Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
▲▲ Σολωμός Διονύσιος
Όταν το 1811 εκδίδονται τα Λυρικά του Χριστόπουλου και το 1814 η Ρωμαίικη Γλώσσα του Βηλαρά, ο Διονύσιος Σολωμός σπουδάζει, παιδί ακόμα, στο Λύκειο της Κρεμόνας. Το 1815 θα περάσει στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, και θα επιστρέψει στη Ζάκυνθο μετά τρία χρόνια, είκοσι χρονών. Είχε γεννηθεί εκεί τον Απρίλιο του 1798 μέσα στη σύντομη περίοδο της κυριαρχίας των Γάλλων δημοκρατικών. Ο πατέρας του είναι πλούσιος άρχοντας, η Βενετία τού έχει παραχωρήσει το μονοπώλιο του ταμπάκου· η μητέρα του, η Αγγελική Νίκλη, είναι γυναίκα του λαού, δουλεύτρα στο πατρικό σπίτι. Ο γέρο-ταμπακιέρης έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά· όταν γεννιέται ο Διονύσιος, έχει περάσει τα εξήντα, ενώ η Αγγελική είναι δεν είναι δεκαέξι. Το ζακυθινό αρχοντολόι είχε καλά μαθητέψει στα ελευθέρια ήθη της Βενετιάς· τα παιδιά, παρόλο που είναι «φυσικά», ανατρέφονται στο πατρικό σπίτι σαν αρχοντόπουλα —παίρνουν δηλ. μόρφωση ιταλική— και ο πατέρας θα δηλώσει στη διαθήκη του ότι «τ’ αγαπά ως λεγκίτιμα» και θα φροντίσει να τους εξασφαλίσει το μερτικό της περιουσίας του που τους αναλογεί. Στο κρεβάτι του θανάτου θα νομιμοποιήσει ακόμα το δεσμό του με την Αγγελική. Στην παιδική του ηλικία δεν έχει λοιπόν ο Σολωμός τα συναισθήματα μειονεξίας του νόθου παιδιού, ενώ η λαϊκή καταγωγή της μητέρας τον δένει συναισθηματικά με ολόκληρο τον κόσμο της λαϊκής παράδοσης και της μυθολογίας — κάτι που θ’ αφήσει μια ιδιαίτερη σφραγίδα στην προσωπικότητά του. Αποφασιστική θα είναι από την άλλη μεριά στον νεαρό Διονύσιο και η επίδραση του ιταλού δασκάλου του ιερωμένου Don Santo Rossi, εξόριστου από την πατρίδα του για τις φιλελεύθερες ιδέες του.
Δέκα χρονών, το 1808, κι αφού ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο Σολωμός συνοδευόμενος από τον Rossi, έρχεται στην Ιταλία να σπουδάσει, στο Λύκειο της Κρεμόνας πρώτα, κοντά στο δάσκαλό του, στο Πανεπιστήμιο της Παβίας ύστερα (από το 1815 ως το 1818). Η μόρφωση που παίρνει είναι γερή, καθώς και η ενημέρωσή του στην κλασική και τη σύγχρονη φιλολογία. Και είναι τα χρόνια αυτά κρίσιμα για την πολιτική κυρίως, αλλά και για τη λογοτεχνική ιστορία της Ιταλίας — τα χρόνια όπου εισάγεται θριαμβευτικά το κίνημα του ρομαντισμού. Ο Σολωμός γνωρίζεται με νέους ποιητές και γίνεται οικείος με τον πρύτανη τότε των ιταλών κλασικιστών, τον Vincenzo Monti. Μας έχει παραδοθεί και μια διχογνωμία του με αυτόν σχετικά με την ερμηνεία ενός στίχου του Δάντη. Στο οργισμένο «Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσο, πρέπει να αισθάνεται, να αισθάνεται» του Monti, ο εικοσάχρονος Ζακυθινός απάντησε νηφάλια: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό, τι ο νους εσυνέλαβε».
