Με την παραλληλία ανάμεσα στα δύο γεγονότα ο Θουκυδίδης καταφέρνει να αναδείξει βασικές ανθρωπολογικές σταθερές: όταν δύο ανταγωνιστικά υποκείμενα δραστηριοποιούνται για να πραγματώσουν τις προθέσεις τους, τότε βασικά πλεονεκτήματα είναι η έγκαιρη εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων, η σωστή διάγνωση των προθέσεων του αντιπάλου και η ταχύτητα στη δράση. Αυτό εξηγεί πλήρως την αποτυχία των Θηβαίων και την επιτυχία αντίστοιχα των Πλαταιέων, παρότι και οι δύο χρησιμοποιούν τη μέθοδο του αιφνιδιασμού. Οι πρώτοι δεν καταφέρνουν να διαγνώσουν τις προθέσεις των αντιπάλων τους (έχουν την εσφαλμένη εντύπωση πως εύκολα θα πάρουν με το μέρος τους τις Πλαταιές και αργότερα πιστεύουν πως οι Πλαταιείς θα τηρήσουν τους όρκους τους), με αποτέλεσμα να εφησυχάζουν και να καθυστερούν να δράσουν. Αντιθέτως, οι Πλαταιείς προβλέπουν έγκαιρα τις προθέσεις των Θηβαίων, κρίνουν σωστά την κατάσταση και τον συσχετισμό των δυνάμεων (το αποδεικνύει ο λεπτομερής και αιτιολογημένος σχεδιασμός της επίθεσής τους, που επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα), και εμφανίζονται ταχύτατοι στην εκτέλεση των σχεδίων τους, σε σημείο που τις ενέργειές τους να μην τις προλαβαίνουν ούτε οι σύμμαχοί τους οι Αθηναίοι.
Για την προσπάθεια του Θουκυδίδη να συστήσει, μέσω της ακριβούς καταγραφής των γεγονότων της ανθρώπινης ιστορίας, μια εμπειρική ανθρωπολογία, βλ. J. de Romilly, Η οικοδόμηση της αλήθειας στον Θουκυδίδη, μτφ. Σ. Βλοντάκης, Παπαδήμας: Αθήνα 1994, σ.99-131.