Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Μαβίλης Λορέντζος

 

Ο Λορέντζος Μαβίλης είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές των γραμμάτων μας και όχι μόνο. Υπήρξε κάποτε αγαπημένος ποιητής πολλών και η σχετική βιβλιογραφία για το έργο του δεν είναι ευκαταφρόνητη. […] Ολιγογράφος αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητος ποιητής σονέτων, ανήκει στην επτανησιακή παράδοση, όπως διαμορφώνεται από τον Σολωμό και τους επιγόνους του και κυρίως από τον δάσκαλό του και στενό φίλο, τον Πολυλά. Γνωρίζει πολλές γλώσσες και μεταφράζει ποικίλα κείμενα: από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη», τον Σαούλ του Ρ. Μπράουνιγκ, αποσπάσματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου και από έργα των Schiller, Goethe, Βύρωνα, Φώσκολου κ.ά.

Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους: το 1896 μάχεται στην επαναστατημένη Κρήτη, το 1897 βρίσκεται, με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται. Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το 1910 εκλέγεται βουλευτής στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Ο λόγος του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: ο δημοτικιστής Μαβίλης (δες το πολεμικό του σονέτο «Μαλλιαρός») υπερασπίζεται την ευγένεια της δημοτικής («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»), δέχεται όμως ότι η γλώσσα του λαού πρέπει να καλλιεργηθεί και να εμπλουτισθεί από «ολόκληρον την κληρονομίαν του παρελθόντος». Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο υπερασπίζεται με θέρμη τη μετάφραση της Οδύσσειας του Πολυλά […].

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο ποιητής-πολεμιστής Λορέντζος Μαβίλης», εφ. Το Βήμα, 13 Οκτ. 2002.

 

 

Εξαίρετος, αβρός καλλιεργητής του σονέτου στάθηκε ο Κερκυραίος Λορέντσος Μαβίλης (1860-1912). […] τα ωριμότερα και τα πιο αγαπητά σονέτα του πέφτουν στην πενταετία 1895-1900: «Λήθη», «Καλλιπάτειρα», «Μούχρωμα», «Ελιά».

Στα λιγοστά του αυτά σονέτα ολοκληρώνεται η ποιητική προσφορά του Μαβίλη. Από τα σπάνια παραδείγματα όπου έργο ποσοτικά τόσο μικρό έχει τέτοιο βάρος. Γιατί τα σονέτα του Μαβίλη, άψογα δουλεμένα, κατέχουν πραγματικά κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση: γλώσσα μεστή, στίχος επίμονα λεπτουργημένος, «πλούσια» (στην τεχνική σημασία του όρου) ομοιοκαταληξία.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 221-222.

 

 

Στον Μαβίλη έχουμε την τελευταία μεγάλη αναλαμπή της λυρικής δημιουργίας των Επτά Νησιών. Οι φιλοσοφικές σπουδές που έκανε στη Γερμανία δυνάμωσαν τον ιδανισμό, που είναι από τα χαρακτηριστικά της Επτανησιακής Σχολής. Πολυδιαβασμένος, μας άφησε μεταφράσεις από διάφορες γλώσσες, ακόμη κι από τα σανσκριτικά. […]

Από το λιγοστό πρωτότυπο έργο του, ξεχωριστή θέση πήραν γλήγορα [sic] στην κοινή συνείδηση τα σονέτα του Μαβίλη. Σ’ έναν κόσμο που είχε μοιρασθεί την σολωμική κληρονομιά, ο Μαβίλης ξαναβρίσκει τον χαμένο παλμό και κατορθώνει να δώσει και πάλι την υψηλή έμπνευση με την ταιριασμένη μορφή της. Ακούραστος δουλευτής του στίχου, μεταρσίωνε την σοφία του και την γνώση της τεχνικής σε λυρισμό· με όλη την μορφική τους τελειότητα, τα σονέτα του δεν έχουν κρατήσει τίποτε από την οδυνηρή επεξεργασία που τα έφερε στο φως. Η έμπνευσή του, που ξεκινάει σταθερά από άμεσες προσωπικές εμπειρίες, υψώνεται κατακόρυφα και αγγίζει άνετα τις κορυφές της εσωτερικής ζωής. […]

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 551-552.

 

 

[…] Το κατεξοχήν έργο του, αυτό που του εξασφάλισε το όνομα του λυρικού ποιητή, είναι τα σονέτα του, και μάλιστα όχι όλα. […] Πειθαρχεί στη λιτή και αυστηρή μορφή των δεκατεσσάρων στίχων και της υποχρεωτικής ομοιοκαταληξίας, που ασφαλώς περιορίζουν την έκφραση και την ευρύτερη διατύπωση συναισθημάτων και ιδεών. Είναι αυστηρά παρνασσιακός και στέκει δίπλα στο Γάλλο Heredia, με ισάξιους ομοτέχνους του —άλλου όμως είδους— το Γρυπάρη και τον Παλαμά (Σκαραβαίοι και Δεκατετράστιχα).

