Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Κρανάκη Μιμίκα

Η Μιμίκα Κρανάκη
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].
 

 

Η Μιμίκα Κρανάκη εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία πολύ νέα, με το μυθιστόρημα Contre-Temps (1947), που έγραψε στη Γαλλία. Θέμα του είναι η αδυναμία του ανθρώπου να συντονίσει τα αισθήματά του με τις προσωπικές σχέσεις του: η ηρωίδα, μια νέα γυναίκα, γνωρίζει την απογοήτευση με δύο άνδρες διαδοχικά, από τους οποίους ο ένας προκαλεί την ερωτική ανταπόκρισή της υπερβολικά νωρίς και ο άλλος υπερβολικά αργά. […]

Με το επόμενο βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων Τσίρκο (1950), η Κρανάκη επιβεβαίωσε τα χαρίσματά της ως πεζογράφου και ανανέωσε τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η πρώτη της εμφάνιση. Στη συνέχεια, όμως, η συγγραφική δραστηριότητά της στράφηκε προς άλλους τομείς και εκφραστικό όργανό της έγινε η γαλλική γλώσσα. Πέρασαν περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες ώσπου να επιστρέψει στην ελληνική πεζογραφία μ’ ένα βιβλίο. Το πολυσέλιδο επιστολικό μυθιστόρημα Φιλέλληνες (1992) αναφέρεται στις τύχες των Ελλήνων αριστερών διανοουμένων που (όπως η ίδια η συγγραφέας) έφυγαν νέοι στις αρχές του Εμφυλίου για τη Γαλλία με υποτροφίες της γαλλικής κυβέρνησης, για να γλιτώσουν από τη δεξιά τρομοκρατία, και δεν επαναπατρίστηκαν. […]

Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Μιμίκα Κρανάκη». Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς. Ένας κριτικός οδηγός, Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 1999, 138-139 (2η έκδοση, συμπληρωμένη).

 

 

Το Contre-temps και το διήγημα «Τσίρκο» περιέχουν κατά την ομολογία της συγγραφέως πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Από την άποψη του θέματος και τα δύο κείμενα θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην κατηγορία των πεζογραφημάτων της εφηβείας, της κοινωνικής μύησης και ωρίμανσης. […]

Συνιστά ίσως απορίας άξιον γεγονός πώς η συγγραφέας, αμέσως μετά τη σύρραξη που συγκλόνισε την υφήλιο, γράφει ένα μυθιστόρημα, στο οποίο βασικό μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται μεταξύ του 1940-44 και από το οποίο ουσιαστικά απουσιάζει ο πόλεμος και η Κατοχή. Οι Γερμανοί δεν αναφέρονται παρά παρεμπιπτόντως. Περισσότερο από προσδιοριστική παρουσία, δείχνουν να αποτελούν σκηνικό στοιχείο του μυθιστορήματος. […]

Ελισάβετ Κοτζιά, «Μιμίκα Κρανάκη. Παρουσίαση-ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Ε΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 13.

 

 

Την ίδια περίπου εποχή που η Αξιώτη ξεκινούσε την περιπέτεια της γραφής του έργου της Το σπίτι μου (1949), η Μιμίκα Κρανάκη δημοσίευε, στα γαλλικά και στο περιοδικό του Σαρτρ Temps Modernes (Μοντέρνοι Καιροί), την πρώτη μορφή ενός δικού της έργου, με τίτλο «Σελίδες από την ξενητειά» (1950). Το έργο αυτό έμελλε να δημοσιευτεί στην πλήρη μορφή του, στα ελληνικά, 42 ολόκληρα χρόνια αργότερα, το 1992· τώρα όμως με τον τίτλο Φιλέλληνες: είκοσι τέσσαρα γράμματα μιας Οδύσσειας. […]

[…] το έργο αποτελεί μια μυθιστορηματική σύνθεση από 24 «ραψωδίες», με επιστολική μορφή, μιας και, όπως διαβάζουμε σε μια από αυτές τις επιστολές, της οποίας αποστολέας είναι ένας από τους 140 αριστερούς στην ιδεολογία Έλληνες υπότροφους που δέχτηκε η Γαλλία το 1945, και ιδεατός παραλήπτης της ο πρώην δάσκαλος και ιδεολογικός μέντοράς του, «τα γράμματα είναι σίγουρα το όπιο του ξενιτεμένου» […], αφού «σήμερα, δάσκαλε, η Οδύσσεια γράφεται με γράμματα κι όχι με άσματα και ραψωδίες, όχι με λύρες και μελίσματα, μα με κραυγές που τις ρουφάει το στυπόχαρτο…» […]. Είναι, λοιπόν, η σημερινή Οδύσσεια ένα έπος ηρώων, που έχουν αποκοπεί από τον τόπο τους και την κοινωνική τους λειτουργία μέσα σ’ αυτόν, και από επίλεκτοι, αρχικά, υπότροφοι στη γη της επαγγελίας — τη Γαλλία, μετατρέπονται σταδιακά, μέσα στο χρόνο, σε «ξένους», «καθάρματα», salesmétèques (σιχαμερούς μέτοικους […]), δηλαδή σε «φιλέλληνες», στην υποτιθέμενη αυτή χώρα της επαγγελίας και του δικαίου.

Παναγιώτα Νάζου, «Μέλπω Αξιώτη, Μιμίκα Κρανάκη: Η γραφή της εξορίας δύο Ελληνίδων συγγραφέων». E. Close, M. Tsianikas & G. Frazis (επιμ.), Greek Research in Australia: Proceedings of the Fourth Biennial Conference of Greek Studies, Flinders University, September 2001, Flinders University Department of Languages – Modern Greek, Αδελαΐδα 2003, 369-370 & 371.

