Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Κουμανταρέας Μένης

Ο Μένης Κουμανταρέας
 

 

[…] έχουμε μια πρώτη περίοδο που αρχίζει το 1962, με τα Μηχανάκια, και ολοκληρώνεται με Τα καημένα, δέκα χρόνια αργότερα. Μια δεύτερη, που αρχίζει με τη Βιοτεχνία υαλικών (1975) και ολοκληρώνεται με το Κουρείο (1979), ή τα Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981). Για τις δύο αυτές περιόδους έχουν γραφτεί τα περισσότερα. Αντίθετα, η τρίτη περίοδος, αυτή που αρχίζει στη δεκαετία του 1980, και πολύ περισσότερο το κομμάτι της που καλύπτει τη δεκαετία του 1990 και εξής, δεν έχει πλήρως εξερευνηθεί. Περιλαμβάνει έργα εν πολλοίς ανόμοια μεταξύ τους, που ξεκινούν από τον Ωραίο λοχαγό (1982) και φτάνουν στον Νώε. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να σημειώσουμε ότι οι περίοδοι στο έργο του Κουμανταρέα συμπίπτουν με μείζονες ιστορικές περιόδους της χώρας, την προδικτατορική και δικτατορική, τη μεταπολιτευτική και τέλος την περίοδο των ριζικών οικονομικοκοινωνικών μεταβολών και του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας — με τις πολύπλοκες και αντιφατικές συνέπειές του. Ή ότι ακολουθούν, υπό μία έννοια, την ίδια τη βιολογική διαδρομή του συγγραφέα. Από την άλλη, έχει όμως σημασία να παρατηρήσουμε ότι, πέραν των φυσικών διαφοροποιήσεων στο πέρασμα του χρόνου, υπάρχουν στο έργο του Κουμανταρέα κάποιες σταθερές, μια αναλλοίωτη ύλη, η οποία συντελεί στην πολύτιμη αναγνωρισιμότητα όχι μόνο του λόγου αλλά και της ματιάς του. Αυτήν την ύλη αναδεικνύει κυρίως η τρίτη περίοδος, συγκεντρώνοντας μεγαλύτερα και μικρότερα αφηγηματικά κείμενα, λογοτεχνικά και δοκιμιακά, εναλλάσσοντας τους αφηγηματικούς τρόπους και τις τεχνικές, επεξεργαζόμενη ποικίλες θεματικές. Και λειτουργεί, τρόπον τινά, συγκεφαλαιωτικά αλλά και ανανεωτικά, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το έργο του Μένη Κουμανταρέα διέπεται στο σύνολό του από ρομαντική αισθητική, οργανικά συνδεδεμένη με την εφηβεία — η οποία δεν τον αφορά μόνο σε επίπεδο ηρώων, αλλά αποτελεί μια νοητική κατηγορία που περιγράφει τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή και την τέχνη.

Τιτίκα Δημητρούλια, «Για μια αισθητική της εφηβείας», περ. Κ, τχ. 8 (Ιούλ. 2005) 5-6.

 

 

Νομίζω, πως η σημαντικότερη δουλειά μου είναι η Βιοτεχνία Υαλικών, που βρήκε να βγει ακριβώς στη μεταπολίτευση και μάλιστα η Πολιτεία μου έδωσε το πρώτο βραβείο, που δεν ήθελα να το δεχτώ στην αρχή, και δεν ήθελα γιατί ήμουν τόσο εναντιωμένος με την πολιτεία 7 χρόνια, που ξαφνικά δεν πίστευα, ότι μια αλλαγή 15 ημερών ή ενός μηνός θα μπορούσε ν’ αποκαταστήσει τα πράγματα και εν μέρει δεν το πιστεύω ακόμα. Πάντως η Βιοτεχνία Υαλικών είναι ένα βιβλίο που με απασχόλησε 56 χρόνια. Δεν ξέρω, αν είναι μυθιστόρημα και δε μ’ ενδιαφέρει, γιατί εγώ δε βάζω ταμπέλες στα βιβλία μου, πάντως φαντάζομαι, ότι είναι ένα πορτραίτο του Έλληνα με την αγωνία του να επιβιώσει και επαγγελματικά, να στήσει μια βιοτεχνία, αλλά και συναισθηματικά, πώς περνάμε από τα γρανάζια μιας πολιτικοποίησης, φτάνεις στην ουδετεροποίηση μιας σύγχρονης ζωής, που δεν έχει καμιά σχέση με τους αγώνες που έχουν προηγηθεί.

[Απόσπασμα από συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα στην Μαίρη Δέγλερη], περ. Περίπλους, τχ. 1 (Άνοιξη 1984) 3-4.

