Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
▲▲ Βασιλειάδης Σπυρίδων
Υπήρξε χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της ρομαντικής εποχής και του πνεύματός της. Βαθύτατα επηρεασμένος από τον Lamartine —του οποίου, άλλωστε, μετέφρασε τα γνωστά ποιήματα «Le Lac» («Η λίμνη») και «Le désespoir» («Απελπισία»)—, παράλληλα όμως θαυμαστής των δημοτικών τραγουδιών και της αρχαιότητας, ο Βασιλειάδης εξέφρασε μέσα από την ποίηση και τα θεατρικά έργα του τις συγκινήσεις και τα έντονα ανθρωπιστικά του αισθήματα.
Ανήκει στην τρίτη γενιά της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής. Όπως όλοι οι Έλληνες ρομαντικοί ποιητές, και ο Βασιλειάδης έγραψε στην καθαρεύουσα (γεγονός που λειτούργησε ως ανασχετικός παράγοντας για τη φυσιολογική ανάπτυξη μιας ποίησης που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο συναίσθημα) και συμμετείχε στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μαζί με τον Δημ. Παπαρρηγόπουλο, στενό του φίλο, θεωρούνται οι δύο ακραίες περιπτώσεις του ελληνικού ρομαντισμού. Χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Ωρίων.
Κάρολος Μητσάκης & Ευδοκία Παραδείση, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 258.
Ο Βαλαβάνης πέθανε το 1854, ο Ζαλοκώστας το 1858, ο Καρασούτσας δε δημιουργεί τίποτα ύστερα από τη Βάρβιτο (1860). Τα χρόνια μετά το 1860 χαρακτηρίστηκαν ως χρόνια αντιποιητικά. Το 1863, έτος της μεταπολίτευσης και της αρχής της νέας δυναστείας, μπορεί από την άποψη αυτή να θεωρηθεί ένας σταθμός. Ο ρομαντισμός, στερημένος τώρα από τις πιο έγκυρες φωνές του, χάνει τη δικαίωσή του, χάνει και το μέτρο και βαδίζει προς την κάμψη και την παρακμή. Το ατημέλητο ύφος και η υπερβολή χαρακτηρίζουν την ύστερη αυτή φάση.
[…]
Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης γεννήθηκε στην Πάτρα ένα χρόνο μετά τον Παπαρρηγόπουλο και πέθανε φθισικός στο Παρίσι, πάλι ένα χρόνο μετά από εκείνον. Είναι ο τρίτος ποιητής που γνωρίζουμε και που πεθαίνει τριάντα χρονών· να είναι κι αυτό (όπως και η αυτοκτονία του Καρασούτσα και άλλων μικρότερων) ένα βιολογικό επακόλουθο του ρομαντισμού, όπως είπαν; Ο Βασιλειάδης σπούδασε κι αυτός νομικά και ήταν φίλος με τον Παπαρρηγόπουλο, αν και στο χαρακτήρα πολύ διαφορετικός από αυτόν, ενθουσιώδης, εκρηκτικός, με αδρά και συμπαθητικά χαρακτηριστικά. Οι ποιητικές του συλλογές παίρνουν συχνά επαίνους και εύφημες μνείες στους ποιητικούς διαγωνισμούς. Πιο αυθόρμητος από τον Παπαρρηγόπουλο, είναι όμως και πιο ρηχός, και κλίνει περισσότερο προς την κενολόγο ρητορεία και την υπερβολή. Γράφει πολλά, έμμετρα και πεζά·ακόμη και τραγωδίες και δράματα που παίζονταν ταχτικά. Από αυτά το πιο γνωστό του, η Γαλάτεια (σε πεζό), εκμεταλλεύεται το μύθο του Πυγμαλίωνα, εμπνέεται όμως περιέργως και από τη δημοτική παραλογή «Τ’ αγαπημένα αδέρφια και η κακή γυναίκα». Ο διάλογός του, παρά την ψυχρή αρχαΐζουσα, έχει κάποια ένταση δραματική· αξιοσημείωτη είναι η προσοχή που έδωσε ο Βασιλειάδης στα δημοτικά τραγούδια ως πηγή εμπνεύσεως ποιητικής.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 177-178.