[…]
Δεν πέφτουμε έξω αν υποθέσουμε πως ο Σολωμός, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, το 1818, άρχισε τις πρώτες του ποιητικές δοκιμές στα ελληνικά. Το πράγμα ήταν άλλωστε πολύ φυσικό· μόλις βρέθηκε στο περιβάλλον της πατρίδας του, πνεύμα ανήσυχο καθώς ήταν, θα τον κέντησε η ιδέα να διοχετεύσει τους ποιητικούς του στοχασμούς στη μητρική του γλώσσα, τη γλώσσα που είχε βυζάξει με το γάλα της μητέρας του, όπως θα του πει ο Τρικούπης. Συνεργούσε σ’ αυτό και η θεωρητική του παίδευση, προσανατολισμένη ασφαλώς προς τα διδάγματα του ρομαντισμού για τη λαϊκή δημιουργία. Μας μαρτυρείται πως μάζευε λέξεις και εκφράσεις λαϊκές και πως με αναγάλλιαση άκουγε τους στίχους ενός τυφλού λαϊκού τραγουδιστή, στίχους που κρατούσαν πολύ και από την παράδοση της κρητικής λογοτεχνίας.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 138-141.
Η πορεία του Σολωμού ως Έλληνα ποιητή χωρίζεται σε δύο κύριες περιόδους: στα δέκα χρόνια της μαθητείας που πέρασε στη Ζάκυνθο μετά την επιστροφή του από την Ιταλία και στην ώριμη περίοδο, απ’ όταν εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα (1828) ως το τέλος της καλλιτεχνικής του ζωής. […] Και στην αρχή και στο τέλος η ελληνική παραγωγή του βαδίζει παράλληλα με την ιταλική. Άρχισε να γράφει ιταλικά, ενώ ήταν στην Ιταλία, πράγμα που εξακολουθούσε και στη Ζάκυνθο, αν και έγραψε λίγα ποιήματα στα ιταλικά μετά το 1821. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τα ιταλικά για τα σχεδιάσματα των ποιημάτων του και για την αλληλογραφία του με την οικογένεια και με φίλους. Ξαφνικά, ύστερα από ένα κενό ενός τετάρτου του αιώνα, ξανάρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά την τελευταία δεκαετία της ζωής του (1847-1857).
Η ζακυνθινή περίοδος της ζωής του ήταν γιομάτη από κάθε είδους δραστηριότητες. Την εποχή αυτή έγραψε ιταλικά ποιήματα, λυρικά και σατιρικά, όπως [και] τα δύο περίφημα ελληνικά πεζά του, το Διάλογο και τη Γυναίκα της Ζάκυθος. Τον πρώτο χρόνο της επιστροφής του στην πατρίδα του έγραψε στα ιταλικά τα τριάντα τρία σονέτα που αποτέλεσαν και τη μόνη συλλογή ποιημάτων που εξέδωσε ποτέ. Τυπώθηκαν το 1822 με τον τίτλο Rime improvvisate (Αυτοσχέδιες ρίμες). Την ίδια περίοδο έγραψε ένα μεγάλο αριθμό ποιημάτων στα ιταλικά, κυρίως σονέτα. […]
Πήτερ Μάκριτζ, Διονύσιος Σολωμός, μτφ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995, 33-34.
[…] Η διγλωσσία του Σολωμού θεωρείται φυσική συνέπεια του δίγλωσσου-πολύγλωσσου περιβάλλοντος της Ζακύνθου, στο οποίο γεννιέται και μεγαλώνει, και της ιταλικής παιδείας, με την οποία εξοικειώνεται ως γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πρώτα στη γενέτειρά του κι έπειτα στην Ιταλία μέχρι την ηλικία των είκοσι χρόνων. Σε αυτές τις περιστάσεις δεν θα έπρεπε να μας ξενίζουν ούτε το γεγονός ότι επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο (1818) συνεχίζει να γράφει ποιήματα στα ιταλικά ούτε οι μαρτυρημένες την εποχή αυτή δυσκολίες του με την ελληνική γλώσσα. Παραπέρα, όμως, η πρόθεσή του να γράψει ποίηση στα ελληνικά δεν προσέκρουε μόνο στην ελλιπή γνώση του της ελληνικής αλλά και στην απουσία μιας διαμορφωμένης ενιαίας ποιητικής νεοελληνικής γλώσσας. Για να υπερβεί τη διπλή αυτή δυσκολία ο Σολωμός στρέφεται και μελετά τις ποικίλες υπάρχουσες λογοτεχνικές παραδόσεις (π.χ. την κρητική λογοτεχνία, το δημοτικό τραγούδι). Στην αξιοθαύμαστη αφομοιωτική και αναπλαστική ικανότητά του μπορούμε να αποδώσουμε το γεγονός ότι τελικά διαμόρφωσε —αρχίζοντας να γράφει στα ελληνικά περίπου από το 1820 και για τουλάχιστον μια τριακονταετία— ένα εντελώς προσωπικό εκφραστικό μέσο, στο οποίο αναγνωρίζουμε τη γόνιμη εκμετάλλευση όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής, κυρίως της ιταλικής και της γερμανικής, λογοτεχνικής παράδοσης.
