Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
▲▲ Χειμωνάς Γιώργος
Τα κείμενα του Γ. Χειμωνά συνιστούν την ακρότατη περίπτωση μοντερνισμού στο χώρο της αφηγηματικής τέχνης· είναι το όριο του λόγου ως οργάνου για την έκφραση της ανθρώπινης εμπειρίας· κάτι ανάμεσα στο λεκτό και στο άρρητο. Ο λόγος του Χειμωνά δεν είναι αποκλειστικά και μόνο μέσο για την έκφραση της εμπειρίας, αλλά μεταμορφώνεται σε λόγο-εμπειρία· είναι το περιέχον και συνάμα το περιεχόμενο, το όχημα της ιδέας και η ιδέα, ο δράστης και η δράση. Η κριτική προσέγγιση των κειμένων του είναι πράξη παράτολμη. Μοιάζει με κατάδυση σε βαθιά νερά, από όπου η ανάδυση δεν είναι καθόλου σίγουρη.
Τα κείμενά του λόγω της προωθημένης ανοικείωσης αντιστέκονται σε μια ολοκληρωμένη ανάλυση με οποιαδήποτε μέθοδο και στήνουν παγίδες στον αναγνώστη. Σημαίνουν και συνάμα υπονομεύουν τη σήμανση. […]
Μοναδική έγνοια του είναι η απομάκρυνσή του από το συμβατικό λόγο, η ρήξη του με κάθε σύγχρονη τάση και η αναζήτηση της νέας έκφρασης ακόμη και στον διαταραγμένο λόγο των παρανοϊκών. […]
Το ύφος του είναι πολυφωνικό. Οικειώνεται μορφές και εκφραστικά ύφη από πολλές πηγές, προπάντων απλώνει τις ρίζες του βαθιά στο πολιτιστικό υπέδαφος, κυρίως το ελληνικό. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, οι αρχαίοι τραγικοί, η Αποκάλυψη του Ιωάννου, ο Σολωμός, οι ψυχαναλυτές, ο Ντοστογιέφσκι και ο Κάφκα βαθαίνουν την οπτική του, διαμορφώνουν την αισθητική του αντίληψη. Η σύνδεση των ψυχαναλυτικών θεωριών με την ανθρώπινη μοίρα, όπως αυτή αναλύεται στα έργα των αρχαίων τραγικών, βρίσκεται στο επίκεντρο των αισθητικών του αναζητήσεων. Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι μέσα στα σπαράγματα των επιμέρους μύθων του μελετά τη σχέση του ήρωα με τα άλλα μέρη της οικογένειας: τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, το παιδί κτλ. […]
Γιώργος Δ. Παγανός, «Γιώργος Χειμωνάς. Παρουσίαση-ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Η΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 252-253 & 255.
[…] Ο Χειμωνάς ξεπερνά κάθε όριο, εκβιάζει τη γλώσσα και καταργεί ολότελα την αναφορική λειτουργία της. Όπου στα κείμενά του γίνεται αναφορά σε κάποιον ‘κόσμο’, αυτός είναι ο κόσμος των ονείρων και των τελετών. Για τη δημιουργία αυτού του κόσμου επιστρατεύεται γλώσσα υποβλητική και ‘μαγική’. Στη γραφή του Χειμωνά μοιάζει να διακυβεύεται η ίδια η οντότητα του ατόμου. Αυτό που αντιστοιχεί στην αφηγηματική φωνή είναι ένα είδωλο τεμαχισμένο, με πολλούς αλληλοκαλυπτόμενους ρόλους. Οι ατομικοί ‘ήρωες’ είτε μεταμορφώνονται αλλόκοτα, είτε σκοτώνονται, είτε συγχωνεύονται με άλλους. […]
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 323.
[…] ο Χειμωνάς είναι, ίσως, ο μόνος Έλληνας πεζογράφος που αντιπροσωπεύει σοβαρά και με ιδιαίτερες αξιώσεις το ευρωπαϊκό ρεύμα ιδεών που χαλαρά και χάριν συντομίας λέγεται μεταμοντερνισμός. Σίγουρα κρατάει τις αποστάσεις του από τις ακρότητες των διαφόρων μεταμοντέρνων τάσεων, ξεκινάει όμως από θεμελιακές θεωρίες τους για την φύση του λόγου, την ανεξαρτησία του κειμένου, την διακειμενικότητα και ιδίως από τον καβγά τους με τον ορθολογισμό.
Κρίτων Χουρμουζιάδης, «Το ταξίδι στην Ιωνία. Η θεματική λογοτεχνία του Γιώργου Χειμωνά», περ. Εντευκτήριο, τχ. 17 (Δεκ. 1991) 56.
