῳγμέναι ἔκλῃσε στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου χρησάμενος ἐς τὸν μοχλόν, ὥστε μηδὲ ταύτῃ ἔξοδον ἔτι εἶναι. [ 4 ] διωκόμενοι δὲ κατὰ τὴν πόλιν οἱ μέν τινες αὐτῶν ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀναβάντες ἔρριψαν ἐς τὸ ἔξω σφᾶς αὐτοὺς καὶ διεφθάρησαν οἱ πλείους, οἱ δὲ κατὰ πύλας ἐρήμους γυναικὸς δούσης πέλεκυν λαθόντες καὶ διακόψαντες τὸν μοχλὸν ἐξῆλθον οὐ πολλοί (αἴσθησις γὰρ ταχεῖα ἐπεγένετο), ἄλλοι δὲ ἄλλῃ τῆς πόλεως σποράδες ἀπώλλυντο. [ 5 ] τὸ δὲ πλεῖστον καὶ ὅσον μάλιστα ἦν ξυνεστραμμένον ἐσπίπτουσιν ἐς οἴκημα μέγα, ὃ ἦν τοῦ τείχους καὶ αἱ θύραι ἀνεῳγμέναι ἔτυχον αὐτοῦ, οἰόμενοι πύλας τὰς θύρας τοῦ οἰκήματος εἶναι καὶ ἄντικρυς δίοδον ἐς τὸ ἔξω. [ 6 ] ὁρῶντες δὲ αὐτοὺς οἱ Πλαταιῆς ἀπειλημμένους ἐβουλεύοντο εἴτε κατακαύσωσιν ὥσπερ ἔχουσιν, ἐμπρήσαντες τὸ οἴκημα, εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται. [ 7 ] τέλος δὲ οὗτοί τε καὶ ὅσοι ἄλλοι τῶν Θηβαίων περιῆσαν κατὰ τὴν πόλιν πλανώμενοι, ξυνέβησαν τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα χρήσασθαι ὅτι ἂν βούλωνται. [ 8 ] οἱ μὲν δὴ ἐν τῇ Πλαταίᾳ οὕτως ἐπεπράγεσαν·
[5.1] οἱ δ' ἄλλοι Θηβαῖοι, οὓς ἔδει ἔτι τῆς νυκτὸς παραγενέσθαι πανστρατιᾷ, εἴ τι ἄρα μὴ προχωροίη τοῖς ἐσεληλυθόσι, τῆς ἀγγελίας ἅμα καθ' ὁδὸν αὐτοῖς ῥηθείσης περὶ τῶν γεγενημένων ἐπεβοήθουν. [ 2 ] ἀπέχει δὲ ἡ Πλάταια τῶν Θηβῶν σταδίους ἑβδομήκοντα, καὶ τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτὸς ἐποίησε βραδύτερον αὐτοὺς ἐλθεῖν· ὁ γὰρ Ἀσωπὸς ποταμὸς ἐρρύη μέγας καὶ οὐ ῥᾳδίως διαβατὸς ἦν. [ 3 ] πορευόμενοί τε ἐν ὑετῷ καὶ τὸν ποταμὸν μόλις διαβάντες ὕστερον παρεγένοντο, ἤδη τῶν ἀνδρῶν τῶν μὲν διεφθαρμένων, τῶν δὲ ζώντων ἐχομένων. [ 4 ] ὡς δ' ᾔσθοντο οἱ Θηβαῖοι τὸ γεγενημένον, ἐπεβούλευον τοῖς ἔξω τῆς πόλεως τῶν Πλαταιῶν· ἦσαν γὰρ καὶ ἄνθρωποι κατὰ τοὺς ἀγροὺς καὶ κατασκευή, οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ ἐν εἰρήνῃ γενομένου· ἐβούλοντο γὰρ σφίσιν, εἴ τινα λάβοιεν, ὑπάρχειν ἀντὶ τῶν ἔνδον, ἢν ἄρα τύχωσί τινες ἐζωγρημένοι. καὶ οἱ μὲν ταῦτα διενοοῦντο, [ 5 ] οἱ δὲ Πλαταιῆς ἔτι διαβουλευομένων αὐτῶν ὑποτοπήσαντες τοιοῦτόν τι ἔσεσθαι καὶ δείσαντες περὶ τοῖς ἔξω κήρυκα ἐξέπεμψαν παρὰ τοὺς Θηβαίους, λέγοντες ὅτι οὔτε τὰ πεποιημένα ὅσια δράσειαν ἐν σπονδαῖς σφῶν πειράσαντες καταλαβεῖν τὴν πόλιν, τά τε ἔξω ἔλεγον αὐτοῖς μὴ ἀδικεῖν· εἰ δὲ μή, καὶ αὐτοὶ ἔφασαν αὐτῶν τοὺς ἄνδρας ἀποκτενεῖν οὓς ἔχουσι ζῶντας· ἀναχωρησάντων δὲ πάλιν ἐκ τῆς γῆς ἀποδώσειν αὐτοῖς τοὺς ἄνδρας. [ 6 ] Θηβαῖοι μὲν ταῦτα λέγουσι καὶ ἐπομόσαι φασὶν αὐτούς· Πλαταιῆς δ' οὐχ ὁμολογοῦσι τοὺς ἄνδρας εὐθὺς ὑποσχέσθαι ἀποδώσειν, ἀλλὰ λόγων πρῶτον γενομένων ἤν τι ξυμβαίνωσι, καὶ ἐπομόσαι οὔ φασιν. [ 7 ] ἐκ δ' οὖν τῆς γῆς ἀνεχώρησαν οἱ Θηβαῖοι οὐδὲν ἀδικήσαντες· οἱ δὲ Πλαταιῆς ἐπειδὴ τὰ ἐκ τῆς χώρας κατὰ τάχος ἐσεκομίσαντο, ἀπέκτειναν τοὺς ἄνδρας εὐθύς. ἦσαν δὲ ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατὸν οἱ ληφθέντες, καὶ Εὐρύμαχος εἷς αὐτῶν ἦν, πρὸς ὃν ἔπραξαν οἱ προδιδόντες.
