Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Αναγνωστάκης Μανόλης

 

 

Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι ποίηση πολιτική. Δηλαδή είναι μια ποίηση που τα συστατικά της, θεματικά και συγκινησιακά, προέρχονται κατά προτεραιότητα από το χώρο της πολιτικής συνείδησης του ποιητή (κατά προτεραιότητα· αυτό, βέβαια, σημαίνει: όχι κατά αποκλειστικότητα)· κι ακόμα: όλα τα συστατικά αυτής της ποίησης και η σύμπλεξή τους ρυθμίζονται (λίγο ή πολύ ή απόλυτα) από τα δεδομένα αυτής της πολιτικής συνείδησης. Όσο για την πολιτική συνείδηση, αυτή σχηματίζεται και προσδιορίζεται από τα πολιτικά-κοινωνικά συμβάντα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και από το βαθμό συμμετοχής του ατόμου στα συμβάντα.

Στην περίπτωση του Αναγνωστάκη, η ιστορική περίοδος είναι, σε γενικές γραμμές, γνωστή: μεταξική δικτατορία, πόλεμος, κατοχή-αντίσταση, εμφύλιος, ήττα της αριστεράς, αντικομμουνισμός. Αυτό που χρειάζεται εδώ, για να παρακολουθήσουμε την ποίησή του, είναι μερικά (τα ελάχιστα απαραίτητα) βιογραφικά στοιχεία — μόνον όσα αφορούν τα βασικά γεγονότα της δημόσιας πολιτικής δράσης του ποιητή: συμμετοχή στην αντίσταση· φυλακίζεται το 1943 για ένα διάστημα· συμμετοχή στις δραστηριότητες του κομμουνιστικού κόμματος· συλλαμβάνεται το 1948· λίγο πριν από τη δίκη του, το 1949, τον διαγράφουν από το κόμμα· δικάζεται δίχως να ομολογεί τη διαγραφή του, και καταδικάζεται σε θάνατο· η ποινή του χαρίζεται στα 1951, οπότε και αποφυλακίζεται.

Ξ.Α. Κοκόλης, «Απόπειρα ποιητικής προσωπογραφίας». «σε τί βοηθά λοιπόν…» Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Μελέτες και σημειώματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001, 16-17.

 

 

[…] πιστεύω πως ύστερα από τον Καβάφη, κανένας άλλος ποιητής δεν αποδείχτηκε τόσο βαθιά και επίμονα μοραλιστής, όσο ο Αναγνωστάκης. Θα προχωρούσα: όποιος, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τρέφει ενδιάθετη αποστροφή για τη μοραλιστική ροπή στην τέχνη γενικά και στην ποίηση ειδικότερα, δεν χρειάζεται καν να δοκιμαστεί με την ποίηση του Αναγνωστάκη. Αυτός ο μοραλισμός του Αναγνωστάκη —συγχρονικός, συντροφικός και πολιτικός— εφευρίσκει στην πορεία του τους χαρακτήρες του, που τον συστήνουν και τον εξειδικεύουν, δίχως ποτέ να του αφαιρούν την αντιπροσωπευτική του σημασία για τις δημόσιες εμπειρίες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Κέντρο του παραμένει η κρίσιμη δεκαετία 1940-1950. Ακτίνα του η αντίσταση στην εξάρθρωση της τρίπτυχης αυτής εποχής από τους κομματικούς της πατρώνες. Πρόκειται για νοβελιστική περιπέτεια που αρχίζει με την πρώιμη εφηβεία και σφραγίζεται από την πρώιμη ωριμότητα. Στον πρόλογό της, ερωτικός και πολιτικός στόχος συμπίπτουν· στα επεισόδιά της ο δίδυμος αυτός στόχος συσκοτίζεται· στην έξοδο η κομματική αστοχία, συνεπιφέρει και την ερωτική αστοχία. Την πικρή σοδειά μαζεύουν οι «Συνέχειες» της επόμενης δεκαετίας.

Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλεξάνδρου-Αναγνωστάκης-Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα 1995 (4η έκδ.), 36-37.