Κατερίνα Τικτοπούλου, «Παρατηρήσεις για τη διγλωσσία του Σολωμού: ανάμεσα στα ιταλικά και τα ελληνικά». Μνήμη Ελένης Τσαντσάνογλου. Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πρακτικά Ζ΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Υπεύθυνος: Χ.Λ. Καράογλου, Θεσσαλονίκη 1998, 210.
(Μεσολόγγι 1825) [πηγή: Βικιπαίδεια].
[…] το ξέσπασμα του 1821 συγκλονίζει τον έλληνα ποιητή. Το 1824 στον Διάλογό του θα πει: «Μήπως έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Το Μάιο του 1823, σ’ ένα μήνα μέσα και σε μια συνεχή διάθεση λυρικού ενθουσιασμού, θα γράψει τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερία. Ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό, νεανικό, πολύ πιο ψηλά από τη μέση στάθμη των νεανικών ποιημάτων, ποίημα της επιτυχίας, που καθιερώνει αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή. Η Ελευθερία, μορφή ποιητική και όχι ψεύτικη, αλληγορική, που ταυτίζεται με την Ελλάδα, αστράφτει από την πρώτη στιγμή γνώριμη στα μάτια του ποιητή: Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή, / σε γνωρίζω … […].
Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες και η λυρική του φωνή ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού. Για το Σολωμό τον ίδιο ο Ύμνος ήταν μια αρχή· τον επόμενο σταθμό μιας συνεχούς πορείας προς τα άνω θα τον βρούμε δέκα χρόνια υστερότερα, στον Κρητικό. Στην ενδιάμεση δεκαετία, μια δεκαετία γόνιμη και δημιουργική, ο Σολωμός θα προχωρεί ολοένα σταθερότερα προς την κατάκτηση του γλωσσικού οργάνου από τη μια και της λυρικής έκφρασης από την άλλη. […]
Στην ίδια δεκαετία ανήκουν και τα δύο μοναδικά πεζά του Σολωμού. Το πρώτο είναι ο Διάλογος, του 1824, το «πιστεύω» του Σολωμού για τη δημοτική γλώσσα, σαν συνέχεια του «Όνειρου» [του Χριστόπουλου] και του «Λογιότατου ταξιδιώτη» του Βηλαρά. […] Το δεύτερο πεζό έργο, Η Γυναίκα της Ζάκυθος (που είχε μείνει άγνωστο ως πρόσφατα σχεδόν), είναι περίεργο και αινιγματικό. Ξεκινημένο ίσως ως σάτιρα εναντίον μιας συγκεκριμένης γυναίκας, παίρνει προεκτάσεις καθολικότερες και γίνεται θρήνος και προφητεία ή όνειρο εφιαλτικό. Σε σχεδιάσματα για μια υστερότερη επεξεργασία παρουσιάζεται υποκινητής όλων αυτών ο Διάβολος, που στρίβει ευχαριστημένος τα κέρατά του σαν μουστάκι. Η πρόζα είναι έξοχη, καθαρή, στιβαρή δημοτική, η έκφραση πυκνή, ο τόνος πολλές φορές αποκαλυπτικός. […]
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 142-146.