Επαναθέτοντας […] το ζήτημα της θεώρησης του Χειμωνά ως αντιπαραδείγματος σε σύγκριση με τη συντριπτική πλειονότητα των έργων της ελληνικής μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, αντιλαμβανόμαστε με ποιο τρόπο τα πεζογραφήματά του, ιστορικογραμματολογικά ανέντακτα με την αυστηρή έννοια, αλλά και, συνάμα, οργανικό σώμα της υψηλής ελληνικής λογοτεχνίας, προσδιορίζουν τη σχέση τους με τη λογοτεχνική παράδοσή μας, ιδίως εκείνη μετά τη δεκαετία του 1930, μια λογοτεχνική παράδοση όπου το μέτρο της αισθητικής αξίας και συνεπώς ο λογοτεχνικός κανόνας ορίστηκαν και ορίζονται μέχρι σήμερα από τον ποιητικό μοντερνισμό. Τα πεζογραφήματα του Χειμωνά λοιπόν προσδιορίζουν τη σχέση τους με αυτή την παράδοση όντας ιδιότυπες εξαιρέσεις και εξέχουσες αιχμές της. […] Συγκρινόμενο με το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονής του ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής των μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών χρόνων, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το 1990, το έργο του Χειμωνά μπορεί να θεωρηθεί εκδήλωση ενός φαινομενικά καθυστερημένου ή εκπρόθεσμου, στην ουσία του όμως επηρμένα ή και απελπισμένα φιλόδοξου μοντερνισμού, επειδή υλοποιεί σε υψηλή λογοτεχνία ό,τι κανένα άλλο ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο ή έργο τέχνης εκείνης της εποχής δεν μπόρεσε ή δεν αποτόλμησε να κάνει. Ο Χειμωνάς, με άλλα λόγια, κάνει τη μεγάλη αφήγηση, την αφήγηση ιστοριών με θέμα το ανθρώπινο γένος, ιστοριών που το εύρος τους καλύπτει «θέματα ογκώδη», όπως τα ονόμασε. […]
Ο Χειμωνάς, συγγραφέας με πολύ ισχυρή (για τα δεδομένα της ελληνικής λογοτεχνίας) ιδιοπροσωπία, έμεινε ανεπηρέαστος από το γενικό κλίμα των σύγχρονών του πεζογράφων, δηλαδή την αφήγηση θεμάτων με περιορισμένο εύρος και τοπικό χαρακτήρα και την ποικίλη (θεματική, κοινωνική, ιδεολογική) προσήλωση στο εντόπιο ή το ιθαγενές στοιχείο. Ο Χειμωνάς προσδιορίστηκε σε αντίθεση με αυτό το κλίμα, χωρίς καν να επιδιώκει κάτι τέτοιο. Οι λιγοστοί παλαιότεροι ή και σύγχρονοί του Έλληνες πεζογράφοι που επιχείρησαν πάσης φύσεως μοντερνιστικής ή νεομοντερνιστικής προέλευσης πειραματισμούς δεν μπόρεσαν, λιγότερο ή περισσότερο κατά περίπτωση, να αποφύγουν τον επείσακτο χαρακτήρα αυτών των πειραματισμών. Αντίθετα, ο Χειμωνάς ανέπτυξε τη διαλογική, «ιδιοσυγκρασιακή» σχέση του με τα κορυφαία εκφραστικά υποδείγματά του, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα, όχι μέσα από τη λογική της συνέχειας, αλλά με τον φυσικό τρόπο του συγγραφέα που είναι ίσος προς ίσον. […]
Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ο Γιώργος Χειμωνάς ως νεοτερικός (;) συγγραφέας». Η νεοτερικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα. Πρακτικά της ΙΒ΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών αφιερωμένης στη μνήμη της Σοφίας Σκοπετέα (Θεσσαλονίκη, 27-29 Μαρτίου 2009), Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010, 501-503.
[…] όσο κι αν ο αφηγηματικός μύθος θρυμματίζεται μέσα στο έργο του Χειμωνά (όπως εξάλλου συχνά πυκνά σφαγιάζονται ή διαλύονται και τα αφηγηματικά πρόσωπα), τα πεζογραφήματά του βρίθουν από ένθετες ιστορίες, ακρωτηριασμένες κι αυτές. Κάθε τόσο δηλαδή τα πρόσωπα του αφηγήματος κόβουν την αφηγηματική δράση ή περιγραφή, για να διηγηθούν τα ίδια μιαν ιστορία, δική τους ή ξένη. Πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλος πεζογράφος που να στίζει τη δική του αφήγηση με τόσες και τέτοιες ένθετες αφηγήσεις, όσο και όπως το κάνει ο Χειμωνάς. Στην περίπτωσή του ο συγγραφέας γίνεται τελικά μεσολαβητής των αφηγητών του· γράφει για να τους παραδοθεί, στον ένα μετά τον άλλο. Σάμπως η αφήγηση να μην είναι δικό του έργο αλλά του ίδιου του αφηγήματος, που τη γεννά για να υπάρξει. Από την άποψη αυτήν πρέπει να θεωρηθεί το πεζογραφικό έργο του Χειμωνά εσωτερικά, γενετικά αφηγηματικό.
