Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
▲▲ Καρκαβίτσας Ανδρέας
Ο Καρκαβίτσας έγραψε πολλούς τόμους διηγήματα, από τα οποία τα Λόγια της πλώρης, διηγήματα θαλασσινά (1899), θεωρούνται τα καλύτερά του. Σημειώνω ότι γενικά στα διηγήματά του πρέπει να εξαρθεί η συγκρότηση του θέματος σε ενότητα, η γνώση των απλών ανθρώπων και πάντως ο λαμπρός χειρισμός της γλώσσας, υποδειγματικός για τα χρόνια εκείνα. Πραγματικά ο Καρκαβίτσας, αν και ξεκινημένος από την καθαρεύουσα, αποδέχθηκε την νέα γλωσσική διδασκαλία και έφθασε να επεξεργασθεί στην δημοτική διηγήματα που τα είχε γράψει άλλοτε στην καθαρεύουσα. Ο ζητιάνος, μακρό διήγημα με πολλά ηθογραφικά στοιχεία, είναι από τα πιο προωθημένα νεοελληνικά έργα στην κατεύθυνση του νατουραλισμού. […] Όταν ο Καρκαβίτσας αποφάσισε να υψώσει τον τόνο και να συνθέσει ένα διήγημα που θα έκλεινε μέσα του τα σύγχρονα προβλήματα, όπως τα έβλεπε η ανακαινιστική προσπάθεια του δημοτικισμού, έγραψε τον Αρχαιολόγο (1903)· είναι φτωχή αλληγορία που προσπαθεί να μυθοποιήσει τις ιδέες του δημοτικισμού· αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας η προγονολατρία.
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 554-555.
Πριν από τα είκοσι χρόνια του (1885) παρουσιάστηκε στα περιοδικά της εποχής με ηθογραφικά διηγήματα, που τα συγκέντρωσε σε τόμο το 1892 (Διηγήματα). Είναι γραμμένα, φυσικά, στην καθιερωμένη καθαρεύουσα της εποχής. […]
Τα μεταγενέστερα διηγήματά του, που τα συγκέντρωσε ο ίδιος σε δυο τόμους: Λόγια της πλώρης (1899, τα ναυτικά) και Παλιές αγάπες (1900), ανήκουν βέβαια στην ίδια περιοχή του ηθογραφικού διηγήματος. Ό,τι όμως τα χαρακτηρίζει δεν είναι η νοσταλγία και ο ρεμβασμός, όπως στον Παπαδιαμάντη, όσο μια ακριβής παρατήρηση και μια δύναμη ψυχογραφική· γενικά ένας τόνος ρεαλιστικός, που φτάνει πολλές φορές ως τη σκληρότητα. Παράλληλα η πεζογραφική του δύναμη ξεπερνά τα όρια του διηγήματος και τον οδηγεί σε συνθετότερα αφηγήματα και μυθιστορήματα. Στην πρώιμη ακόμη Λυγερή (πρώτη δημοσίευση 1890), τοποθετημένη στο ηθογραφικό πλαίσιο του κάμπου της Ηλείας, έχουμε κιόλας ένα αδρό σχεδίασμα χαρακτήρων και ένα «αίσιο τέλος» με αρκετά ωστόσο πικρή γεύση. Το καλύτερό του έργο είναι αναμφισβήτητα Ο Ζητιάνος (1896)· το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας επαγγελματίας ζητιάνος από τα Κράβαρα της ορεινής Ναυπακτίας, που πλουτίζει και θριαμβεύει εκμεταλλευόμενος την αθλιότητα και την αμορφωσιά των χωριών, κυρίως ενός θεσσαλικού χωριού που μόλις είχε απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό. Το μυθιστόρημα είναι μια σκοτεινή ζωγραφιά της ανθρώπινης ποταπότητας από τη μια μεριά και της αθλιότητας από την άλλη, και συνάμα ένας αδυσώπητος έλεγχος της κοινωνίας, της νεοελληνικής κοινωνίας του καιρού του (ας θυμηθούμε τη χρονιά που το γράφει: 1896, παραμονή του 1897). Ανάλογες είναι και οι λογοτεχνικές αρετές του έργου, το ύφος και η γλώσσα, δουλεμένα εδώ στην εντέλεια, η πυκνή σύνθεση, οι παραστατικές περιγραφές (όπως π.χ. της φωτιάς που κατέστρεψε το κονάκι του μπέη).
Ο Ζητιάνος αποτελεί την ακμή του Καρκαβίτσα. […]
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 206-207.