[…] Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι ένα ιδιαίτερα οξύ σατιρικό κείμενο γραμμένο σε ρυθμικό πεζό λόγο. Η ωμή και τρομαχτικά ρεαλιστική καταγραφή των απεχθών πράξεων της ανώνυμης πλούσιας ζακυνθινής Γυναίκας γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον όχι τυχαία συνονόματο του ποιητή Ιερομόναχο Διονύσιο. […]
Η μορφολογική οργάνωση του κειμένου σε αριθμημένα κεφάλαια και σε επίσης αριθμημένες παραγράφους, ορισμένα συντακτικά χαρακτηριστικά ύφους, η συνύπαρξη φυσικών και υπερφυσικών σκηνών που συνθέτουν το δραματικό μέρος του έργου, χαρίζοντάς του τον βιβλικό και προφητικό τόνο του, συνδέουν τη Γυναίκα της Ζάκυθος γενικά με την παράδοση της οραματικής προφητικής λογοτεχνίας και ειδικά με τη θεολογική Αποκάλυψη του Ιωάννη, με την καλυμμένα κοσμική εκδοχή της, την Υπερκάλυψη του Ούγο Φόσκολο και, κατά πάσα πιθανότητα, με τον Ανώνυμο του 1789, ένα τολμηρό σατιρικό κείμενο, αρκετά σκοτεινό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Η γλώσσα του έργου είναι η δημοτική με ιδιωματικά ζακυνθινά στοιχεία (π.χ. μπουρίκι, κουλουμωτή, καθίκλα, απεθύμουνε), που ενσωματώνονται ρεαλιστικά στον αφηγηματικό λόγο της ζακυνθινής σατιριζόμενης Γυναίκας.
[…]
Τα βασικά πρόσωπα του έργου είναι δύο: ο σατιριστής Ιερομόναχος Διονύσιος και η σατιριζόμενη Γυναίκα της Ζάκυθος. Είναι η τρίτη φορά που ο σατιρικός Σολωμός καταφεύγει στο προσωπείο ενός ιερωμένου. Την πρώτη φορά, συνθέτοντας για διασκέδαση τις «γελαστικές» σάτιρές του εναντίον του Διονύσιου Ροΐδη (1824), χρησιμοποιεί το προσωπείο του Ιταλού ιερέα Marone, που ζούσε τότε στη Ζάκυνθο. Τη δεύτερη φορά, στο σατιρικό ποίημα Το Όνειρο εναντίον του Ιωάννη Μαρτινέγκου (1826), αναθέτει το ρόλο του σατιριστή στο φάντασμα του ιδιόρρυθμου ζακυνθινού παπά, ζωγράφου και δηκτικότατου σατιρικού ποιητή Νικολάου Κουτούζη, που έχει πεθάνει στα 1813. Στη Γυναίκα της Ζάκυθος (1826-1833) χρησιμοποιεί το φανταστικό πρόσωπο του συνονόματού του Ιερομόναχου Διονύσιου. Επίσης φανταστικό είναι το προσωπείο του Φλάρη (= καθολικού καλόγερου) που θα χρησιμοποιήσει στην Τρίχα, στο πρώτο από τα τέσσερα σατιρικά ποιητικά όνειρα του Συνθέματος του 1833-1834.
Η ιδιότητα του ιερωμένου επιτρέπει, βέβαια, στο σατιριστή να αναλάβει […] το ρόλο του επίγειου κριτή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο σατιρικός όμως τρόπος με τον οποίο απονέμει την «ποιητική δικαιοσύνη» τού προσδίδει και μιαν αναντίρρητα σατανική ιδιότητα. Ειδικά στη Γυναίκα της Ζάκυθος ο τρόπος αυτός, ενώ επιφανειακά λειτουργεί διακριτικά και έμμεσα, συχνά μάλιστα με εκδηλώσεις δήθεν συμπάθειας του σατιριστή κριτή προς την αμαρτωλή και απεχθή Γυναίκα, στ’ αλήθεια περιέχει μιαν οξύτατη υπόγεια ειρωνεία, η οποία, διατρέχοντας και συμπλέκοντας όλα τα δρώμενα, παγιδεύει αναπόδραστα, σαν θανατηφόρος ιστός αράχνης, τη σατιριζόμενη. Είναι, πάντως προφανές ότι οι σατιριστές ιερωμένοι των σολωμικών έργων, είτε ιστορικά πρόσωπα είναι είτε φανταστικά, αποτελούν μιαν ενδιαφέρουσα παραλλαγή της γνωστής λογοτεχνικής μορφής του διαβολόπαπα, κάτω από την οποία, βέβαια, θα πρέπει να αναζητήσουμε το διαβολοποιητή.
Ελένη Τσαντσάνογλου, «Ο Μικρός Προφήτης και ο Μεγάλος Συγγραφέας». Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Γ. Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 429-431.