 

 

[…] το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο (που είναι ο Στόχος και όχι το Περιθώριο ’68-’69 ή το ΥΓ.) είναι βιβλίο όντως πολιτικό — με την ευρεία βέβαια έννοια του όρου· το μόνο βιβλίο στο οποίο ταιριάζει αδιαμφισβήτητα η ετικέτα του πολιτικού ποιητή, που έχει επικολληθεί στο συνολικό έργο του Αναγνωστάκη. Και ένας από τους λόγους, ίσως ο κυριότερος, που βλέπουμε ακόμα και σήμερα την πριν από το 1970 ποίηση του Αναγνωστάκη ως ποίηση κατ’ εξοχήν πολιτική, είναι επειδή την βλέπουμε μέσα από την οπτική γωνία του Στόχου (αλλά και του Περιθωρίου και του ΥΓ.).

Με τα όσα είπα παραπάνω δεν θέλω να αμφισβητήσω την πολιτική ή ιδεολογική διάσταση της πριν από το 1970 ποίησης του Αναγνωστάκη. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ποίηση αυτή είναι λιγότερη μαρξιστική ή κοινωνική απ’ ό,τι πιστεύεται και ότι με αυτό τον χαρακτηρισμό την αδικούμε· ότι ο Αναγνωστάκης είναι ο λιγότερο πολιτικός από τους πολιτικούς ποιητές της γενιάς του (Λειβαδίτης, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, Κατσαρός, Δούκαρης, Κύρου, Θασίτης)· και ότι η ποίησή του περιέχει στοιχεία, τα οποία, καθώς σήμερα έχουν υποχωρήσει ή αποχωρήσει ορισμένες συντεταγμένες που τα σκίαζαν, έχουν γίνει ορατά ή ορατότερα και απαιτούν τον προσδιορισμό τους. […] Δεν γνωρίζω άλλον Έλληνα ποιητή με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο, που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο (το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη). […]

Νάσος Βαγενάς, «Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη». Για τον Αναγνωστάκη. Κριτικά κείμενα, επιλ. Νάσος Βαγενάς, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 1996, 294-296.

 

 

Στη διαμόρφωσή του, θεμελιώδη ρόλο φαίνεται να έπαιξε, […] το καλοκαίρι του ’40, οπότε ανακαλύπτει την ποίηση του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Βαφόπουλου, του Εγγονόπουλου· καθώς και του Οικονόμου, για τον οποίο θα τρέφει πάντα μια ιδιαίτερη εκτίμηση.

Μα πάνω απ’ όλους αιωρείται ο Καρυωτάκης, ο μύθος των δεκαέξι του χρόνων, που σαγηνεύει τη φαντασία του εφήβου με τον δραματικό λυρισμό του και με την τραγική του μοίρα.

Μ’ αυτούς συναλλάσσεται ο Αναγνωστάκης, τρεφόμενος με τις ανησυχίες τους και αφομοιώνοντας τις καινοτομίες τους. Κάτω από τη δική τους επίδραση εγκαταλείπει γρήγορα τον παραδοσιακό στίχο, παρόλο που εξακολουθεί να ασκεί μέσα στην ψυχή του μια ιδιαίτερη γοητεία, και αφιερώνεται στην αναζήτηση του καινούργιου.

Στον δρόμο της ρήξης με την παράδοση τον οδηγεί επίσης η γνωριμία, που ωριμάζει βαθμιαία μέσα του, με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση, ειδικά δε με τη γαλλική ποίηση από τον Baudelaire ώς τους συμβολιστές.

Είχα φτάσει στο σημείο κάποτε, θυμάται ο ποιητής, να ξέρω λεπτομέρειες και ονόματα —και ολόκληρα ποιήματα από μνήμης— ποιητών δεύτερης και τρίτης κατηγορίας της εποχής του γαλλικού συμβολισμού, που οι ίδιοι οι συμπατριώτες τους, διαπίστωσα με έκπληξη, τους αγνοούν τελείως.

[…]

Ο νέος, κυρίως, υφίσταται τη γοητεία του πολύπλευρου πειραματισμού του Apollinaire, με τον οποίο συνάπτει ένα δάνειο που θα αποδώσει αργότερα καρπούς.

Η πιο σταθερή μου και αμετακίνητη προσκόλληση είναι στην ιδιοφυΐα του Απολλιναίρ που τυχαία τον ανακάλυψα στα 17 μου χρόνια και έκτοτε παραμένει το μέτρο σύγκρισης για ό,τι μετέπειτα διάβασα.

Vincenzo Orsina, Ο στόχος και η σιωπή. Εισαγωγή στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, πρόλ.-επιμ. Αλέξης Ζήρας, μτφ. Αυγή Καλογιάννη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 22-23.

