- Ενδογλωσσική Μετάφραση
Διδασκαλία - Εκπαίδευση
Ενδογλωσσική Μετάφραση
Ιστορική επισκόπηση της ενδογλωσσικής μετάφρασης (του Ν. Βαρμάζη)
1. Βυζάντιο, Αναγέννηση, Τουρκοκρατία
1.1. Η ενδογλωσσική μετάφραση στο Βυζάντιο
Στο Βυζάντιο ο αττικισμός των λογίων δεν ευνόησε τη μετάφραση κειμένων της αρχαίας γραμματείας στην τρέχουσα γλώσσα της εποχής. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις συνέβη το εντελώς αντίθετο: κείμενα γραμμένα σε κοινή λαϊκή γλώσσα μεταφέρθηκαν σε λόγια. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Νόννου (5ος αι.) που μετέφερε το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο σε ομηρική γλώσσα και του Συμεώνος (10ος αι.), που πήρε την προσωνυμία "μεταφραστής", διότι καλλώπισε γλωσσικά βίους αγίων, μαρτύρια και συναξάρια γραμμένα σε κοινή γλώσσα.[1]
Η διδασκαλία ωστόσο αρχαιοελληνικών κειμένων στα σχολεία του Βυζαντίου υπήρξε η αιτία να χρησιμοποιηθεί το ερμηνευτικό υλικό που είχε τεθεί σε κυκλοφορία από την αρχαιότητα, αλλά και να παραχθούν πολλές "παραφράσεις" και ποικίλα ερμηνευτικά βοηθήματα για την κατανόηση του Ομήρου και άλλων, ποιητικών κυρίως, κειμένων. Στη σχολική ερμηνευτική δραστηριότητα των Βυζαντινών ανήκει η "ψυχαγωγία" των κειμένων, η συσσώρευση δηλαδή πολλών συνώνυμων λέξεων επάνω σε κάθε λέξη του αρχαίου κειμένου, οι "επιμερισμοί" και τα "σχέδη". Στους τελευταίους κυρίως βυζαντινούς αιώνες οι λόγιοι της εποχής των Παλαιολόγων (Μάξιμος Πλανούδης, Μανουήλ Μοσχόπουλος, Δημήτριος Τρικλίνιος, Θεόδωρος Μετοχίτης) επέδειξαν πλούσια φιλολογική δραστηριότητα· μεταξύ άλλων ασχολήθηκαν με τη σύγκριση χειρογράφων, τη διόρθωση και τον σχολιασμό αρχαίων κειμένων και την παράφρασή τους σε απλούστερη γλώσσα.
1.2. Η ενδογλωσσική μετάφραση στην Αναγέννηση
Στη νεότερη ελληνική ιστορία η μετάφραση των αρχαιοελληνικών κειμένων παρακολουθεί την πνευματική πορεία του Ελληνισμού. Γόνιμη μεταφραστικά υπήρξε η εποχή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Σε μια πρώτη φάση της εποχής αυτής οι βυζαντινοί λόγιοι, που λίγο πριν ή αμέσως μετά την Άλωση κατέφυγαν πρόσφυγες στην Ιταλία, συνέβαλαν με τη διδασκαλία και με άλλες δραστηριότητές τους στην άνθηση των κλασικών σπουδών, στην έκδοση αρχαιοελληνικών κειμένων και στη μετάφρασή τους στα λατινικά και έπειτα στα ιταλικά. Την προσπάθειά τους συνέχισαν Ιταλοί μαθητές τους. Στην ομάδα αυτή ανήκουν ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ιανός Λάσκαρις, ο Μάρκος Μουσούρος, κ.ά.
Στους επόμενους χρόνους, στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, άλλοι Έλληνες λόγιοι από τα Επτάνησα, μετανάστες στη Βενετία, ακολουθώντας το παράδειγμα των ευρωπαίων συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν επιδοθεί στη μετάφραση κειμένων της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας στις νέες εθνικές γλώσσες,[2] άρχισαν, με την παρακίνηση κάποιων εκδοτών, να μεταφράζουν στην κοινή γλώσσα της εποχής κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Χρονικά προηγήθηκε η μετάφραση της Ιλιάδας από τον Ν. Λουκάνη (1526), ακολούθησε της Βατραχομυομαχίας από τον Ζήνο (1539), των Μύθων του Αισώπου από τον Ανδρόνικο Νούκιο (1543). Ένα χρόνο αργότερα (1544) ο Νικόλαος Σοφιανός μετέφρασε το έργο: Περί παίδων αγωγής του Πλουτάρχου, δίνοντας έτσι την πρώτη μετάφραση αρχαιόγλωσσου πεζού κειμένου στην κοινή γλώσσα της εποχής, την οποία ο ίδιος κωδικοποίησε, και έδωσε τη Γραμματική της κοινής των Ελλήνων γλώσσης, την πρώτη γραμματική της Νέας Ελληνικής. Στο έργο του Νικολάου Σοφιανού εμφανίζονται, συστηματικά οργανωμένοι, οι χαρακτήρες της ιστορικού τύπου προβολής και υποδοχής της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας.