[6.1] τοῦτο δὲ ποιήσαντες ἔς τε τὰς Ἀθήνας ἄγγελον ἔπεμπον καὶ τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀπέδοσαν τοῖς Θηβαίοις, τά τε ἐν τῇ πόλει καθίσταντο πρὸς τὰ παρόντα ᾗ ἐδόκει αὐτοῖς. [ 2 ] τοῖς δ' Ἀθηναίοις ἠγγέλθη εὐθὺς τὰ περὶ τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα, καὶ Βοιωτῶν τε παραχρῆμα ξυνέλαβον ὅσοι ἦσαν ἐν τῇ Ἀττικῇ καὶ ἐς τὴν Πλάταιαν ἔπεμψαν κήρυκα, κελεύοντες εἰπεῖν μηδὲν νεώτερον ποιεῖν περὶ τῶν ἀνδρῶν οὓς ἔχουσι Θηβαίων, πρὶν ἄν τι καὶ αὐτοὶ βουλεύσωσι περὶ αὐτῶν· [ 3 ] οὐ γὰρ ἠγγέλθη αὐτοῖς ὅτι τεθνηκότες εἶεν. ἅμα γὰρ τῇ ἐσόδῳ γιγνομένῃ τῶν Θηβαίων ὁ πρῶτος ἄγγελος ἐξῄει, ὁ δὲ δεύτερος ἄρτι νενικημένων τε καὶ ξυνειλημμένων· καὶ τῶν ὕστερον οὐδὲν ᾔδεσαν. οὕτω δὴ οὐκ εἰδότες οἱ Ἀθηναῖοι ἐπέστελλον· ὁ δὲ κῆρυξ ἀφικόμενος ηὗρε τοὺς ἄνδρας διεφθαρμένους. [ 4 ] καὶ μετὰ ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι στρατεύσαντες ἐς Πλάταιαν σῖτόν τε ἐσήγαγον καὶ φρουροὺς ἐγκατέλιπον, τῶν τε ἀνθρώπων τοὺς ἀχρειοτάτους ξὺν γυναιξὶ καὶ παισὶν ἐξεκόμισαν.
Στόχος της αναγνωστικής διαδικασίας,[1] όπως επισημάνθηκε και εισαγωγικά, θα πρέπει να είναι η παρακολούθηση της σύνταξης και της συνοχής του νοήματος με βάση την τυπολογία που ακολουθεί κατά την οργάνωση της αφήγησής του ο Θουκυδίδης και όχι η ταχύτατη υποκατάσταση του πρωτοτύπου κειμένου από μια σχολική μετάφραση. Για τον λόγο αυτό δεν κρίνεται απαραίτητη η αναλυτική αναγνώριση γραμματικών τύπων και συντακτικών φαινομένων, παρά μόνο στον βαθμό που υποστηρίζει την ανάγνωση του κειμένου· κατά συνέπεια, η διδασκαλία θα ήταν σκόπιμο να περιοριστεί κυρίως στην επισήμανση της λειτουργίας των χρονικών προσδιορισμών, με τους οποίους εντοπίζονται χρονικά τα γεγονότα και προσδιορίζεται η ακολουθία τους, και των αιτιολογικών και τελικών προσδιορισμών, με τους οποίους ο Θουκυδίδης δηλώνει τις προθέσεις των υποκειμένων της αφήγησής του. Αντιθέτως, απολύτως απαραίτητο είναι να γίνει γνωστή στους μαθητές η θέση που έχουν τα "Πλαταϊκά"[2] μέσα στο σύνολο του έργου του Θουκυδίδη, θέση που καθορίζεται πλήρως από την τυπολογία της αφήγησής του. Συγκεκριμένα:
- (α) Η αποτυχημένη εισβολή των Θηβαίων στις Πλαταιές, τη μοναδική πόλη της Βοιωτίας που ήταν ενταγμένη στην Αθηναϊκή συμμαχία, κρίνεται από τον Θουκυδίδη ως το πρώτο γεγονός του Πελοποννησιακού πολέμου, αφού με την κίνησή τους αυτή οι Θηβαίοι παραβιάζουν απροκάλυπτα τις τριακοντούτεις σπονδές που είχαν συναφθεί μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης το 446 π.Χ. Την εισβολή θα ακολουθήσει η δίχρονη πολιορκία της πόλης από τους Σπαρτιάτες (429-428 π.Χ.) και τελικά η ολοκληρωτική καταστροφή της. Τα γεγονότα αυτά, επειδή καλύπτουν τρία διαφορετικά έτη του πολέμου, ο Θουκυδίδης θα τα αφηγηθεί σε τρία διαφορετικά σημεία του έργου του (Β.2-6, Β.71-78, Γ.20-24), υπακούοντας στην ανάγκη για αυστηρά χρονολογική σειρά στην εξιστόρηση των γεγονότων.
- (β) Τα γεγονότα στις Πλαταιές, μαζί με την αποστασία της Μυτιλήνης και τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα, θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη πάνω στην οποία θα βασιστούν οι γενικές προτάσεις για την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνθήκες πολέμου, τις οποίες θα διατυπώσει ο Θουκυδίδης στην "Παθολογία" (Γ.82-83). Τα στοιχεία που επιτρέπουν την κοινή ερμηνεία των γεγονότων αυτών είναι αφενός οι ακραίες συμπεριφορές που εκδήλωσαν οι εμπόλεμοι κατά τη διάρκειά τους και αφετέρου ο αναδιπλασιασμός του πολέμου, που από το μακροσκοπικό επίπεδο της σύγκρουσης Αθηναϊκής και Πελοποννησιακής συμμαχίας μεταφέρεται και στο μικροσκοπικό επίπεδο της εμφύλιας σύγκρουσης δημοκρατικών και ολιγαρχικών μέσα στα όρια της ίδιας πόλης.
Τα "Πλαταϊκά" του Β΄ βιβλίου του Θουκυδίδη διακρίνονται με σαφήνεια σε δύο αφηγηματικές ενότητες με την καταληκτήρια φράση: οἱ μὲν δὴ ἐν τῇ Πλαταίᾳ οὕτως ἐπεπράγεσαν. Στην πρώτη ενότητα (Β.2-3) περιγράφεται η εισβολή των Θηβαίων στις Πλαταιές και η συνακόλουθη σύγκρουση, ενώ στη δεύτερη ενότητα (Β.5-6) οι διαπραγματεύσεις που αφορούν στη τύχη των Θηβαίων αιχμαλώτων. Κριτήριο για τη διάκριση αυτή αποτελεί αφενός η εμπλοκή νέων υποκειμένων στην αφήγηση (οἱ ἄλλοι Θηβαῖοι, οἱ Ἀθηναῖοι) και αφετέρου η διαφορά τόπου: τα γεγονότα της πρώτης ενότητας διαδραματίζονται εντός των Πλαταιών, της δεύτερης εκτός των Πλαταιών.