[…] η πορεία που [ο Καρκαβίτσας] ακολούθησε στη σαραντάχρονη δράση του παρουσιάζει κάμποσες αλλαγές, και προπαντός μία, από τον καιρό που βγαίνει ο Νουμάς (1804) και ύστερα, που τον τραβά έξω από τη δημιουργική σύνθεση. Στη δημιουργική φάση της τέχνης του δύο τάσεις ξεχωρίζουν, κατά τη δική μου άποψη. Η μία ξεκινά από τα πρωτόλειά του και είναι άμεσα δεμένη με το λαϊκό θησαυρό των παραδόσεων και των δοξασιών. Σύμφωνα με αυτήν την τάση, ο Καρκαβίτσας αφηγείται θέματα που έχει ακούσει, και δηλώνει με καμάρι την προέλευσή του αυτή από το λαό. Η πρόφαση αυτή του προσφέρει τη δυνατότητα να χειριστεί τη γλώσσα του λαού. Στην ίδια κατεύθυνση θα συνεχίσει μέχρι να φτάσει στα διηγήματα του τόμου Λόγια της πλώρης (1899). Τα διηγήματα αυτά είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο· στο καθένα απ’ αυτά ακούμε τη μαρτυρία ενός ανθρώπου της θάλασσας. Χάρη στο τέχνασμα του πρώτου προσώπου ο Καρκαβίτσας ταυτίζεται με τους λαϊκούς αφηγητές του. […]
Στη δεύτερη φάση […] βλέπουμε τον Καρκαβίτσα να στήνει μιαν ιστορία όπως τη Λυγερή, ή το Ζητιάνο. Σ’ αυτά, έργα που επιδέχονται κάποια ευρυχωρία, ο Καρκαβίτσας δεν αρνείται στους ανθρώπους του λαού να μιλήσουν τη γλώσσα τους, μόνο που τη δυνατότητα αυτήν την περιορίζει στους διαλόγους. Ωστόσο ο ίδιος όχι μόνο δεν έχει πια ούτε λόγο ούτε τρόπο να ταυτίζεται με τα πρόσωπά του, αλλά θέτει ανάμεσα στον εαυτό του και σ’ αυτά εκείνη την απόσταση που επιβάλλει η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Αυτό είναι πιο φανερό όταν ακόμη μεταχειρίζεται την καθαρεύουσα, όπως στη Λυγερή. Η γλώσσα του λαού υποχωρεί από το πρώτο μόνιμο πλάνο και περιορίζεται στο διάλογο, υλικό μέσα στα άλλα υλικά.
Mario Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα 1991 (3η έκδ. επαυξημένη), 86-87.
Το έργο του Καρκαβίτσα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το γλωσσικό ζήτημα επηρέασε καθοριστικά τη λογοτεχνία μας. Αρχικά, όπως αναφέρθηκε ήδη, έγραφε κυρίως στην καθαρεύουσα, αλλά ήταν φανερό ότι το γλωσσικό του αίσθημα τον οδηγούσε στη δημοτική. Όπως και άλλοι πεζογράφοι της ίδιας εποχής, χρησιμοποίησε ακόμη και στα πρώτα δημοσιευμένα διηγήματά του τη δημοτική, και μάλιστα με πολλά διαλεκτικά στοιχεία, για τους διαλόγους των χωρικών ηρώων του. Προχώρησε, όμως περισσότερο, με το να μεταχειριστεί τη δημοτική και στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όταν ο αφηγητής του ήταν πρόσωπο του λαού. Έχοντας ένα βαθύτερο υπόστρωμα προσωπικών βιωμάτων και γνωρίζοντας καλύτερα τη γλώσσα του λαού στα διάφορα ταξίδια του, δέχτηκε θετικά το Ταξίδι μου (1888) του Ψυχάρη και αναμφισβήτητα επηρεάστηκε από τις μεγάλες συζητήσεις που προκάλεσε. Σταδιακά, λοιπόν, μέσα στη δεκαετία του 1890 άρχισε να γράφει αποκλειστικά στη δημοτική και να συμμετέχει ενεργά στο γλωσσικό αγώνα. […]
Ωστόσο, η στροφή του αυτή έγινε με πολλή προσοχή και μετριοπάθεια. Δεν αποδέχτηκε τις γλωσσικές ακρότητες του Ψυχάρη· βρήκε μάλιστα την ευκαιρία να τις καταδικάσει αρκετές φορές. Ο Καρκαβίτσας χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα με πλήρη συνείδηση των δυνατοτήτων, αλλά και των αδυναμιών της. Προσπάθησε να συμβιβάσει τις δύο αντίθετες τάσεις σε μια γλώσσα που θα αξιοποιούσε το διαχρονικό θησαυρό της ελληνικής.
Έρη Σταυροπούλου, «Ανδρέας Καρκαβίτσας. Παρουσίαση – Ανθολόγηση». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Η΄. 1880-1900, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, 185-187.