Το 1833 είναι μια χρονολογία κρίσιμη και σημαντική για το Σολωμό. Από τη μια μεριά μια οικογενειακή δίκη θα έρθει να του ταράξει την ευτυχισμένη ζωή στην Κέρκυρα, κι από την άλλη, με τον Κρητικό θα μπει σε μια νέα περίοδο απόλυτης ωριμότητας, μια περίοδο υψηλών εμπνεύσεων και πραγματοποιήσεων. […]
Αλλά το 1833 είναι και η χρονιά που γράφει τον Κρητικό, το πρώτο από τα μεγάλα έργα του. Μας έχει παραδοθεί σαν απόσπασμα, αλλά αυτό είναι φαινομενικό μονάχα· ο Σολωμός, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, είχε σκοπό να γράψει ένα ποίημα επικολυρικό που όμως ποτέ του δεν το τελείωσε. Ο Κρητικός θα ήταν ένα επεισόδιο αυτού του ποιήματος· το «επεισόδιο» όμως αυτό αποτελεί ένα ποίημα αυτοτελές και πέρα ως πέρα ολοκληρωμένο. Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία. […] Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα, με το ίδιο εσωτερικό βάδισμα που είχε σταθεροποιήσει η μεγάλη κρητική λογοτεχνία του 17ου αιώνα. Ο Σολωμός ξαναπιάνει εδώ το νήμα της κομμένης παράδοσης· και ξέρουμε ότι τον ίδιο καιρό μελετά τα κρητικά κείμενα. Το ποιητικό του ωρίμασμα γίνεται ολοκληρωτικό: δεν του αποκαλύπτεται μόνο ένας πρωτοφανέρωτος λυρισμός, αλλά και εισχωρεί ολοένα και πιο βαθιά στα μυστικά της γλώσσας του και στους ποιητικούς εκφραστικούς τρόπους της λαϊκής παράδοσης. Όλη σχεδόν η υστερότερη ποιητική παραγωγή του θ’ ακολουθήσει την ίδια γραμμή.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι πρώτα πρώτα, το ποίημα που τον απασχόλησε όσο κανένα άλλο. Ελεύθεροι είναι οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου κατά τη δεύτερη, μεγάλη πολιορκία, από το 1825 ως την απεγνωσμένη και ηρωική έξοδο την παραμονή των Βαΐων του 1826, η υψηλότερη ίσως και αποφασιστικότερη στιγμή της Επανάστασης. Ο Σολωμός ζει από κοντά τα γεγονότα —οι κανονιές από το πολιορκημένο φρούριο ακούγονταν πολλές φορές ως τη Ζάκυνθο—, το ποίημα όμως δεν το γράφει με νωπές εντυπώσεις της στιγμής, αλλά πολύ αργότερα. Έχουμε ένα πρώτο σχεδίασμα, κάτι σαν δοκιμή περισσότερο, γύρω στα 1830. Το σημαντικότερο είναι το Β΄ σχεδίασμα, στον ίδιο στίχο με τον Κρητικό, που το δουλεύει δέκα και παραπάνω χρόνια, από το 1833 ως το 1844. Τότε, και ενώ ήταν αρκετά προχωρημένος στη σύνθεση, άρχισε να το ξαναχύνει σε άλλη στιχουργική μορφή, σε δεκαπεντασύλλαβους πάλι, χωρίς όμως το εξωτερικό στολίδι της ομοιοκαταληξίας, ακόμα και χωρίς την τόσο συνηθισμένη στην ελληνική γλώσσα συνίζηση· μια στιχουργική δομή αυστηρή, σχεδόν ασκητική, με μια εσωτερική αρμονία αινιγματική ακόμα και σήμερα.