(α) Η εισβολή των Θηβαίων στις Πλαταιές
Η πρώτη αφηγηματική ενότητα των "Πλαταϊκών" μπορεί να μοιραστεί σε τρία τμήματα με κριτήριο τα υποκείμενα που κυριαρχούν στην αφήγηση: στο πρώτο τμήμα (§2) οι Θηβαίοι, στο δεύτερο (§3) οι Πλαταιείς, στο τρίτο (§4) και τα δύο υποκείμενα σε μια συνεχή εναλλαγή που ανταποκρίνεται στη σύγκρουσή τους. Η μετάβαση στο κάθε νέο τμήμα γίνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: η αφήγηση εστιάζει πλέον στο αντίπαλο υποκείμενο και περιγράφει τις πρώτες αντιδράσεις του, μόλις αντιληφθεί τα προηγούμενα γεγονότα· έτσι περιγράφονται οι πρώτες αντιδράσεις των Πλαταιέων, ὡς ᾔσθοντοἔνδον τε ὄντας τοὺς Θηβαίους καὶ ἐξαπιναίως κατειλημμένην τὴν πόλιν, και η άμυνα των Θηβαίων στην επίθεση των Πλαταιέων, ὡς ἔγνωσανἐξηπατημένοι.
Η αφήγηση ανοίγει με τον ακριβή χρονολογικό εντοπισμό της εισβολής των Θηβαίων στις Πλαταιές σε σχέση αφενός προς τις τριακοντούτεις σπονδές (το δέκατο πέμπτο έτος μετά τη σύναψή τους) και αφετέρου προς τα τοπικά χρονολογικά συστήματα του Άργους, της Σπάρτης και των Αθηνών. (Το πρώτο γεγονός του πολέμου είναι και το μοναδικό που ο Θουκυδίδης χρονολογεί μ' αυτή τη μέθοδο· από εκεί και πέρα αριθμεί πλέον αυτόνομα τα έτη του πολέμου). Ακολουθούν ειδικότεροι χρονικοί προσδιορισμοί μέσα στα όρια του έτους: τον έκτο μήνα μετά τη μάχη της Ποτίδαιας, κατά την αρχή της άνοιξης· και τέλος αφού προσδιοριστεί και η ώρα της ημέρας (την ώρα του πρώτου ύπνου) περιγράφεται συνοπτικά το ίδιο το γεγονός: τριακόσιοι περίπου στρατιώτες της Θήβας (μέλους της Πελοποννησιακής συμμαχίας) εισβάλλουν στις Πλαταιές, σύμμαχο των Αθηναίων, με επικεφαλής τους ηγέτες του Βοιωτικού Κοινού, τον Πυθάγγελο και τον Διέμπορο.
Συμπληρωματικά προς την ενέργεια των Θηβαίων (ἐσῆλθον-ἀνέῳξαν) περιγράφεται η πρόσκλησή τους από την ολιγαρχική μερίδα των Πλαταιέων, οι οποίοι τους άνοιξαν και τις πύλες της πόλης. Αιτιολογώντας την πράξη τους αυτή ο Θουκυδίδης μας δίνει τις προθέσεις τους (βουλόμενοι): ήθελαν, για να ενισχύσουν την πολιτική τους παράταξη, να εξοντώσουν με τη βοήθεια των Θηβαίων τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να οδηγήσουν την πόλη στο πλευρό των Θηβών, απομακρύνοντάς την από την Αθηναϊκή συμμαχία. Αφού αναφερθεί στην ειδικότερη σύμπραξη των προδοτών Πλαταιέων με τον Ευρύμαχο, έναν Θηβαίο με σπουδαία επιρροή, στη συνέχεια ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει και τις προθέσεις των Θηβαίων (προϊδόντες γὰρ οἱ Θηβαῖοι … ἐβούλοντο), που ο συμπληρωματικός χαρακτήρας τους προς τις προθέσεις των ολιγαρχικών Πλαταιέων επέτρεψε τη συνεργασία τους. Συγκεκριμένα: οι Θηβαίοι, επειδή προέβλεπαν τον επερχόμενο πόλεμο, ήθελαν να προλάβουν και να καταλάβουν, σε καιρό ειρήνης, τις Πλαταιές, που παραδοσιακά ήταν πόλη εχθρική απέναντί τους. Πράγματι, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι επικρατούσε ακόμη ειρήνη και η φρούρηση της πόλης ήταν ελλιπής οι Θηβαίοι κατάφεραν εύκολα να εισβάλλουν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Ενώ όμως στην πρώτη φάση της εισβολής, η σύμπνοια ανάμεσα στους Θηβαίους και τους συνεργάτες τους Πλαταιείς είναι πλήρης, στη συνέχεια οι εκτιμήσεις τους και οι προτάσεις τους διαφοροποιούνται. Οι ολιγαρχικοί Πλαταιείς, πιστοί στην αρχική τους πρόθεση, προτείνουν να δράσουν αμέσως και να επιτεθούν στα σπίτια των εχθρών τους, προκειμένου να τους εξοντώσουν. Οι Θηβαίοι όμως, επειδή πιστεύουν (νομίζοντες) ότι εύκολα θα πετύχουν την προσχώρηση των Πλαταιών στο Βοιωτικό Κοινό, δεν ακούν την πρότασή τους, και αφού παρατάσσονται ένοπλοι στην αγορά της πόλης, προσπαθούν να πετύχουν μια συμφωνία με τους Πλαταιείς: με κήρυγμα, τους ζητάνε να συμμαχήσουν μαζί τους και να παραταχθούν ένοπλοι στο πλευρό τους.