Ένα άλλο σημαντικό κίνημα, η ηθογραφία, θα επιδράσει θετικά και καθοριστικά στον νέο προσανατολισμό της τέχνης του Καρκαβίτσα. Οι μελέτες του «πατέρα» της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Γ. Πολίτη (1852-1921), αλλά και επιτόπιες έρευνες του ίδιου του Καρκαβίτσα, έδωσαν τη δυνατότητα στον δεύτερο να εμπλουτίσει τη συγγραφική του πράξη με αναφορές και υποδηλώσεις που παρέπεμπαν στις λαϊκές δοξασίες του 19ου αιώνα και καθιστούσαν τη γραφή του σύμβολο μιας ευρύτερης αναγεννητικής και ανανεωτικής κίνησης. […] Η λαογραφία για τον Καρκαβίτσα αντιπροσώπευε την αυθεντική ποιότητα ενός συγκεκριμένου τρόπου ύπαρξης σε μια προαστική εποχή, κατά την οποία, ωστόσο, οι κοινωνικοί κανόνες και συνήθειες είχαν αρχίσει να υπονομεύονται και να καταρρέουν κάτω από την πίεση νέων αντιλήψεων και νέων μορφών συμβίωσης. Η συγγραφική δραστηριότητά του, λοιπόν, αποσκοπούσε στο να απεικονίσει την κατάρρευση αυτού του τρόπου κοινωνικής ύπαρξης· και μάλιστα να την απεικονίσει κατά τρόπο κριτικό, δηλαδή με βάση μια ιδεολογική θέση και με τη συγκεκριμένη αισθητική της έκφανση. Ο κοινωνικός και ο αισθητικός ρεαλισμός αποτελούν τις κεντρικές προϋποθέσεις της Λυγερής, μολονότι θα λάβουν την πληρέστερη μορφή τους στον Ζητιάνο. Η Λυγερή αντιπροσωπεύει την έξοδο του Καρκαβίτσα από τον κλειστό ορίζοντα ενός παρηκμασμένου ρομαντισμού και ταυτόχρονα καταγράφει την ανακάλυψη της νέας πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά τη στροφή των λογίων της προς τις ζωογόνες πηγές του λαϊκού πολιτισμού.
Π.Δ. Μαστροδημήτρης, «Εισαγωγή». Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Λυγερή, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1994, 21-23 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
[…] στη Λυγερή ο συγγραφέας υποβάλλει δύο άλλους παράγοντες αποφασιστικούς για την τύχη των ανθρώπων: τους φυσικούς νόμους, στους οποίους κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί, και το χρήμα, που ρυθμίζει ουσιαστικά τη ζωή, έστω κι αν επιφανειακά προβάλλονται άλλες αιτίες για τις πράξεις των ηρώων.
Τα δύο αυτά τελευταία ζητήματα θα τα αναπτύξει στην επόμενη νουβέλα του, τον Ζητιάνο, το καλύτερο ίσως έργο του. […]
[…] Η ιστορία τοποθετείται στο θεσσαλικό κάμπο, λίγα χρόνια μετά την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι καταδυναστεύονται από δύο αφέντες, εξίσου σκληρούς απέναντί τους. Ο ένας είναι ο Τούρκος μπέης, που ζητά να κρατήσει τσιφλίκι του το χωριό. […] Ο άλλος αφέντης είναι το ελληνικό κράτος, και εκπροσωπείται από μια σειρά όχι μόνο αδιάφορους, αλλά και βασανιστικούς και άπληστους υπαλλήλους, όπως ο τελωνοφύλακας, οι δικαστικές και οι στρατιωτικές αρχές. […]
Μπορούμε να πούμε ότι ο Ζητιάνος είναι γραμμένος με πολύ θυμό. Ο Καρκαβίτσας ασκεί αμείλικτη κριτική σε όλους· μοιάζει να παίρνει τη σκυτάλη από τον Παύλο Καλλιγά, που ήδη πάνω από 40 χρόνια πριν είχε ζωγραφίσει στον Θάνο Βλέκα την ίδια τραγική κατάσταση των αγροτών στο ελληνικό κράτος. […] Φαινομενικά, στο έργο του αυτό ο συγγραφέας επικρίνει […]: το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Στην πραγματικότητα, κάνει μία ξεκάθαρη και πολύ αυστηρή κοινωνικοπολιτική κριτική, καταγγέλλοντας την παραμόρφωση του πατριωτικού ιδανικού και τον βαρύ αγώνα των ανθρώπων της υπαίθρου. Ακόμη, δημιουργεί με τον πρωταγωνιστή του ένα εντυπωσιακό σύμβολο του επιτήδειου, που επιδιώκει τη νίκη και το κέρδος με κάθε μέσο και χωρίς καμιά ηθική αναστολή.
Έρη Σταυροπούλου, «Ανδρέας Καρκαβίτσας. Παρουσίαση – Ανθολόγηση». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Η΄. 1880-1900, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, 197-199.
Δείτε επίσης και:
Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή), Ηθογραφία, Νατουραλισμός