Το έργο δεν το ολοκλήρωσε ο Σολωμός. Και το Β' και το Γ' σχεδίασμα τα έχουμε σε μια σειρά από «αποσπάσματα»· έτσι τουλάχιστο τα ονομάζουμε συνήθως. Αλλά η ονομασία είναι απατηλή· τα μέρη αυτά δεν είναι αποσπασμένα από ένα ολοκληρωμένο σύνολο, δεν είναι τυχαία θραύσματα σαν τα αποσπάσματα της Σαπφώς ή του Αρχιλόχου. Ο Σολωμός δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση· δε θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ’ ένα σύνολο αφηγηματικό ή «επικολυρικό». Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, προς μια κατάκτηση ενός «καθαρού» λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του. Κάτι ανάλογο διαπιστώνουμε στον Κρητικό, το ίδιο ισχύει και για τα άλλα του «αποσπασματικά» έργα. Σωστότερο θα ήταν τα κομμάτια αυτά να τα πούμε λυρικές ενότητες ή επεισόδια λυρικά. […]
Αντίθετα από τα χρόνια αυτά, όπου ο Σολωμός ασχολείται αποκλειστικά, φαίνεται, με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, τον βλέπουμε στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του (1847-1857) να μας δίνει ένα πλήθος από έργα, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά ή απλά σχεδιάσματα, και παράλληλα να ξαναγυρίζει στην ιταλική ποίηση, που την είχε εγκαταλείψει από τον καιρό της Ζακύνθου. Μια σπάνια και όψιμη ποιητική ανθοφορία. Το σημαντικότερο από τα ελληνικά ποιήματα είναι ο Πόρφυρας του 1849. «Πόρφυρα» λένε στην Κέρκυρα τον καρχαρία· ένας άγγλος στρατιώτης της φρουράς κατασπαράχτηκε από έναν πόρφυρα την ώρα που κολυμπούσε αμέριμνα στα νερά της Κέρκυρας. Από το περιστατικό αυτό έπλασε ο Σολωμός ένα ποίημα κατ’ εξοχήν υψηλό· […]
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 146-149.
[…] η εσωτερική, μυστική (και όχι διά των αισθητηρίων οργάνων μας) αντίληψη του κόσμου, γνωστή ευρύτερα κυρίως από τα φαινόμενα συναισθησίας που συνεπάγεται, αποτελεί κοινό τόπο της εποχής [του 19ου αιώνα], κι όχι μόνον της λογοτεχνίας […].
Το πράγμα δεν θα είχε ίσως ιδιαίτερη σημασία, αν η εσωτερική αυτή, στη σκέψη ή στην ψυχή, όραση και ακοή δεν αποτελούσε κύριο γνώρισμα της σολωμικής γνωσιολογίας (και αυτογνωσίας) και δεν ήταν κυριολεκτικώς πανταχού παρούσα στο σολωμικό έργο.
Θα μπορούσε όντως να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο, αν ήθελε κανείς να αποδελτιώσει, κατατάξει και αναλύσει, μελετώντας τα από τη σκοπιά αυτή, όλα τα οράματα, οπτασίες, αγγέλους και άλλα πνεύματα που «βλέπει» ο Σολωμός-«προφήτης», όλες τις χρήσεις του ρήματος «βλέπω»· και όλες τις φωνές, ήχους και αχούς που «ακούει» ο «αλαφροΐσκιωτος» ποιητής, όλες τις χρήσεις του ρήματος «ακούω».
[…] Τα «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα» «μάτια της ψυχής» (Α.Ε. 508. 18) και ο άγνωρος «γλυκύτατος» ηχός (που όταν παύει «αδειάζει η φύση και η ψυχή», Κρητικός, 22.24,55) κτλ. κτλ. μπορεί να μην είναι μόνον λογοτεχνικές εικόνες και μετωνυμίες· μπορεί να είναι και κυριολεξίες, μυστικές εμπειρίες. Τα μάτια που βλέπουν «μες στο πανέρμο δάσος» και τα αφτιά που ακούν «τη φωνή της Θεάς» (Ελεύθ. Πολ. Γ΄, 1.4, 10) είναι τα μάτια και τα αφτιά ενός ποιητή αλλά και, πιθανότατα, ενός μύστη.
Χρήστος Παπάζογλου, Μυστικιστικά θέματα και σύμβολα στο Carmen Seculare του Διονυσίου Σολωμού, Κέδρος, Αθήνα 1995, 58 & 60-61.