Η πρώτη αντίδραση των Πλαταιέων, μόλις αντιλαμβάνονται την εισβολή και την αιφνίδια κατάληψη της πόλης τους, είναι να δεχθούν τις προτάσεις των Θηβαίων και να προχωρήσουν σε συμφωνία μαζί τους. Η κίνησή τους αυτή αιτιολογείται αφενός από τον φόβο τους και τη λανθασμένη εκτίμηση του αριθμού των Θηβαίων εισβολέων και αφετέρου από τη μετριοπάθεια των Θηβαίων, οι οποίοι δεν έλαβαν βίαια μέτρα εις βάρος τους. Ο σκόπιμος τονισμός της μετριοπάθειας των Θηβαίων από τον Θουκυδίδη υποβάλλει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι η τακτική που αποφάσισαν να ακολουθήσουν ήταν τελικά αποτελεσματική. Αυτό όμως σε μια πρώτη φάση, γιατί, κατά τη διάρκεια της αδράνειας που ακολούθησε τη συμφωνία, οι Πλαταιείς είχαν την ευκαιρία να εκτιμήσουν καλύτερα την κατάσταση, αντιλήφθηκαν ότι οι Θηβαίοι δεν ήταν πολλοί και πίστεψαν πως, αν κάνουν επίθεση, θα μπορέσουν εύκολα να τους νικήσουν. Η νέα αυτή απόφαση αιτιολογείται στη συνέχεια με την αποκάλυψη των προθέσεων των Πλαταιέων (τῷ γὰρ πλήθει τῶν Πλαταιῶν οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν Ἀθηναίων ἀφίστασθαι): η δημοκρατική πλειοψηφία (τὸ πλῆθος) των Πλαταιέων δεν είχε την πρόθεση να εγκαταλείψει την Αθηναϊκή συμμαχία. Η πρόθεση αυτή όχι μόνο αντιτίθεται ευθέως στην πρόθεση των ολιγαρχικών Πλαταιέων (τὴν πόλιν Θηβαίοις προσποιῆσαι), αλλά και αποδεικνύει εντελώς αβάσιμες τις εκτιμήσεις των Θηβαίων για εύκολη προσχώρηση των Πλαταιέων στο Βοιωτικό Κοινό (νομίζοντες σφίσι ῥᾳδίως τούτῳ τῷ τρόπῳ προσχωρήσειν τὴν πόλιν).
Αφού αποφάσισαν να επιχειρήσουν την επίθεση, οι Πλαταιείς αρχίζουν τις προετοιμασίες, που ο Θουκυδίδης τις περιγράφει με αρκετές λεπτομέρειες, υποδεικνύοντας συστηματικά με τελικές προτάσεις τη σκοπιμότητα της κάθε ενέργειάς τους: συγκεντρώνονται διατρυπώντας τους μεσότοιχους των σπιτιών, για να μη (ὅπως μὴ …) γίνουν αντιληπτοί, κατασκευάζουν με άμαξες οδοφράγματα που (ἵνα …) θα τους χρησιμεύσουν ως τείχος και φροντίζουν κάθε άλλη προετοιμασία. Μόλις ετοιμάστηκαν με τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, παραφυλάνε και προχωρούν εναντίον των Θηβαίων νύχτα ακόμη, λίγο πριν το ξημέρωμα. Η επιλογή της ώρας της επίθεσης αιτιολογείται κι αυτή από το Θουκυδίδη με αρκετές τελικές προτάσεις (ὅπως …) που αποκαλύπτουν με κάθε λεπτομέρεια τον σχεδιασμό της επίθεσης: οι Πλαταιείς ήθελαν να εκμεταλλευθούν το σκοτάδι, ώστε η αναμέτρηση να μην γίνει επί ίσοις όροις, αλλά μέσα στη νύχτα οι Θηβαίοι να αιφνιδιαστούν, να χάσουν το θάρρος τους και να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση εξαιτίας της άγνοιας του τόπου. Επιτέθηκαν λοιπόν αμέσως και ακολούθησε γρήγορα η συμπλοκή.
Ανάμεσα στις ενέργειες των Θηβαίων και τις αντενέργειες των Πλαταιέων υπάρχει μια παραλληλία στο κείμενο του Θουκυδίδη. Κοινό στοιχείο στις ενέργειες και των δύο είναι η προσπάθεια να αιφνιδιάσουν και να εξαπατήσουν τον αντίπαλό τους (ὡς ᾔσθοντο ἐξαπιναίως κατειλημμένην τὴν πόλιν - ὡς ἔγνωσαν ἐξηπατημένοι). Συγκεκριμένα, και οι δύο αντίπαλοι προσπαθούν διαδοχικά να εκμεταλλευθούν μια περίοδο ειρήνης (ἐν εἰρήνῃ - πρὸς ξύμβασιν ἐχώρησαν) και τα πλεονεκτήματα της νύχτας (περὶ πρῶτον ὕπνον - ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ τὸ περίορθρον, ἐν νυκτί), ώστε χωρίς να γίνουν αντιληπτοί (ἔλαθον ἐσελθόντες - ὅπως μὴ φανεροὶ ὦσιν) να καταφέρουν εύκολα να επικρατήσουν του αντιπάλου τους (ῥᾷον ἔλαθον ἐσελθόντες - ἐνόμισαν ῥᾳδίως κρατήσειν). Ενώ όμως οι Θηβαίοι δεν θέλουν να εξουδετερώσουν με τη βία τους αντιπάλους τους και προσπαθούν να πετύχουν μια συμφωνία, αποκρούοντας την πρόταση των ολιγαρχικών Πλαταιέων να επιτεθούν αμέσως στους εχθρούς τους (εὐθὺς ἔργου ἔχεσθαι καὶ ἰέναι ἐπὶ τὰς οἰκίας τῶν ἐχθρῶν), οι Πλαταιείς αντίθετα, μόλις οργανωθούν, δεν καθυστερούν καθόλου να μεταχειριστούν βία και να εξουδετερώσουν τους Θηβαίους (προσέβαλόν τε εὐθὺς καὶ ἐς χεῖρας ᾖσαν κατὰ τάχος). Έτσι η ολιγωρία των Θηβαίων μετά τον επιτυχημένο αιφνιδιασμό τους και η προσπάθεια να πετύχουν μια συμφωνία χωρίς χρήση βίας, γίνονται η κατάλληλα υποδοχή για την οργάνωση και εκδήλωση της επίθεσης των Πλαταιέων, οι οποίοι όχι μόνο θα αιφνιδιάσουν με τη σειρά τους τον αντίπαλό τους, αλλά και δεν θα διστάσουν να μεταχειριστούν βία.