Σημειώνω ακόμη ότι οι περισσότερες ένθετες αφηγήσεις στο έργο του Χειμωνά ανήκουν στις γυναικείες μορφές του. Οι άνδρες τις εκμαιεύουν κατά κανόνα τις ιστορίες αυτές, αλλά οι γυναίκες τις γεννούν. Κι αυτή η περίεργη δοσοληψία συχνά καταλήγει στον θάνατο ή στον φόνο.
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, Κέδρος, Αθήνα 2007 (2η έκδ. συμπληρωμένη), 20-21.
Οι ήρωές μου δεν έχουν καμία σχέση με τους ήρωες ενός κανονικού, συνηθισμένου μυθιστορήματος. Ήρωας είναι πάντοτε οι μάζες, τα πλήθη των ανθρώπων. Φαντάζομαι ένα νέο μυθιστόρημα που δεν θα μιλά πια για ξεχωριστά άτομα. Θα είναι ένας συμπερασματικός λόγος που θα μιλά για το γένος των ανθρώπων, όπως περίπου στην αρχαία τραγωδία. Αν κάποιο πρόσωπο κεντρικό φαίνεται να ξεχωρίζει στα κείμενά μου, αυτό δεν είναι άλλο παρά ένας θυμωμένος, απαρηγόρητος οδοιπόρος, χωμένος και αυτός μέσα στο πλήθος. Αλλά είναι ένας οδοιπόρος που έχει απάνω του τη μοίρα όλων των ανθρώπων.
Δεν υπάρχει ένας αμετακίνητος χρόνος και χώρος. Όλα συμβαίνουν σα να γίνονταν πάντοτε, σα να γίνονται σήμερα, εδώ και παντού. […]
[…]
Είπα κάποτε ότι η τέχνη δεν είναι η πραγματικότητα. Πως η τέχνη είναι ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα, πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως τετελεσμένη, αν δεν δευτερολογηθεί από ένα τέτοιο σχόλιο τέχνης. Θεωρώ αυτό το σχόλιο της τέχνης πολύ πιο πραγματικό από την ίδια την πραγματικότητα, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει εκείνες τις κρυφές όσο και ουσιαστικές διεργασίες που αναπαράγουν συνεχώς την συγκινησιακή πραγματικότητα του ανθρώπου. Αυτή για την οποία μιλά κυρίως η τέχνη. Αυτή με την οποία αποκλειστικά υπάρχει ο άνθρωπος. Θεωρώ τον λόγο σαν ένα χαρισματικό όργανο, περισσότερο από όλα τα άλλα. Γιατί ακριβώς ο λόγος έχει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει και να φανερώνει όλες τις δυνατές νοηματικές και συναισθηματικές αντηχήσεις που γεννά μέσα στο νου και την ψυχή του ανθρώπου η εμπειρία της ζωής. Εννοώ κάτι σαν την εξαίσια ακινησία της ζωγραφικής, ή τη δαιμονική κινητικότητα της μουσικής. Εννοώ ακριβώς ένα λόγο που είναι και ζωγραφική και μουσική και όλα όσα μπορεί να εκφράσει ο άνθρωπος. Κυρίως όσα δεν μπορεί.
Γιώργος Χειμωνάς, «Η βιογραφία της όρασής μου», περ. Η λέξη, τχ. 163 (Μάιος-Ιούλ. 2001) 374 & 375.
[…] Ο Εχθρός του Ποιητή δικαιολογεί ξεχωριστή αφοσίωση, για τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους. Εξηγούμαι: το πολυσήμαντο αυτό κείμενο (μόλις 68 σελίδων, μοιρασμένο σε τρία κεφάλαια, από τα οποία το μεσαίο υποβάλλεται ως «Διάδρομος») μας απαλλάσσει από το, συνήθως υποχρεωτικό, μοίρασμα της λογοτεχνίας σε πεζά και ποιητικά κείμενα. Εκτός των άλλων και επειδή φιλοξενεί στο εσωτερικό του παραθέματα ποίησης: μια κέλτικη μπαλάντα του 3ου μεταχριστιανικού αιώνα, εξωτικά και έξοχα μεταφρασμένη από τον συγγραφέα· στίχους από την «Πατρόκλεια» της Ιλιάδας, σε πολύ προσωπική παράφραση· σπαράγματα σύγχρονων, δημοσιευμένων και αδημοσίευτων ποιημάτων […]. Γενικώς, στον Εχθρό του Ποιητή ποίηση και πρόζα συγχωνεύονται, εμφανέστερα τώρα και πιο λειτουργικά από ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενα κείμενα του Χειμωνά.
Εξάλλου Ο Εχθρός του Ποιητή κορυφώνει και σφραγίζει μια συγγραφική περιπέτεια, η οποία εξαρχής (ήδη με τον εφηβικό Πεισίστρατο) διάβηκε μοναχικά μονοπάτια εκτός της πεπατημένης (δικής μας αλλά και ξένης), βρέθηκε επομένως εξ’ ορισμού στις προφυλακές της πρωτοπορίας. […]
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, Κέδρος, Αθήνα 2007 (2η έκδ. συμπληρωμένη), 88-89.
Δείτε επίσης και:
Μεταπολεμική πεζογραφία, Πεζογράφημα