Η ποίηση του Βασιλειάδη περιλαμβάνει τις συλλογές Εικόνες και Κύματα και Έπεα Πτερόεντα, και έναν αριθμό σκόρπιων ποιημάτων, που χρονολογούνται από το 1866 ως το 1874 και είναι συγκεντρωμένα υπό τον γενικό τίτλο Παντοίαι Ποιήσεις. Οι Εικόνες αποτελούνται από επτά εκτενή αριθμημένα ποιήματα χωρίς τίτλο, καθένα από τα οποία συνιστά ακριβώς μια εικόνα, μια ψηφίδα εκείνης της αντίξοης πραγματικότητας όπου είναι εγκλωβισμένο το ρομαντικό υποκείμενο. […] Το αμιγώς ρομαντικό υλικό διαπλάθεται και διαμορφώνεται με ρομαντικά μέσα και ρομαντικούς τρόπους. […]
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής, με τον τίτλο «Κύματα», στρέφεται εν πολλοίς γύρω από τους θεματικούς άξονες των «Εικόνων». Ο πρόωρος θάνατος, ο μάταιος έρωτας, η απελπισία δίνουν και πάλι τον τόνο· μάλιστα, το ποίημα «Η χαρά», παρ’ όλο που ξεκινά με εικόνες ευδαιμονίας, καταλήγει στη θλιβερή διαπίστωση του προσωρινού χαρακτήρα παρόμοιων καταστάσεων και στην ιδέα ότι οι ελάχιστες στιγμές χαράς απλώς υπογραμμίζουν ειρωνικά τη μόνιμη δυστυχία του βίου. […]
Η ποιητική συλλογή Έπεα Πτερόεντα, που δεν εκδόθηκε αυτοτελώς αλλά συμπεριλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο των Αττικών Νυκτών, θεωρείται ότι σηματοδοτεί την απομάκρυνση του ποιητή από τις ρομαντικές συμβατικότητες και στη στροφή του σε θέματα κλασικότερα. Πράγματι, έχει κανείς την εντύπωση ότι οι θρήνοι, ακόμη κι αν δεν κόπασαν, έγιναν τουλάχιστον πιο χαμηλόφωνοι. […]
Λίτσα Χατζοπούλου, «Εισαγωγή». Σπυρίδων Ν. Βασιλειάδης, Αττικαί Νύκτες. Επιλογή από το λογοτεχνικό και κριτικό του έργο, φιλολ. επιμ. Λίτσα Χατζοπούλου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2003, 35 & 41-43 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
Η απεικόνιση της ζοφερής πραγματικότητας, της κοινωνικής ανισότητας, της αδικίας και του μίσους που βασιλεύουν παντού, αποτελεί τη βάση, τον καμβά πάνω στον οποίο «υφαίνονται» οι ποιητικές εικόνες του Βασιλειάδη. Η καθημερινή διάψευση των ελπίδων για έναν κόσμο γεμάτο αγάπη, περισσότερο δίκαιο και περισσότερο ανθρώπινο εκφράζεται σε όλα τα ποιήματά του. Η επικράτηση του κακού σε βάρος του καλού και η υπερίσχυση του μίσους σε βάρος της αγάπης αποτελούν τη βασική αιτία που γεννά τη δυστυχία των προσώπων που εμφανίζονται στις Εικόνες.
Όλοι οι ήρωες είναι νέοι, αγνοί και αθώοι, συντρίβονται, όμως, από τη μοίρα, ασθενούν βαριά ή πεθαίνουν. Το ρομαντικό μοτίβο του νέου ανθρώπου που είναι γεμάτος αγάπη και αθωότητα, λατρεύει τη φύση, τους συνανθρώπους του, την ποίηση και τη ρέμβη, αλλά τελικά βρίσκει μπροστά του μόνο δυστυχία και πόνο, επανέρχεται συνεχώς και δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να στηλιτεύσει την κοινωνική ανισότητα και τις διακρίσεις μεταξύ πλούσιων και φτωχών αλλά και να διατυπώσει γενικότερες σκέψεις γύρω από την τραγική μοίρα του Ανθρώπου που αιωνίως βασανίζεται, τιμωρούμενος για τα προπατορικά αμαρτήματα που πέφτουν βαριά στους ώμους του.
Η συλλογή Κύματα περιέχει ποιήματα που μιλούν για το απαισιόδοξο μέλλον της ανθρωπότητας, για τον θάνατο, για την κοινωνική ζωή και οργάνωση, για την πατρίδα, για τη θρησκεία, για τον έρωτα.
Τα θέματα των Παντοίων Ποιήσεων κινούνται, σε γενικές γραμμές, στο ίδιο πλαίσιο του ρομαντικού θεματολογίου: απαισιοδοξία, θάνατος, κοινωνική ζωή, πατρίδα, έρωτας και ομορφιά. […]
Τα κείμενα της συλλογής Έπεα Πτερόεντα κινούνται θεματικά, όπως σημειώθηκε ήδη, σε ένα χώρο διαφορετικό από τις προηγούμενες συλλογές. Υπάρχουν βέβαια και εδώ ποιήματα που μιλούν για τη ματαιότητα και την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ζωής, για την απηνή μοίρα και το θάνατο, όμως περιλαμβάνονται επίσης και ποιήματα με θέματα κλασικιστικά, καθώς και κάποια με έντονο το δραματικό στοιχείο. Ακόμη, υπάρχουν ποιήματα εθνικού, κοινωνικού και ερωτικού περιεχομένου.
Μαρία Δημάκη-Ζώρα, Σ. Ν. Βασιλειάδης. Η ζωή και το έργο του, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2002, 191-192.