Μετά την εκδήλωση της επίθεσης των Πλαταιέων, ο Θουκυδίδης εστιάζει την αφήγησή του στους Θηβαίους. Αυτοί, μόλις αντιλαμβάνονται πως εξαπατήθηκαν, προσπαθούν καταρχήν να συνταχθούν και να αποκρούσουν τις επιθέσεις. Στην αρχή καταφέρνουν να αποκρούσουν δυο-τρεις, στην συνέχεια όμως φοβούνται και τρέπονται σε φυγή. Σε μια πυκνή περίοδο ο Θουκυδίδης υποτάσσει στη φυγή των Θηβαίων (α) τους παράγοντες που τους εκφόβισαν: η ορμή και ο θόρυβος των επιθέσεων των Πλαταιέων, η συμμετοχή στη μάχη ακόμη και των γυναικών και των δούλων, που κραυγάζοντας πετούσαν από τα σπίτια πέτρες και κεραμικά αντικείμενα, και η δυνατή βροχή μέσα στην νύχτα, και (β) τις συνθήκες που δυσκολεύουν τη φυγή τους: δεν γνωρίζουν τους δρόμους απ' όπου θα μπορούσαν να ξεφύγουν, και οι δυσκολίες που τους δημιουργεί η άγνοια αυτή επιτείνονται από το σκοτάδι και τη λάσπη, ενώ αντίθετα οι διώκτες τους γνωρίζουν πολύ καλά τα κατατόπια. Με τη διατύπωσή του ο Θουκυδίδης μας θυμίζει ότι τις δυσκολίες αυτές τις είχαν λάβει υπόψη τους οι Πλαταιείς, όταν κατέστρωναν τα σχέδιά τους και οι εκτιμήσεις τους εκείνες επιβεβαιώνονται τώρα πλήρως. Το αποτέλεσμα (ὥστε …) είναι οι περισσότεροι Θηβαίοι να σκοτώνονται. Η τύχη όμως των Θηβαίων θα καθοριστεί κυρίως από μία ενέργεια των αντιπάλων τους την οποία ο Θουκυδίδης απομονώνει και προβάλλει: κάποιος από τους Πλαταιείς κλείνει την μόνη πύλη της πόλης που ήταν ανοιχτή, γιατί απ' αυτήν είχαν εισέλθει οι εισβολείς, ασφαλίζοντάς την με ένα ακόντιο αντί για σύρτη, με αποτέλεσμα (ὥστε …) να μην υπάρχει καμιά διέξοδος από την πόλη.
Στη συνέχεια, η αφήγηση περιγράφει τις προσπάθειες των έγκλειστων πια και διωκόμενων Θηβαίων να ξεφύγουν, παρακολουθώντας καταρχήν την τύχη μεμονωμένων μικρών ομάδων και έπειτα την τύχη του κύριου όγκου των Θηβαίων. Μερικοί ανεβαίνουν στα τείχη και πέφτουν έξω από την πόλη, και όπως είναι φυσικό οι περισσότεροι σκοτώνονται· κάποιοι άλλοι καταφέρνουν μ' ένα τσεκούρι, που τους έδωσε μια γυναίκα, να ανοίξουν μια πύλη και να διαφύγουν από εκεί, λίγοι όμως, γιατί οι Πλαταιείς γρήγορα αντιλαμβάνονται τη διέξοδο αυτή· και τέλος άλλοι σκοτώνονται διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης.
Σε αντίθεση προς τις μεμονωμένες αυτές περιπτώσεις (σποράδες), περιγράφεται έπειτα η τύχη του κύριου όγκου των Θηβαίων (τὸ δὲ πλεῖστον καὶ ὅσον μάλιστα ἦν ξυνεστραμμένον), οι οποίοι καταφεύγουν σ' ένα οίκημα που ακουμπούσε στο τείχος, επειδή κάνουν την λανθασμένη εκτίμηση ότι οι πόρτες του οικήματος είναι μια από τις πύλες του τείχους και ότι απέναντι υπάρχει διέξοδος. Μετά απ' αυτό, οι Πλαταιείς έχουν καταφέρει πια όχι μόνο να αποκλείσουν τους Θηβαίους μέσα στην πόλη τους, αλλά και να τους εγκλωβίσουν σ' ένα οίκημα. Η πρωτοβουλία πλέον των κινήσεων ανήκει πλήρως σ' αυτούς και ο Θουκυδίδης τους παρακολουθεί να προσπαθούν να αποφασίσουν τί θα κάνουν τους έγκλειστους, προβάλλοντας κυρίως την ακραία πρόταση να βάλουν φωτιά στο οίκημα και να κάψουν τους Θηβαίους ζωντανούς. Η κατάληξη αυτής της αφηγηματικής ενότητας είναι η άνευ όρων παράδοση των Θηβαίων, τόσο των έγκλειστων όσο και των άλλων που περιπλανιόνταν στην πόλη.
Η τελική αυτή κατάσταση των Θηβαίων είναι η ακριβώς αντίστροφη της αρχικής τους κατάστασης: ενώ στην αρχή ο επιτυχημένος αιφνιδιασμός και η ανετοιμότητα του αντιπάλου τούς παρέχει τη δυνατότητα να υπαγορεύουν τους όρους μιας συμφωνίας στους Πλαταιείς (οἱ δὲ Πλαταιῆς … πρὸς ξύμβασιν ἐχώρησαν), στο τέλος αναγκάζονται οι ίδιοι να παραδοθούν άνευ όρων στους αντιπάλους τους (τέλος δὲ οὗτοί τε καὶ ὅσοι ἄλλοι τῶν Θηβαίων περιῆσαν κατὰ τὴν πόλιν πλανώμενοι, ξυνέβησαν τοῖς Πλαταιεῦσι). Η αιτία γι' αυτή την κατάληξη είναι η λανθασμένη εκτίμηση των Θηβαίων ότι εύκολα θα καταφέρουν να πάρουν με το μέρος τους τούς Πλαταιείς χωρίς να χρησιμοποιήσουν βίαια μέσα (νομίσαντες σφίσι ῥᾳδίως τούτῳ τῷ τρόπῳ προσχωρήσειν τὴν πόλιν). Τα στάδια αυτής τῆς ἐς τὸ ἐναντίον μεταβολῆς τα έχει παρακολουθήσει και τα έχει αναδείξει με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια η αφήγηση του Θουκυδίδη, ώστε του αρκεί να κλείσει αυτή την αφηγηματική ενότητα με το αόριστο σχόλιο οὕτως ἐπεπράγεσαν για τους εισβολείς Θηβαίους.