Τα Ευρισκόμενα του Σολωμού κυκλοφόρησαν δύο χρόνια μετά το θάνατό του, το 1859, με την επιμέλεια του Πολυλά, ο οποίος συνόδευσε την έκδοση με τα πολυσήμαντα «Προλεγόμενά» του. Η άμεση υποδοχή της έκδοσης ήταν αρνητική. Η εικόνα που παρουσίαζε το έργο του Σολωμού ξάφνιασε τους φίλους και τους εχθρούς του: εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερία, την ωδή Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον και μια σειρά από μικρά λυρικά ποιήματα, όλα τα συνθετικά έργα του ποιητή ήταν ημιτελή και αποσπασματικά. Για να μετριαστεί η αρνητική αυτή εντύπωση, πρώτος ο Πολυλάς και κατόπιν αρκετοί μελετητές διατύπωσαν την ευχή να βρεθούν γρήγορα και τα ολοκληρωμένα έργα του Σολωμού. Η ευχή αυτή δεν εκπληρώθηκε, αλλά ήδη η αθηναϊκή γενιά του 1880 τίμησε τον Σολωμό, αναγνωρίζοντάς τον ως μεγάλο ποιητή και διαμορφωτή της νεοελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας, και σήμερα πια δεν χρειάζονται τα υποτιθέμενα χαμένα έργα του ποιητή για να επιβεβαιωθεί η αξία του. Όλοι αναγνωρίζουν ότι το έργο του Σολωμού, έστω και αποσπασματικό, γοητεύει δραστικά τους αναγνώστες του και καταφέρνει να κρατάει σε διαρκή εγρήγορση τους μελετητές του. Μετά την έκδοση των Ευρισκομένων από τον Πολυλά, όσες εκδόσεις των έργων του Σολωμού ακολούθησαν ανατυπώνουν το κείμενο της έκδοσης εκείνης. Η έκδοση των Αυτόγραφων Έργων του ποιητή από τον Λίνο Πολίτη το 1964, κάνοντας προσιτά στους μελετητές τα ίδια τα χειρόγραφα του Σολωμού, όρισε ένα ξεκίνημα στις σολωμικές έρευνες.
Ελένη Τσαντσάνογλου, «Σολωμός, Διονύσιος (Ζάκυνθος, 1798 – Κέρκυρα, 1857)». Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Γ. Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 4.
[…] τον Οχτώβρη του 1859 εξεδόθησαν από το Τυπογραφείο του Αντωνίου Τερζάκη στην Κέρκυρα τα Ευρισκόμενα του Διονυσίου Σολωμού. […] Η σημασία της καινούριας έκδοσης είναι τεράστια. Ένας καινούριος Σολωμός, πολύ πιο πλούσιος και ολότελα διαφορετικός, γινόταν γνωστός με τη δημοσίευση τούτη. […] Ο Κρητικός, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ο Πόρφυρας, ο Διάλογος και τόσα και τόσα άλλα —το πιο ακριβό από την κληρονομιά του Σολωμού— με την έκδοση τούτη γινόταν για πρώτη φορά γνωστό.
Πώς δέχτηκαν οι σύγχρονοι, στα Εφτάνησα και στην Αθήνα, πώς δέχτηκε το έθνος τη μεγάλη αποκάλυψη; Μια λέξη θα μπορούσε, νομίζω, χαρακτηριστικά να εκφράσει τη γενική εντύπωση: απογοήτευση. Τ’ ανέκδοτα, που περίμεναν όλοι με τόση προσδοκία —τα «Μεσολογγιακά», τα «των Συμμάχων» κτλ. κτλ.— τι ήταν; Αποσπάσματα μονάχα, σκόρπιοι στίχοι, σχεδιάσματα ατελή. Κανένα ποίημα ολοκληρωμένο, καμιά μεγάλη σύνθεση «επικολυρική» […]. Ένα μούδιασμα και μια χαρακτηριστική σιωπή υποδέχεται την έκδοση του τόμου. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά που μιλούσαν πριν από λίγο με τόσο ενθουσιασμό (ο Αιών, η Ελπίς, η Πανδώρα) τώρα δε δημοσιεύουν ούτε λέξη. […]
Λίνος Πολίτης, «Ο Σολωμός και οι σύγχρονοί του. Πριν από εκατό χρόνια». Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1995 (3η έκδ.), 285-286.