 

 

[…] Η δομή αυτή του κειμένου συμβάλλει στην ανάπτυξη πολλών αφηγηματικών φωνών, καθιστώντας το κείμενο πολυφωνικό και παρουσιάζοντας, έτσι, ποικίλες στάσεις ζωής, διαφορετικές ταυτοτικές αναζητήσεις, διαφορετικούς απολογισμούς των πεπραγμένων του εκπατρισμού, σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, το κοινωνικό σύνολο και την ιστορική συγκυρία.

[…]

[…] στους Φιλέλληνες, μυθιστόρημα και χρονικό μαζί, ενώνονται οι προσωπικές μνήμες, οι ιστορικές και πολιτιστικές αναμνήσεις που συνυπάρχουν στο πλαίσιο της μυθοπλασίας. Το έργο αυτό, αποτελούμενο από μια σειρά λογοτεχνικών χρονικών, παρουσιάζεται ως ένα σύνολο από καθρέπτες που αντικατοπτρίζουν τα κομμάτια της ζωής της συγγραφέως και της ζωής των συμπατριωτών της. Δεν είναι όμως μόνον η ατομική ιστορία των νεαρών Ελλήνων που μιλούν μέσα από την αλληλογραφία τους αλλά μια ιστορία όλων των εθνών, χωρίς διάκριση, που γνώρισαν εμφύλιους, προσφυγιά και εξορίες. Ανάμεσα στην αλήθεια και στη φαντασία, στην ιστορία και στη μυθοπλασία, το βιβλίο αυτό αποτελεί την κατάθεση του μετανάστη, του κάθε μετανάστη, μέσα από το σύμπλεγμα προσωπικών εμπειριών οι οποίες αγγίζουν ένα διεθνές επίπεδο. Η αναζήτηση και κυρίως η κατάδειξη της σχέσης ανάμεσα στο άτομο, το κοινωνικό σύνολο και την ιστορική συγκυρία συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της αφήγησης και συνιστούν ένα από τα σημεία έκφρασης των ιδεολογικών θέσεων του κειμένου.

Βασιλική Λαλαγιάννη, «Ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί. Η αναζήτηση της ταυτότητας στο έργο της Μιμίκας Κρανάκη», περ. Δια-κείμενα, τχ. 8 (2006) 74 & 80-81.

 

 

[…] ποτέ, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έγραψα κάτι μόνο και μόνο, σώνει και καλά επειδή ήταν «πρωτοποριακό» ή νεοτερικό ή οτιδήποτε τέτοιο. Η μόνη μου φιλοδοξία ήταν να είμαι εγώ, και όχι ν’ ανήκω στην τάδε σχολή. […] Εκείνο που μπορεί να δίνει την εντύπωση του «πρωτοποριακού» είναι ότι τα δικά μου πρότυπα ήταν και είναι πάντα γαλλικά. […]

Τώρα πώς άρχισε αυτή η ιστορία με τους Φιλέλληνες: Άρχισε πολύ νωρίς· όταν έφτασα στη Γαλλία, ήθελα να γράψω κάτι για τον ξένο και την ξενιτιά. Το 1950 δημοσίευσα ένα κείμενο σε πρώτο πρόσωπο, στους Temps Modernes. Ήταν το περιοδικό του Σαρτρ, όπου συνεργαζόμουν πότε-πότε, κι αναφερόμουν σε στιγμές από τη ζωή ενός ξένου στο Παρίσι. […]

Φιλέλληνες, τότε για μένα, ήταν ο ξένος, ο μετανάστης που έφυγε από την πατρίδα του για να βγάλει το ψωμί του έξω και να γυρίσει πίσω. Σιγά-σιγά όμως με τα χρόνια, ανακάλυψα πως το φαινόμενο έπαιρνε μια διάσταση παγκόσμια. Δηλαδή ο ξένος ήταν σήμερα ό,τι ήταν ο Εβραίος χθες. Το εξιλαστήριο θύμα, που φορτώνεται τις αμαρτίες του κόσμου. Έτσι η λέξη «φιλέλληνας» πήρε ευρύτερη σημασία. Δεν ήταν μονάχα όποιος αγαπάει την πατρίδα του από μακριά, φιλ-έλληνας, αλλά αυτός που νοσταλγεί κάτι ανέφικτο. Και πρώτα-πρώτα την ανθρωπιά του τη χαμένη. Σκεφτείτε τους μαύρους, τους Βορειοαφρικανούς κ.λπ., κ.λπ. Μ’ αυτή την έννοια, φιλέλληνες είναι λόγου χάριν όλοι οι ουτοπιστές. Ακόμα κι ο Μαρξ. Ή μορφές μυθικές, όπως ο πλοίαρχος Νέμος, ο Σίσυφος, ο Τάνταλος, οι Δαναΐδες… Δηλαδή όλοι όσοι στη ζωή τους κάνουν μια προσπάθεια που δεν θα ευοδωθεί ποτέ. Αυτή είναι τελικά η έννοια που προσπάθησα να δώσω στους Φιλέλληνες ξεκινώντας πρώτα απ’ τους μετανάστες.

Μιμίκα Κρανάκη, «Δεν ανήκω σε καμιά σχολή» (συνέντευξη στον Κώστα Νταντινάκη), περ. Διαβάζω, τχ. 380 (Δεκ. 1997) 117.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική πεζογραφία