(β) Διαπραγματεύσεις για την τύχη των Θηβαίων αιχμαλώτων
Η δεύτερη αφηγηματική ενότητα των "Πλαταϊκών" μπορεί να μοιραστεί επίσης σε δύο τμήματα με κριτήριο τα νέα υποκείμενα με τα οποία έρχονται σε διπλωματικές επαφές οι Πλαταιείς: τους ἄλλους Θηβαίους στην §5, τους Αθηναίους στην §6. Επιπλέον τα δύο αυτά τμήματα παρουσιάζουν μια ομοιότητα στη δομή τους: τα δύο καινούρια υποκείμενα εισάγονται στην αφήγηση μόνο τη στιγμή που η δράση τους επηρεάζει άμεσα τα γεγονότα στις Πλαταιές και μόνο παρενθετικά πληροφορούμαστε τις προηγούμενες ενέργειές τους.
Αντιθετικά προς τοὺς ἐν τῇ Πλαταίᾳ Θηβαίους της προηγούμενης ενότητας, η δεύτερη αφηγηματική ενότητα ανοίγει με τοὺς ἄλλους Θηβαίους, τον κύριο δηλαδή όγκο του θηβαϊκού στρατού, που ο Θουκυδίδης τους εισάγει στην αφήγησή του τη στιγμή που πληροφορούνται τα όσα συνέβησαν στις Πλαταιές και σπεύδουν να βοηθήσουν. Η αρχική αποστολή τους ήταν να φτάσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας και να βοηθήσουν τους εισβολείς, αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθυστέρησαν όμως, και ο λόγος της καθυστέρησής τους δίνεται από τον Θουκυδίδη σε μια παρένθεση της αφήγησής του (Β.5.2-3), στην οποία κάνει μια αναδρομή στην προηγούμενη νυχτερινή πορεία τους. Η πορεία τους επιβραδύνθηκε από την νυχτερινή βροχή και το φούσκωμα των νερών του Ασωπού ποταμού, τον οποίο έπρεπε να διαβούν, με αποτέλεσμα να φτάσουν αργοπορημένοι (ἔδει ἔτι τῆς νυκτὸς παραγενέσθαι - ὕστερον παρεγένοντο), όταν πλέον από τους εισβολείς άλλοι είχαν σκοτωθεί και άλλοι είχαν αιχμαλωτισθεί. Η δραματική ένταση που υπάρχει στην παρένθεση αυτή προκύπτει όχι μόνο από την καθυστέρηση, που ματαιώνει τα σχέδια των Θηβαίων, αλλά και από το γεγονός ότι η ματαίωση αυτή οφείλεται σ' έναν απρόβλεπτο εξωανθρώπινο παράγοντα: τις καιρικές συνθήκες.
Με την πρόταση ὡς δ' ᾔσθοντο οἱ Θηβαῖοι τὸ γεγενημένον η αφήγηση επανέρχεται στο αρχικό της σημείο, για να δοθούν στη συνέχεια τα νέα σχέδια των Θηβαίων (ἐβούλοντο γάρ): σκέφτονται να αιχμαλωτίσουν τους Πλαταιείς που βρίσκονται στους αγρούς έξω από την πόλη, προκειμένου να τους ανταλλάξουν με τους αιχμάλωτους Θηβαίους. Ο Θουκυδίδης επεξηγεί παρενθετικά την ύπαρξη ανθρώπων και αγαθών έξω από την πόλη των Πλαταιών, θυμίζοντας τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της επίθεσης που εκδηλώθηκε σε καιρό ειρήνης.
Έπειτα περνάει αντιθετικά στους Πλαταιείς, οι οποίοι δεν αργούν να υποψιαστούν τις προθέσεις των Θηβαίων και θέλοντας από την πλευρά τους να προστατέψουν τους συμπολίτες τους που βρίσκονται έξω από τα τείχη, στέλνουν κήρυκα στους Θηβαίους, αφενός για να διαμαρτυρηθούν για την απρόκλητη επίθεσή τους σε καιρό ειρήνης και αφετέρου για να τους προειδοποιήσουν να μην βλάψουν όσους βρίσκονται έξω από τα τείχη, γιατί σε αντίθετη περίπτωση και οι ίδιοι θα σκοτώσουν τους αιχμαλώτους που κρατούν· υπόσχονται όμως να επιστρέψουν τους αιχμαλώτους, αν οι Θηβαίοι αποχωρήσουν από τη γη τους. Αυτή όμως, μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, είναι η εκδοχή των Θηβαίων, οι οποίοι υποστηρίζουν επιπλέον ότι οι Πλαταιείς επικύρωσαν τις υποσχέσεις τους και με όρκους. Οι ίδιοι οι Πλαταιείς ωστόσο παρουσιάζουν μια εντελώς διαφορετική εκδοχή των γεγονότων. Υποστηρίζουν πως δεν υποσχέθηκαν να απελευθερώσουν τους αιχμάλωτους αμέσως, παρά μόνο αφού προηγουμένως γίνουν διαπραγματεύσεις και καταλήξουν σε κάποια συμφωνία με τους Θηβαίους, και επιπλέον αρνούνται ότι έδωσαν όρκους. Έτσι η αντιπαλότητα των δύο υποκειμένων μεταφέρεται από το επίπεδο των πολεμικών γεγονότων και στο επίπεδο της αφηγηματικής εκδοχής που το καθένα υιοθετεί για τα γεγονότα, κατά το γνωστό συμπληρωματικό ζεύγος ἔργα-λόγοι, που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία του Θουκυδίδη. (Ο ίδιος ο Θουκυδίδης δεν παίρνει ρητά θέση για το ποια από τις δύο εκδοχές θεωρεί πιθανότερη· ο τρόπος όμως που τις παρουσιάζει δείχνει να πριμοδοτεί μάλλον την εκδοχή των Θηβαίων, γιατί την εντάσσει στον κορμό της αφήγησής του και μόνο στο τέλος μας πληροφορεί ότι πρόκειται για την εκδοχή της μιας πλευράς, ενώ αντίθετα την εκδοχή των Πλαταιέων την εισάγει εξαρχής σε πλάγιο λόγο).