Τρία χρόνια μετά την έκδοση των ιταλόγλωσσων σονέτων του (Rime Improvvisate, 1822) ο Σολωμός κάνει επιβλητικά τη δημόσια εμφάνισή του ως Έλληνας ποιητής με ένα έργο εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση και, όπως θα αποδειχθεί από τη μετέπειτα τύχη του, πολλαπλά βαρυσήμαντο. Πρόκειται βέβαια για τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, που τυπώνεται το 1825 στο Παρίσι, με γαλλική μετάφραση, και ξανά την ίδια χρονιά, με ιταλική μετάφραση, στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ο Σολωμός είναι μόλις 27 ετών. Ωστόσο, στα 32 χρόνια που θα ακολουθήσουν μέχρι το θάνατό του δεν θα δημοσιεύσει ούτε μία ποιητική συλλογή. Ολιγάριθμα μεμονωμένα έργα του θα αναδυθούν σποραδικά εδώ κι εκεί. Ένα κομμάτι από τον Λάμπρο θα περιληφθεί το 1834 στο κερκυραϊκό περιοδικό Ιόνιος Ανθολογία και το 1849 θα τυπωθεί σε λυτό φύλλο το επίγραμμα Εις Φραγκίσκα Φραίζερ. Σε ιδιόγραφα ή αντίγραφα καμωμένα από φίλους θα κυκλοφορήσει ένας μικρός αριθμός νεανικών κυρίως ποιημάτων, που θα φθάσουν, ετεροχρονισμένα, σε ανθολογίες, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (π.χ. η Ξανθούλα, η Φαρμακωμένη), ενώ λίγα ακόμα (π.χ. το πεζό Elogio di Ugo Foscolo, το σονέτο Orfeo) θα ακουστούν δημόσια, από το στόμα του ποιητή, σε ποικίλες περιστάσεις.
Αυτή η εξαιρετικά ισχνή και διαλειπτική εκδοτική παρουσία δεν είναι αποτέλεσμα απραξίας. Συμβαδίζει με αδιάκοπη ποιητική αναζήτηση που αντιστοιχεί σε σημαντικές ποιοτικά και ποσοτικά συνθετικές απόπειρες, πεζές και έμμετρες, ελληνόγλωσσες και ιταλόγλωσσες, τις οποίες ο Σολωμός κρατά στο συρτάρι και κατ’ εξαίρεση μόνον και επιλεκτικά αποκαλύπτει στους στενούς του φίλους. Τις επεξεργάζεται εντατικά —προσθαφαιρώντας θεματικό υλικό, αναμορφώνοντας το σχέδιό τους, αναζητώντας μέσα από αλλεπάλληλες παραλλαγές την αναγκαία και μοναδική έκφραση— αλλά αποσπασματικά, χωρίς να τους δίνει μια συνολική οριστική μορφή, και διαδοχικά τις εγκαταλείπει, μεταγγίζοντας συχνά τμήματα του υλικού από τη μία στην άλλη. Μια διαδικασία που κάποτε διαρκεί χρόνια —από το 1826 ώς το 1833 για τη Γυναίκα της Ζάκυθος, δύο τουλάχιστον δεκαετίες για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους— και που, όταν ο βιολογικός κύκλος του ποιητή κλείνει, αφήνει τις συνθετικές αυτές απόπειρες ανοικτές.
[…] το ανολοκλήρωτο σολωμικό έργο προϋποθέτει […] την αγωγή μιας ιδιαίτερης αναγνωστικής συμπεριφοράς, πιο εφικτής σήμερα, αρκεί να επιλέξουμε εύστοχα από τον πολυφωνικό ορίζοντα των αισθητικών εμπειριών στο γύρισμα της χιλιετίας και να αναζητήσουμε την απόλαυση όχι στην τελική πραγμάτωση του έργου αλλά στους στόχους που θέτει, στη δυναμική της δημιουργικής διαδικασίας του, στη λειτουργία της γραφής του, στη ρευστότητά του, στην αποσπασματική του τελειότητα. Η ανάγνωση στην περίπτωση του Σολωμού αποδεικνύει μια πιο συμμετοχική και δημιουργική περιπέτεια, που ενέχει μια «αλλιώς ωραία», μοναδική ίσως, απόλαυση.
Κατερίνα Τικτοπούλου, «Το ανολοκλήρωτο σολωμικό έργο. Ευρισκόμενα και Αυτόγραφα: Εκδοτική σπαζοκεφαλιά και αναγνωστική πρόκληση», Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή, 24 Μαΐου 1998, 9 & 11.
Δείτε επίσης και:
Επτανησιακή Σχολή, Ρομαντισμός