Την ίδια εποχή (1536) ο Ιωαννίκιος Καρτάνος εξέδωσε ένα βιβλίο εκλαϊκευμένης θεολογίας με τίτλο Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, που στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μετάφραση ιταλικού προτύπου.[3] Το έργο θεωρήθηκε αιρετικό και πολεμήθηκε από τον Παχώμιο Ρουσάνο, είχε όμως ευρεία αναγνωστική απήχηση και στάθηκε η αφετηρία για τη μετάφραση κειμένων της Αγίας Γραφής, η οποία αργότερα πραγματοποιήθηκε με την έγκριση της επίσημης Εκκλησίας στους χρόνους του οικουμενικού πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρη. Με τον Καρτάνο λοιπόν άρχισε και με τον Κύριλλο Λούκαρη ολοκληρώθηκε ο λεγόμενος "εκκλησιαστικός δημοτικισμός" ή "θρησκευτικός ουμανισμός", το κίνημα δηλαδή στους κόλπους της εκκλησίας που έστρεψε σπουδαίους κληρικούς και ποιμενάρχες (Δαμασκηνός Στουδίτης, Μάξιμος Μαργούνιος, Μελέτιος Πηγάς, Κύριλλος Λούκαρης, Μάξιμος Καλλιπολίτης) προς την κοινή γλώσσα της εποχής, την οποία χρησιμοποίησαν τόσο στην προφορική επικοινωνία τους με το ποίμνιο, στο κήρυγμά τους, όσο και στις μεταφράσεις των κειμένων της Γραφής, όσοι τις επιχείρησαν. Ο "εκκλησιαστικός δημοτικισμός" διέπεται από τους χαρακτήρες της ιστορικού τύπου προβολής και υποδοχής της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας.
1.3. Η ενδογλωσσική μετάφραση στην Τουρκοκρατία
Όλη αυτή η μεταφραστική παραγωγή κατά την Αναγέννηση προήλθε, όπως δηλώνεται και από τον Σοφιανό, από την προσπάθεια των λογίων να βοηθήσουν με τις μεταφράσεις των αρχαιόγλωσσων κειμένων στην παιδεία του υπόδουλου γένους, και επομένως οι μεταφράσεις δεν σχετίζονταν αμέσως με σχολικές ανάγκες.
Στα σχολεία της Τουρκοκρατίας αντίθετα κυριάρχησε ο δογματικός τύπος προβολής και υποδοχής της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας. Είναι γνωστό ότι τα σχολεία της περιόδου αυτής λειτούργησαν με την κηδεμονία της εκκλησίας και κύριο σκοπό είχαν να ετοιμάσουν στελέχη για τις ανάγκες της. Το βάρος της διδασκαλίας έπεφτε στην αρχαία γλώσσα και τη γραμματική της: «Τα σχολεία μάλιστα έως του 1800 έτους δεν εσκόπουν άλλο, ει μη να κάμνουν καταληπτήν εις τους ομογενείς την γλώσσαν, δια της οποίας ήσαν γραμμένα τα ιερά βιβλία» (Κ. Κούμας).[4] Η μετάφραση των κειμένων απουσίαζε από τη διδασκαλία, στην οποία κυριαρχούσαν η "ψυχαγωγία" και η γραμματική "τεχνολογία", όπως φαίνεται από την έντονη κριτική που άσκησαν σημαντικοί λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (Καταρτζής, Μοισιόδακας, Κοραής) για την περιττή και χρονοβόρα διαδικασία, που άφηνε ανερμήνευτα τα αρχαία και τα αρχαιόγλωσσα πατερικά κείμενα. Η μονολεκτική απόδοση του αρχαίου κειμένου αντικατέστησε την "ψυχαγωγία" σε κάποια νεωτεριστικά σχολεία στις αρχές του 19ου αιώνα.
Την ίδια περίοδο, της Τουρκοκρατίας, οι δάσκαλοι μαθημάτων της "Κυκλοπαιδείας" στη διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού ασκούσαν τους μαθητές στο "αντίστροφο". Τους έδιναν θέματα ιδικής των επινοίας, κατά τον Κοραή, εις το κοινόν και τους υποχρέωναν εφαρμόζοντας τους σχετικούς κανόνες να τα μεταφέρουν εις το ελληνικόν. Έχουν σωθεί κώδικες του 16ου αι. με πλαστά κείμενα εις το κοινόν και το ελληνικόν, που αποτελούν δείγματα γραφής της κοινής γλώσσας.[5]
1 Στη λογοτεχνία υπήρχε και η αντίστροφη τάση, να μεταφέρονται δηλαδή κείμενα από λόγια σε πιο δημώδη γλώσσα, π.χ. Στεφανίτης και Ιχνηλάτης, Διγενής Ακρίτας, κ.ά.
2 Κατά τον G. Heighet, Η κλασική παράδοση, μτφρ. Τζ. Μαστοράκη, Αθήνα 1988, σ.179: «Με την ίδια σχεδόν εκπληκτική ταχύτητα που ανακαλύπτονταν οι άγνωστοι κλασικοί συγγραφείς, παραδίδονταν και στο κοινό της Δυτικής Ευρώπης, μεταφρασμένοι στις ζωντανές γλώσσες».
3 Νέα έκδοση: Ιωαννίκιος Καρτάνος, Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, επιμ.-εισ.-σχόλ. Ελένη Κακουλίδη-Πάνου, Αθήνα 1988.
4 Κ. Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τ.12, σ.600, Βιέννη 1832.
5 Μ. Μαντουβάλου, Η ελληνική θεματογραφία στη Δύση και οι κώδικες Vat. Gr. 1733, 1826, 1890, Αθήνα 1973.