Η αφήγηση του επεισοδίου κλείνει με τις τελικές ενέργειες Θηβαίων και Πλαταιέων: οι πρώτοι βασίζονται στις συμφωνίες τους με τους Πλαταιείς και αποχωρούν χωρίς να πειράξουν τον αγροτικό πληθυσμό, ενώ οι δεύτεροι μεταφέρουν ταχύτατα ανθρώπους και αγαθά από την ύπαιθρο μέσα στην πόλη κι έπειτα σκοτώνουν αμέσως τους αιχμάλωτους Θηβαίους, εκατόν ογδόντα συνολικά, κι ανάμεσά τους και τον Ευρύμαχο, με τον οποίο συνεργάστηκαν οι προδότες συμπολίτες τους.
Έτσι οι Θηβαίοι για δεύτερη φορά εξαπατώνται από τους Πλαταιείς. Ο Θουκυδίδης αρκετές φορές αναδεικνύει έμμεσα τις ομοιότητες των δύο περιστατικών. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζει την πλεονεκτική θέση των Θηβαίων, που εκδηλώνουν την επίθεσή τους σε καιρό ειρήνης και αιφνιδιάζουν τον αντίπαλό τους (ἔτι ἐν εἰρήνῃ, φυλακῆς οὐ προκαθεστηκυίας, ἐξαπινέως κατειλημμένην τὴν πόλιν - οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ ἐν εἰρήνῃ γενομένου)· ωστόσο, μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, οι Θηβαίοι αδρανούν και δεν επιχειρούν την άμεση αποδυνάμωση του αντιπάλου τους (οὐκ ἐπείθοντο ὥστε εὐθὺς ἔργου ἔχεσθαι - οἱ Πλαταιῆς ἔτι διαβουλευομένων αὐτῶν … κήρυκα ἐξέπεμπον), δίνουν πίστη στις συμφωνίες τους με τους Πλαταιείς (ξύμβασις - ὅρκοι) και παρέχουν έτσι την ευκαιρία στον αντίπαλό τους να δραστηριοποιηθεί και να τους εξαπατήσει. Σε αντίθεση προς την ολιγωρία των Θηβαίων, ο Θουκυδίδης προβάλλει σταθερά την ταχύτητα με την οποία ενεργούν οι Πλαταιείς (προσέβαλόν τε εὐθὺς καὶ ἐς χεῖρας ᾖσαν κατὰ τάχος - ἐπειδὴ τὰ ἐκ τῆς χώρας κατὰ τάχος ἐσεκομίσαντο, ἀπέκτειναν τοὺς ἄνδρας εὐθύς).
Στο επόμενο αφηγηματικό τμήμα κυριαρχούν οι διπλωματικές επαφές των Πλαταιέων με τους συμμάχους τους Αθηναίους. Πράγματι, η πρώτη ενέργεια τους μετά την εκτέλεση των αιχμαλώτων είναι να στείλουν αγγελιαφόρο στην Αθήνα (τον τρίτο, όπως θα φανεί από τη συνέχεια της διήγησης)· κατόπιν επιστρέφουν τα σώματα των νεκρών στους Θηβαίους, έπειτα από ανακωχή, και προσπαθούν να προσαρμόσουν την πόλη τους στην καινούρια κατάσταση. Παίρνοντας αφορμή από την αναφορά στην αποστολή του αγγελιαφόρου στην Αθήνα, ο Θουκυδίδης κάνει παρενθετικά (Β.6.2-3) μια αναδρομή στην προηγούμενη πληροφόρηση που είχαν οι Αθηναίοι για τα όσα συνέβαιναν στις Πλαταιές και στις συνακόλουθες αποφάσεις τους. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι οι Αθηναίοι είχαν συνεχή πληροφόρηση για τα γεγονότα και οι πρώτες τους ενέργειες ήταν να συλλάβουν αμέσως τους Βοιωτούς που βρίσκονταν στην Αττική και να στείλουν κήρυκα στους Πλαταιείς, για να τους ανακοινώσει να μην βλάψουν τους αιχμαλώτους, πριν και οι ίδιοι οι Αθηναίοι πάρουν κάποια απόφαση γι' αυτούς. Παρότι όμως η πληροφόρηση ήταν συνεχής, δεν μπορούσε να είναι και άμεση, γι' αυτό οι Αθηναίοι όταν πήραν την απόφασή τους να στείλουν κήρυκα στις Πλαταιές, δεν γνώριζαν ότι οι αιχμάλωτοι είχαν ήδη εκτελεστεί, γιατί ο πρώτος αγγελιαφόρος είχε φύγει για την Αθήνα ταυτόχρονα με την εισβολή των Θηβαίων και ο δεύτερος, μόλις οι εισβολείς είχαν νικηθεί και συλληφθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ο Αθηναίος κήρυκας, όταν έφτασε στις Πλαταιές, να βρει τους αιχμαλώτους εκτελεσμένους.
Ανάμεσα στην παρενθετική αυτή αφήγηση για τις αποστολές κηρύκων μεταξύ Πλαταιών και Αθηνών και στην παρένθεση της §5 για την καθυστέρηση του θηβαϊκού στρατού, υπάρχει αρκετά έντονη παραλληλία, που δεν περιορίζεται μόνο στην κοινή δομική λειτουργία τους (αναδρομή σε προηγούμενα γεγονότα), αλλά επεκτείνεται και σε ομοιότητες στο περιεχόμενο. Και οι δύο παρενθέσεις αναφέρονται στην καθυστερημένη εμπλοκή των άλλων Θηβαίων και των Αθηναίων στα γεγονότα, όταν οι εξελίξεις έχουν καταστήσει πλέον μάταιη την παρέμβασή τους και έχουν ακυρώσει τις προθέσεις τους (ὕστερον παρεγένοντο, ἤδη τῶν ἀνδρῶν τῶν μὲν διεφθαρμένων, τῶν δὲ ζώντων ἐχομένων - ὁ δὲ κῆρυξ ἀφικόμενος ηὗρε τοὺς ἄνδρας διεφθαρμένους).