 

 

Μετά τη Βιοτεχνία υαλικών, την Κυρία Κούλα και το Κουρείο το στυλ του Κουμανταρέα αλλάζει για άλλη μια φορά. Από τα Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981), τον Ωραίο λοχαγό (1982), τη Φανέλα με το εννιά (1986) και τη Συμμορία της άρπας (1993) μέχρι το Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996), το Δυο φορές Έλληνας (2001) και τον Νώε (2003), ο συγγραφέας δημοσιεύει τόσο διηγήματα όσο και μυθιστορήματα, εμπλουτίζει τη μονιμοποιημένη πλέον στο γράψιμό του τριτοπρόσωπη αφηγηματική γωνία τού ρεαλισμού με αρκετά υποκειμενικά (κάποτε καθαρώς αυτοβιογραφικά) στοιχεία, δίνει στους πρωταγωνιστές του τα πιο διαφορετικά κοινωνικά και επαγγελματικά χαρακτηριστικά (υπάρχουν ρόλοι για ποδοσφαιριστές και για μουσικούς, για τυπογράφους και για ασφαλίτες, αλλά και για νεκροθάφτες ή για ηλικιωμένους συγγραφείς), οι οποίοι, παρ’ όλα αυτά, στο σύνολό τους, χάνουν πάντα με κάποιον τρόπο το στοίχημα της ζωής, μετατρέπει την Αθήνα σε συμβολικό (αν όχι και μυθολογικό) τόπο της πεζογραφίας του και, τέλος, δημιουργώντας μιαν αντίστιξη του παροντικού και του ιστορικού χρόνου της αφήγησης, σπεύδει και να αντικαταστήσει το χρόνο του παραμυθιού με το χρόνο του ονείρου και της φαντασίας.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Μένης Κουμανταρέας. Η σταθερή γραμμή μιας αφανούς τριλογίας. Βιοτεχνία υαλικών (1975), Η κυρία Κούλα (1978), και Το κουρείο (1979)», περ. Κ, τχ. 8 (Ιούλ. 2005) 10-11.

 

 

[…] παρακολουθούμε στο πεζογραφικό έργο του Μένη Κουμανταρέα μια κατά βάση απαισιόδοξη θεώρηση της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Οι ηρωίδες και οι ήρωές του που προέρχονται από το αστικό περιβάλλον διακρίνονται για την ευαισθησία τους και την προσπάθειά τους να βρουν ανθρώπινες αξίες για μια καλύτερη ζωή. Σαν νοοτροπία είναι πιο κοντά στη γενιά του μεταπολέμου, όταν όλα έδειχναν πως η ειρήνη θα έφερνε ένα καινούργιο κόσμο, όπου θα κυριαρχούσαν ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Η αγωγή της γενιάς αυτής περιελάμβανε έναν ιδεαλισμό που κατέρρευσε ιδιαίτερα απότομα στην Ελλάδα με τον εμφύλιο πόλεμο και τις άλλες τραυματικές εμπειρίες που ακολούθησαν. Ο Κουμανταρέας μοιάζει να παρακολουθεί τους ήρωές του στην πορεία τους προς την τέλεια απογοήτευση και αλλοτρίωση μέσα σε μια κοινωνία που δεν προσφέρει αλλά ούτε και δέχεται τις αξίες τους. Ο αγώνας για επιβίωση μέσα από όλες τις νεώτερες κοινωνικοπολιτικές περιπέτειες αναδείχνει σαν μόνες αρχές τον εγωισμό και το γυμνό συμφέρον σε βάρος κάθε ιδανικού ή ανθρωπισμού. Τη χαριστική βολή τη δίνει η απότομη είσοδος της, αστικής τουλάχιστον, Ελλάδας στην αχαλίνωτη υλιστική καταναλωτική κοινωνία. Οι ήρωες του Κουμανταρέα ναυαγούν μέσα σ’ αυτή τη φουρτούνα. Είναι δυστυχώς γι’ αυτούς, άνθρωποι που δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία την οποία οι διάφορες μορφές καταπίεσης έχουν κάνει δύσπιστη, πονηρή, εντελώς κυνική. Η κοινωνία αυτή τους εκβάλλει, σαν ξένο σώμα, στο περιθώριο.

Κρίτων Χουρμουζιάδης,«Μετά το αδιέξοδο (Μένη Κουμανταρέα: Η φανέλα με το Εννιά)», περ. Η λέξη, τχ. 54 (Μάιος 1986) 505.

 

 

[…] Από μικρός είχα πάντα αυτή την προδιάθεση να γράφω για ανθρώπους που πέφτουν. Ίσως γιατί ένιωσα πολλές φορές στη ζωή μου να απελπίζομαι, να αυτοκτονώ σε μικρές δόσεις, απειροελάχιστες, που δεν φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού. Γιατί εκεί είναι το ενδιαφέρον στον άνθρωπο. Το ακριβώς αντίθετο από τον πετυχημένο άνθρωπο της εποχής μας, αυτόν που παίζει στο χρηματιστήριο, που κερδίζει λεφτά, που έχει φουσκωτά, σπίτια εδώ, σπίτια εκεί… Βέβαια, μπορείς και μέσα από έναν τέτοιον άνθρωπο να δεις την ιστορία μιας αποτυχίας. Και μάλιστα, αν ήμουν Αμερικανός συγγραφέας, θα ήταν από τα κεντρικά θέματά μου, διότι υποτίθεται ότι η επιτυχία στην Αμερική είναι ένα από τα τυπικά θέματα. Το αμερικάνικο όνειρο είναι η ιστορία μιας επιτυχίας που καμιά φορά γυρίζει σε εφιάλτη.

