«Ο κόσμος [του Θουκυδίδη] έχει την απατηλή εμφάνιση της αντικειμενικότητας· εντούτοις και η παραμικρή λεπτομέρεια αποκαλύπτει μια πρόθεση ή, τουλάχιστον, έναν στοχασμό, που ανήκουν στον δημιουργό του. Γι' αυτό, δεν μας φαίνεται εύκολο να ξεχωρίσουμε στο έργο του Θουκυδίδη, όπως κάνουν μερικοί, το αυστηρά αφηγηματικό μέρος από το ερμηνευτικό, το οποίο περιλαμβάνει, μαζί με τις δημηγορίες, μια ολόκληρη σειρά από αναλύσεις, σχόλια, παρεκβάσεις. Στην πραγματικότητα, υποχρεωνόμαστε γρήγορα να συνδέσουμε με το ερμηνευτικό μέρος ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές· γιατί, όπως λέει ο Finley: «Πολλά, μεγάλα και μικρά, θέματα που επανέρχονται, φωτίζουν και συνδέουν την αφήγηση καθώς προχωρεί». Από τη στιγμή αυτή, βλέποντας από πιο κοντά, διακρίνουμε ότι, σιγά σιγά, δεν υπάρχει τμήμα της αφήγησης που να μην είναι οργανωμένο να προκαλεί ορισμένο αποτέλεσμα και να αποκαλύπτει ορισμένες λογικές σχέσεις. Η πιο απλή αφήγηση οδηγεί, κατευθείαν, ώς τις πιο προσωπικές ερμηνείες· αλλά και αντίστροφα, δεν μπορεί κανείς να ανασυνθέσει την ερμηνεία χωρίς, πολύ γρήγορα, να συνδέσει μαζί της κάθε λέξη της αφήγησης, με τέτοιο τρόπο ώστε δεν μένει το παραμικρό σκοτεινό σημείο, η παραμικρή ακατέργαστη ύλη.
Αυτό κατορθώνεται μόνο χάρη στην πραγματικά αξιοσημείωτη ιδιοτυπία της ιστορίας του Θουκυδίδη: η ερμηνεία και ο στοχασμός διατυπώνονται αποκλειστικά με μοναδική βοήθεια την αφήγηση, χωρίς καμιά ορατή επέμβαση του συγγραφέα. Η αρχή αυτή, πρώτα πρώτα, απαιτεί από τον συγγραφέα μεγαλύτερη διεισδυτική ικανότητα και δεξιοτεχνία στην επεξεργασία της αφήγησης· και τον παρακινεί να φορτίζει με σημασία κάθε λεπτομέρεια, ώστε να γίνει κατανοητός ο στοχασμός του».
Παρόμοια και ο Finley τονίζει πως η ερμηνεία των γεγονότων δεν περιορίζεται μόνο στις δημηγορίες ή στα σχόλια του ιστορικού, αλλά ενσωματώνεται στην ίδια την αφήγηση: «Αν ο Θουκυδίδης ανακάλυψε αυτό που νόμιζε ότι ήταν το επαναλαμβανόμενο σχέδιο κάτω απ' τα γεγονότα του καιρού του, έπεται ότι εκτός από τις δημηγορίες και η πορεία απλώς των ίδιων των γεγονότων θα μπορούσε να δείξει τα στοιχεία αυτού του σχεδίου». Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει: «[Ο Θουκυδίδης] κάνει στις δημηγορίες αυτό που κάνει και σ' ολόκληρη την εξιστόρηση: εκθέτει μια πορεία γεγονότων που από μόνη της και για τον εαυτό της ήταν διδακτική. Στην προσπάθειά του αυτή αισθάνθηκε ότι έπρεπε να είναι απόλυτα ακριβής, γιατί αλλιώς τα διδάγματα που θα έβγαιναν από τα γεγονότα θα νοθεύονταν. Γι' αυτό και εξέφρασε τα πιο αυστηρά κριτήρια για λεπτομερειακή πιστότητα και στην πράξη κατάβαλε υπέρμετρη προσπάθεια και στη συλλογή και στον έλεγχο όλων των πληροφοριών που είχαν κάποια σημασία για τον πόλεμο. […] Θα μπορούσαμε να πούμε γι' αυτόν ότι εφάρμοσε στην ιστοριογραφία σχεδόν τις ίδιες ακριβώς μεθόδους του επαγωγικού συλλογισμού που ο λίγο μεγαλύτερός του Σωκράτης εφάρμοσε στη φιλοσοφία. Και οι δύο επεδίωκαν να διατυπώσουν νέες γενικεύσεις με βάση μια πιο προσεκτική μελέτη των λεπτομερειακών γεγονότων. […]
[Οι δημηγορίες και η αφήγηση] και οι δύο μαζί καλύπτουν όλο το διάστημα ανάμεσα στο μεμονωμένο γεγονός και στην πλατιά γενίκευση. Αν και είναι κατά κύριο λόγο πληροφοριακή, η ίδια η αφήγηση συχνά υψώνεται στο επίπεδο της ερμηνείας. […] Ένας μεγάλος αριθμός επαναλαμβανόμενων θεμάτων μικρών και μεγάλων φωτίζουν και δίνουν συνοχή στην αφήγηση, όπως για παράδειγμα η βραδύτητα της Σπάρτης, η εσφαλμένη πεποίθησή της ότι θα κέρδιζε γρήγορα τον πόλεμο, η εκπληκτική αποκάλυψη (παράλογος) της δύναμης της Αθήνας, ο πόθος των αθηναϊκών μαζών για κατάκτηση, το μέγεθος της όλης σύγκρουσης. Όλα αυτά τα χωρία επιτελούν μια ουσιαστικά διαφορετική λειτουργία από εκείνη της συνηθισμένης πληροφοριακής αφήγησης, μια λειτουργία καθοδηγητική και ερμηνευτική».