[…]

Οι πηγές της έμπνευσης του Μαβίλη είναι η ομορφιά, η γυναίκα, ο έρωτας, η φύση, τα οράματα του νου και της ψυχής, η Ελλάδα, η Κέρκυρα, η φιλία, η αρετή, η πίκρα της ζωής —αυτή προπάντων—, η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, ο μηδενισμός, και ο θάνατος «ο ωραίος». Τα ποιήματά του δηλ. είναι ερωτικά, φιλοσοφικά και «ηθικά», «μυστικά», πικραμένα και απαισιόδοξα, υμνητικά της μικρής και μεγάλης πατρίδας, δοξαστικά της αρετής, και επιμνημόσυνα σε φίλους. Υπάρχει πολλή φυσιολατρία, έξαρση ψυχής, αβρή μελαγχολία και ευγένεια αισθημάτων στην ποίησή του, ενώ δεν υπάρχουν θρησκευτικά βιώματα και μεταφυσικές ανησυχίες. Ο Μαβίλης είναι ποιητής αβρός, γήινος, αρρενωπός, πολύ πονεμένος και βαθύτατα ανθρώπινος.

Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, «Εισαγωγή». Λορέντζος Μαβίλης, Τα ποιήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1990,  23-25 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].

 

 

[…] Λήγοντος του 19ου αιώνα τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες, που οδηγούν στην ανανέωση της ποίησης και διαχωρίζουν σαφώς τους ποιητές της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς από τους παλαιότερους: ο παρνασσισμός (εν μέρει), ο συμβολισμός και η σολωμική παράδοση. Ο μεν παρνασσισμός θα τους οδηγήσει στο να ρίξουν το βάρος στην πλαστική και μορφική τελειότητα του στίχου, ο δε συμβολισμός στην αξιοποίηση των μουσικών του στοιχείων δίνοντας έμφαση στην υποβολή και όχι την περιγραφή των συναισθηματικών καταστάσεων, ενώ η σολωμική ποίηση θα τους δώσει τα όπλα για ν’ ανταποκριθούν στις ανωτέρω απαιτήσεις εγκύπτοντας στα μυστικά της γλώσσας και της στιχουργίας. Ο Μαβίλης δεν ενστερνίστηκε βέβαια τις αρχές του συμβολισμού, αλλά, όσο ωρίμαζε, αξιοποιεί την σολωμική παράδοση, που την εμποτίζει, μόνος αυτός από τους Επτανήσιους ποιητές, με τις αρχές του παρνασσισμού. Συμπορεύεται, επομένως, με τους ποιητές της Αθήνας, αλλά και διαφοροποιείται από αυτούς, όχι μόνο κατά την προπαρασκευαστική και ακαταστάλαχτη φάση της ποίησής του, αλλά και κατά την περίοδο της καλλιτεχνικής του ωρίμανσης. Παρά τη διαφοροποίησή του όμως αυτή από τους ποιητές της γενιάς του 1880 και του 1890 (της πρώτης μεταπαλαμικής), υπάρχουν και δύο βασικά στοιχεία που τους ενώνουν και τους διαχωρίζουν από τους προγενέστερους: α) Έχουν υψηλή αντίληψη για την τέχνη και συγκεκριμένα την ποιητική και β) Αισθάνονται ως ποιητές-τεχνίτες και όχι ως ποιητές, που στηρίζονται μόνο στην έμπνευση.

Οι ανωτέρω επισημάνσεις οφείλονται στον Κωσταντίνο Χατζόπουλο, που πολύ συχνά χρησιμοποιεί τον όρο «ποιητής» υπό την ευρύτερη σημασία του και τον όρο «τεχνίτης», για να δώσει τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου ποιητή-τεχνίτη, του ποιητή δηλαδή που σκαλίζει το στίχο και τιθασεύει την έμπνευση. Είναι μια αντίληψη που αρχίζει να εδραιώνεται στους ποιητές της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς και στον Λορέντζο Μαβίλη και αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή των νεότερων ποιητών από τους παλαιότερους. […]

Τάκης Καρβέλης, «Ο Λορέντζος Μαβίλης και η πρώτη μεταπαλαμική ποιητική γενιά». Δεύτερη ανάγνωση. Κριτικά Κείμενα. 1992-2000, τόμ. Γ, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2001, 83-84.

 

 

[…] σ’ αυτή τη μεταβατική φάση δεν βρίσκονται εύκολα καθαρές μορφές: ρομαντικός, παρνασσιακός, συμβολιστής, ρεαλιστής. Προκύπτει ένα είδος ανάμεικτο, αλλά απολύτως νόμιμο ως αποτέλεσμα πολλών διασταυρώσεων ανάμεσα σε εγχώριες παραδόσεις και εισερχόμενα ξένα ρεύματα. Ως προς το στιχουργικό σκέλος, ο Μαβίλης αναμφισβήτητα ακολουθεί το παρνασσιακό μοντέλο. Ως προς την ποιητική αίσθηση του κόσμου και του ατόμου, ειδικά του δημιουργού, παραμένει συγκρατημένα ρομαντικός. Ως προς την ανάπλαση αυτής της αίσθησης στον ποιητικό λόγο έχει δεχτεί μαθήματα συμβολισμού.

Η συμβολιστική συνεισφορά, το εκφραστικό της οπλοστάσιο, καλούνται, παρά τον άκαμπτο στροφικό κορσέ του σονέτου, να εμφυσήσουν στο ποίημα τη μουσική αρμονία που να ανταποκρίνεται στην ποθητή αρμονία του κόσμου, της φύσης. […]

Σόνια Ιλίνσκαγια, «Λ. Μαβίλης – Κ.Π. Καβάφης. Σημεία σύγκλισης», Επιστημονικό Συμπόσιο, «Χαμηλές φωνές» στη λογοτεχνία (1 & 2 Δεκεμβρίου 2006), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2009, 42-43.

 

Δείτε επίσης και:


Επτανησιακή Σχολή, Σονέτο