Από τα θεατρικά του Βασιλειάδη, το διασημότερο και δημοφιλέστερο ήταν η Γαλάτεια. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε την υπόθεση κυρίως από το δημοτικό τραγούδι «Η άπιστη γυναίκα», φρόντισε όμως να το συνδυάσει με τον αρχαίο μύθο για τον βασιλιά της Κύπρου Πυγμαλίωνα, που ερωτεύτηκε παράφορα ένα πανέμορφο άγαλμα και η δύναμη του έρωτά του έδωσε πνοή στην άψυχη γυναίκα. Αυτή η γυναίκα, η Γαλάτεια, τον παντρεύεται, αλλά αργότερα ερωτεύεται τον αδελφό του, τον Αργοναύτη Ρέννο, και τον πείθει να σκοτώσει τον σύζυγό της. Ο Ρέννος αρχικώς συγκατανεύει, αλλά τελικά συνέρχεται από την παραφορά του μπροστά στη μεγαλοψυχία και την ανάγκη που του δείχνει ο αδελφός του· ο Πυγμαλίων ανακαλύπτει την απιστία της γυναίκας του και τη σκοτώνει. Το έργο παραστάθηκε αρκετές φορές στην Ελλάδα και σε ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού και μεταφράστηκε στα ιταλικά, τα γαλλικά και ουγγρικά· μάλιστα, ήταν το πρώτο έργο ξένου συγγραφέα που ανέβηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Ουγγαρίας.
Λίτσα Χατζοπούλου, «Εισαγωγή». Σπυρίδων Ν. Βασιλειάδης, Αττικαί Νύκτες. Επιλογή από το λογοτεχνικό και κριτικό του έργο, φιλολ. επιμ. Λίτσα Χατζοπούλου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2003, 54-55 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
Ο Βασιλειάδης πεθαίνει 29 ετών (1874) έχοντας ήδη συμπληρώσει μια οκταετία λογοτεχνικής παρουσίας. Τα κριτικά και στοχαστικά του κείμενα τα γράφει κατά την τελευταία πενταετία της ζωής του. Γράφει μελέτες και κριτικές για θέματα σημαντικά που σε λίγο θα παίρνανε την πρώτη θέση στη φιλολογική και τη λογοτεχνική κίνηση, όπως είναι οι απόψεις του για τα δημοτικά τραγούδια και τη νεοελληνική παράδοση ή η προσέγγιση και ερμηνεία του σαιξπηρικού έργου (1870). Τα θεωρητικά του ενδιαφέροντα, ωστόσο, είναι μέρος ενός γενικότερου προβληματισμού πάνω σε ζητήματα της εποχής του, πολιτικά και κοινωνικά. […]
Είναι επόμενο, τα ζητήματα της τέχνης να τα βλέπει στενότατα συνδεδεμένα με το εθνικό θέμα. Έχει την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να αναγεννηθεί το έθνος και αυτό τον φέρνει πολύ κοντά στο αξιακό πρότυπο του Διαφωτισμού· τον αναδείχνει θερμό θαυμαστή και γνήσιο επίγονο, βαθιά μέσα στο 19ο αιώνα. Η στάση αυτή δεν είναι μόνο του Βασιλειάδη· εκφράζει μια τάση, που την ακολουθεί μεγάλο μέρος της νέας γενιάς των λογοτεχνών της δεκαετίας του 1860 (που έχουν γεννηθεί μετά την επανάσταση). Ιδεολογικό της στίγμα είναι η αγωνία για την πατρίδα και την κοινωνία και αισθητικά εκφράζεται με το ρομαντικό νεοκλασικισμό, πραγματοποιώντας τη σύνθεση των δύο ρευμάτων εντός του ρομαντικού πεδίου. Τη στάση των νέων λογοτεχνών τη χαρακτηρίζει έντονος αντιπολιτευτικός λόγος, εμφατικός ηθικολογικός έλεγχος.
Ο Βασιλειάδης ακολουθώντας και υπερακοντίζοντας την παράδοση του διαφωτισμού που θεωρούσε σημαντικό του όργανο το θέατρο, συνοδεύει τα δράματά του με φλογερούς προλόγους-μανιφέστα των αισθητικών και ιδεολογικών του πεποιθήσεων. Αυτό θα συμβεί τόσο με την έκδοση των δραμάτων Καλλέργαι και Λουκάς Νοταράς (1869) όσο και με της Γαλάτειας (1873), που την θέλει να είναι η καλλιτεχνική εφαρμογή των απόψεών του.
Γεωργία Λαδογιάννη, «Ο εραστής, ο καλλιτέχνης και το έργο του. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα στη Γαλάτεια του Σπ. Βασιλειάδη». Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα), Δ΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, Γρανάδα 9-12 Σεπτεμβρίου 2010. Πρακτικά, τ. Β΄, επιμ. Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2011, 635-367.
Δείτε επίσης και:
Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή, Ρομαντισμός