Μένης Κουμανταρέας,«Καλοκαιρινή συνομιλία στη βεράντα του Μένη» [συζήτηση με τον Πέτρο Πολυμένη]. Ξεχασμένη φρουρά. Τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010, 323-324.

 

 

[…] Οι ήρωες του Κουμανταρέα εντάσσονται συνήθως στο άμεσο παρόν ή σε ένα εγγύς παρελθόν, καθώς, ακόμη κι αν ενσαρκώνουν πραγματικά ιστορικά ή καλλιτεχνικά πρόσωπα που έδρασαν στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα (όπως συμβαίνει στις τρεις εκτενείς νουβέλες του βιβλίου Το show είναι των Ελλήνων, 2008), ανασταίνουν ιστορικές στιγμές που καθόρισαν την παθογένεια και τις αγκυλώσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

Από την άλλη, ο συγγραφέας τοποθετεί κατ’ εξακολούθηση τους ήρωές του σ’ ένα τοπίο αστικό, και μάλιστα αθηναϊκό, χωρίς να αποκλείει άλλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημά του Η φανέλα με το εννιά (1986), όπου ο Μπιλ Σερέτης μεταβαίνει από πόλη σε πόλη προς άγραν μιας καλύτερης μοίρας. Πλην όμως […] ο Κουμανταρέας ελέγχεται ως κατεξοχήν αθηναιογράφος συγγραφέας, όπου ο αστικός χώρος —μέσα από τις κραυγαλέες αντιφάσεις μιας θελκτικής και, συγχρόνως, ανυπόφορης πόλης— δεν εγκλείει μόνο τις εσωτερικές αντιφάσεις του ίδιου τού συγγραφέα, και, κατ’ επέκταση, των ηρώων του, αλλά, πρωτίστως, επεμβαίνει ως δραστικός παράγοντας, επηρεάζοντας και, συχνά, καθορίζοντας, την έκβαση μιας ιστορίας. Έτσι, οι υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας στο Γκάζι και στο Ρουφ προοιωνίζονται τις ατελέσφορες προσπάθειες της Μπέμπας Ταντή να σώσει τη θνησιγενή «βιοτεχνία υαλικών» της, με τον ίδιο τρόπο που τα νήματα των γραμμών του ηλεκτρικού προδιαγράφουν την αδιέξοδη σχέση του Μίμη με την «κυρία Κούλα» — για να περιοριστώ σε δύο έργα που όλοι έχουμε διαβάσει.

[…]

Κατά κανόνα, τα έργα του Μένη Κουμανταρέα εντάσσονται στον κοινωνικό ρεαλισμό και οι ήρωές του προέρχονται από τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα μιας ευρύτερης αθηναϊκής κοινωνίας, ασχέτως αν περπατούν (ή νυχτοπερπατούν) σε κεντρικότερες αρτηρίες της πόλης. […]

Αντιγόνη Βλαβιανού,«Μένης Κουμανταρέας: Τρεις ελικοειδείς τροχιές», περ. Εντευκτήριο, τχ. 98 (Αύγ.-Οκτ. 2012) 36-38.

 

 

 

[…] με την πάροδο του χρόνου οι μυθοπλασίες του έγιναν ολοένα και πιο πολυφωνικές. Με μια σύνθετη όμως έννοια, αφού τόσο στις λίγες πρωτοπρόσωπες όσο και στις τριτοπρόσωπες αφηγήσεις, που συνήθως αυτές τις τελευταίες προτίμησε ώς τώρα, ενσωματώθηκαν ευθείς και πλάγιοι λόγοι, σχολιαστικές, δοκιμιακές περιγραφές —ιδιαίτερα στο Δυο φορές Έλληνας και στον Νώε— και πολλές φορές στιβάδες ιδιωματικών γλωσσών —όπως στη Βιοτεχνία υαλικών, στον Ωραίο λοχαγό και στη Φανέλα με το εννιά— που εντάσσονται στο κύριο σώμα της εξιστόρησης ως υφολογική της ποικιλία. Η κοφτή γλώσσα του υπόκοσμου, η γλώσσα του ποδοσφαίρου, η στρατιωτική ορολογία, η χιουμοριστική γλώσσα των ομοφυλόφιλων, η δικανική και η πολιτική γλώσσα, κ.ο.κ. Και τούτο ασφαλώς προκύπτει από τη μόνιμη φροντίδα του Κουμανταρέα να αναζητά κάθε φορά την αντιστοιχία προσώπου και έκφρασης, έτσι ώστε να διαφοροποιείται το καθένα τους σ’ αυτό το κατά τα άλλα ελεγειακό λογοτεχνικό σύμπαν.

Αλέξης Ζήρας, «Ο άλλος εαυτός. Αφηγηματικές και τυπολογικές εγγραφές στα πεζά του Μένη Κουμανταρέα», περ. Κ, τχ. 8 (Ιούλ. 2005) 29-30.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική πεζογραφία