Στο τέλος της ενότητας ο Θουκυδίδης μνημονεύει τις ενέργειες των Αθηναίων όταν πλέον πληροφορήθηκαν (ασφαλώς από τον αγγελιαφόρο που αναφέρθηκε στην αρχή) την τύχη των αιχμαλώτων: πηγαίνουν με στρατό στις Πλαταιές και εισάγουν τρόφιμα στην πόλη, εγκαθιστούν φρουρές και φυγαδεύουν τον άμαχο πληθυσμό, γυναίκες και παιδιά.
Η διδασκαλία θα ήταν σκόπιμο να ολοκληρωθεί συσχετίζοντας την αφήγηση των "Πλαταϊκών" με ορισμένες από τις γενικεύσεις που περιέχονται στην "Παθολογία" του Θουκυδίδη. Για παράδειγμα, το επαναλαμβανόμενο στα "Πλαταϊκά" στοιχείο της εξαπάτησης του αντιπάλου παραβιάζοντας μια προηγούμενη συμφωνία ή συνθήκη σχολιάζεται στο παρακάτω απόσπασμα της "Παθολογίας":
τά τε ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα ἐνεδέχοντο ἔργων φυλακῇ, εἰ προύχοιεν, καὶ οὐ γενναιότητι. ἀντιτιμωρήσασθαί τέ τινα περὶ πλείονος ἦν ἢ αὐτὸν μὴ προπαθεῖν. καὶ ὅρκοι εἴ που ἄρα γένοιντο ξυναλλαγῆς, ἐν τῷ αὐτίκα πρὸς τὸ ἄπορον ἑκατέρῳ διδόμενοι ἴσχυον οὐκ ἐχόντων ἄλλοθεν δύναμιν· ἐν δὲ τῷ παρατυχόντι ὁ φθάσας θαρσῆσαι, εἰ ἴδοι ἄφαρκτον, ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο ἢ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς, καὶ τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ περιγενόμενος ξυνέσεως ἀγώνισμα προσελάμβανεν. (Γ.82.7)
Επίσης η προσπάθεια των ολιγαρχικών να κυριαρχήσουν στις Πλαταιές με τη βοήθεια των Θηβαίων και η προσφυγή των δημοκρατικών στην Αθήνα χαρακτηρίζεται ως συνηθισμένο φαινόμενο στην αρχή της "Παθολογίας":
οὕτως ὠμὴ ἡ στάσις προυχώρησε, καὶ ἔδοξε μᾶλλον, διότι ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, ἐπεὶ ὕστερόν γε καὶ πᾶν ὡς εἰπεῖν τὸ Ἑλληνικὸν ἐκινήθη, διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ τοῖς τε τοῦ δήμου προστάταις τοὺς Ἀθηναίους ἐπάγεσθαι καὶ τοῖς ὀλίγοις τοὺς Λακεδαιμονίους. καὶ ἐν μὲν εἰρήνῃ οὐκ ἂν ἐχόντων πρόφασιν οὐδ' ἑτοίμων παρακαλεῖν αὐτοὺς, πολεμουμένων δὲ καὶ ξυμμαχίας ἅμα ἑκατέροις τῇ τῶν ἐναντίων κακώσει καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ προσποιήσει ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ τοῖς νεωτερίζειν τι βουλομένοις ἐπορίζοντο. (Γ.82.1)
3. Αξιολόγηση
Παράλληλα προς τη διδασκαλία και η εξεταστική αξιολόγηση των μαθητών στο μάθημα της "Θεματογραφίας" θα μπορούσε να αποφύγει τη γραπτή σχολική μετάφραση. Η αξιολόγηση των μαθητών και η διάγνωση της αρχαιογνωσίας τους μπορεί να βασιστεί σε ερωτήσεις που αφορούν στη δομή και στο περιεχόμενου του εξεταζόμενου κειμένου. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για κάτι τέτοιο είναι ότι θα παρέχονται στον μαθητή όλες οι αναγκαίες πραγματολογικές και γραμματολογικές πληροφορίες προκειμένου να κατανοήσει το κείμενο. Κυρίως θα πρέπει να εντάσσεται το εξεταζόμενο απόσπασμα στα γενικότερα συμφραζόμενά του και να προσδιορίζεται το είδος του κειμένου από το οποίο αποσπάστηκε. Υπ' αυτές τις προϋποθέσεις μπορούν να κληθούν πλέον οι μαθητές να απαντήσουν σε ερωτήσεις που αφορούν στο περιεχόμενο του αποσπάσματος και στη λειτουργία του μέσα στα συμφραζόμενά του.
Έτσι σε περίπτωση που οι μαθητές εξετάζονταν στην §3 των "Πλαταϊκών" θα μπορούσε:
- Να τους ζητηθεί να επιγράψουν το συγκεκριμένο απόσπασμα και να προσδιορίσουν την ακριβή θέση που αυτό κατέχει μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της εισβολής των Θηβαίων στις Πλαταιές, μια συνοπτική έκθεση της οποίας θα τους είχε δοθεί μαζί με το κείμενο.
- Να κληθούν να εντοπίσουν τις δύο φάσεις στις οποίες διακρίνονται οι ενέργειες των Πλαταιέων στο συγκεκριμένο απόσπασμα και να προσδιορίσουν την ψυχολογία και τις προθέσεις τους που αιτιολογούν τις ενέργειές τους στην κάθε φάση.
- Να τους δοθεί σε μετάφραση το απόσπασμα τη "Παθολογίας" που αφορά στην εξαπάτηση του αντιπάλου και να τους ζητηθεί να το συσχετίσουν με τα γεγονότα που περιγράφονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
1 Η μέθοδος και ο στόχος της αναγνωστικής διαδικασίας αναλύονται στο άρθρο του Δ.Ν. Μαρωνίτη, «Η σχολική μετάφραση», Φιλόλογος 71 (1993) 6-29 (βλ. την αναλυτική του παρουσίαση στη Θεωρητική βιβλιογραφία).
2 Για το γενικότερο σχέδιο των βιβλίων Β΄-Δ΄ της Ιστορίας του Θουκυδίδη, μέσα στο οποίο εντάσσονται και τα "Πλαταϊκά", βλ. J.H. Finley, Θουκυδίδης, μτφ. Τ. Κουκουλιός, Παπαδήμας: Αθήνα 41997, σ.117-206.