 

 

[…] Αν οι Εποχές του είναι η λυρικότερη στιγμή του, οι Συνέχειες είναι ασφαλώς η πιο εσωστρεφής και προβληματισμένη έκφρασή του και Ο Στόχος ολοφάνερα είναι η δημόσια φωνή του: έμπνευση-συνείδηση-κραυγή. Αλλά και στα θέματα αυτής της συλλογής του έρχεται η στιγμή του επιμυθίου. Έρχεται με δύο κατηγορίες και ύφη ποιημάτων: με ποιήματα-ποιητικές και ποιήματα-αφηγήματα ή παρωδίες, όπου ξεμυτίζει και η χλεύη, η θυμηδία, ίσως-ίσως και η βραδυφλεγής ή η μακρόθυμη ειρωνεία. Έτσι η γλώσσα του Αναγνωστάκη, που ξεκίνησε ως ημερολογιακή εξομολόγηση, έγινε στο μεταξύ συνομιλία και περνώντας διαδοχικά από την προσωπική απολογία στη δημόσια στηλίτευση καταλήγει, πεζολογικά και πάλι, σε ποιήματα-αφηγήματα που είναι απολογισμοί ζωής.

Γιάννης Δάλλας, «Η κοινωνική συνείδηση των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών της Θεσσαλονίκης. Συνεκτίμηση». Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποίηση και ιδεολογία, Κέδρος, Αθήνα 2007, 58-59.

 

 

 

Υπάρχουν ποιητές του γήρατος, λ.χ. ο Καβάφης. Αλλά ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι ποιητής της νεότητας. Ποιητής νέος, δηλαδή σε νεανική ηλικία, μιλάει για νεανικές πράξεις και για νέους ανθρώπους. Και δεν εννοώ τα παιδιά (πραγματικά, υπάρχουν πολλά παιδιά που κυκλοφορούν και παίζουν στα ποιήματα του Αναγνωστάκη). Θέλω μόνο να υπογραμμίσω πως ό,τι συμβαίνει μέσα στην ποίηση αυτή ή ό,τι υποτίθεται πως συμβαίνει (ο έρωτας, η φυγή, η δράση, ακόμα και ο θάνατος, κυρίως ο θάνατος) σχετίζεται με τη νεότητα, αναφέρεται στη νεότητα:

Μ’ αν πρέπει τ ώ ρ α να πεθάνουμε, το ξέρεις,
Πρέπει γιατί αύριο δε θα ’μαστε πια νέοι.

 Ή ακόμα:

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι.

Θα σημείωνα επίσης μιαν εξέλιξη χαρακτηριστική. Στα ποιήματα της πρώτης συλλογής Εποχές (1945), όπου επικρατεί ακόμη, αν δεν κυριαρχεί κιόλας, μια (νέο)-ρομαντική διάθεση φυγής, ένας μοναχικός έφηβος ονειρεύεται θαλασσινά ταξίδια σε μακρινές πολιτείες. Ο έρωτας, η ανία, η συνείδηση του αδιεξόδου παραπέμπουν σε μια θεματική τύπου Ουράνη, Μπάρα ή Καββαδία. Κι έπειτα (βρισκόμαστε πάντοτε στο κλίμα των Εποχών, δηλαδή στο κλίμα του εμφυλιοπολεμικού τέλους της δεκαετίας του 1940), αυτός ο μοναχικός έφηβος, που δεν είναι πια τόσο έφηβος ούτε τόσο μοναχικός, μεταβάλλεται σε πολιτικό ον που συμμετέχει στα κοινά, που φυλακίζεται μάλιστα και καταδικάζεται σε θάνατο (1949). Αλλά η νεότητα πάντα παρούσα. Ακόμα και στα ποιήματα των Συνεχειών, που μας φέρνουν κυρίως στη δεκαετία του 1950, ακόμα και στα ποιήματα του Στόχου (όπου και το χαρακτηριστικό «Νέοι της Σιδώνος, 1970»), ο κόσμος του Αναγνωστάκη, είτε κυριαρχείται από την αποδεκατισμένη γενιά του ποιητή, είτε αναφέρεται και στους «επιγόνους», είναι πρωτίστως ένας κόσμος νεανικός. […]

Παν. Μουλλάς, «Μισός αιώνας πνευματικής παρουσίας». Τρία κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, Στιγμή, Αθήνα 1998, 20-21.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική ποίηση