Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
▲▲ Δημουλά Κική
Η ποίηση της Κικής Δημουλά, από τις πρώτες κιόλας συλλογές, καθορίζει και το στίγμα της: ποίηση του εσωτερικού χώρου, που ξεκινάει από το ασήμαντο, το καθημερινό, για να το εστιάσει στην σκοτεινή περιοχή της ύπαρξης, εκεί όπου τελείται η πραγματική ζωή. […] Με συγγένειες βασικά προς τους ποιητές της υπαρξιακής αγωνίας, θ’ ακροβατήσει ανάμεσα στις ξένες και τη δική της φωνή. Η ακροβασία αυτή θα διατηρηθεί ως τη συλλογή Ερήμην (1958), που ολοκληρώνει την πρώτη φάση της ποίησής της. Τη δεύτερη φάση, την ουσιαστικότερη και περισσότερο προσωπική, θα καλύψουν οι δύο επόμενες ποιητικές της συλλογές, Επί τα ίχνη (1963) και Το λίγο του κόσμου (1971). Μια τρίτη φάση, που βρίσκεται σε εξέλιξη, άρχισε με την πρόσφατη ποιητική της συλλογή Το τελευταίο σώμα μου (1981).
Τάκης Καρβέλης, «Η ποίηση της “πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας” και της “λυρικής αφαίρεσης” (Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου)». Δεύτερη ανάγνωση. Δοκίμια, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1984, 91.
[…] Είναι δύσκολο να γράψεις για την ποίηση της Κικής Δημουλά, διότι είναι ποίηση άνευ αντικειμένου. Κυριολεκτώ. Η ποίηση της Κικής Δημουλά είναι άνευ αντικειμένου, αφού αντικείμενό της είναι το μηδέν.
Για να είμαι περισσότερο σαφής: όχι ακριβώς το μηδέν (τι να γράψει κανείς γι’ αυτό) όσο η παρουσία του στη ζωή μας, η σχέση μας μαζί του. Το μοναδικό θέμα της Δημουλά είναι το σταδιακό ή αιφνίδιο πέρασμα από το ον στο μη ον. Το πέρασμα που ονομάζεται χρόνος, φθορά ή θάνατος.
Μερικές φορές η Δημουλά αντιστρέφει το θέμα της: πρόκειται τότε για το πέρασμα από το μη ον στο ον, δηλαδή τη μνήμη. (Όταν θυμάσαι ανακαλείς μη ον, κάτι που δεν υπάρχει πια). Τις περισσότερες φορές στο έργο της η μνήμη έχει τη μορφή φωτογραφίας.
[…]
Η φωτογραφία είναι από τα κύρια θέματα της Κικής Δημουλά. Και πώς θα γινόταν αλλιώς; Κάθε φωτογραφία, και η πιο ταπεινή, είναι η παρουσία μιας απουσίας. […]
Νίκος Δήμου, «“Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας”. Σημειώματα σε ποιήματα της Κικής Δημουλά». Δοκίμια ΙΙ. Τα πρόσωπα της ποίησης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, 37-38 & 47.
[…] ένα άλλο ζεύγος ιδιαίτερα αγαπητό της Δημουλά, ζεύγος εννοιών-συμβόλων πια: η λήθη και η μνήμη. Οι δυο τους κατοικούν απαρχής στην ποίησή της, από τον μακρινό καιρό του Ερέβους (1956) και του στίχου «Τ’ όνομά μου γραμμένο απ’ έξω με λήθη», ως το «Λησμονητήριο» του Χαίρε ποτέ (1988), όπου η Μνήμη ονομάζεται Μάντιδα και η Λήθη είναι η «διπλανή ιέρεια», και ως την έντιτλη δεσποτεία της λησμοσύνης στην Εφηβεία της λήθης. Τώρα λοιπόν οι διπλανές, οι συγκάτοικες, οι ίδιες μέσα στις τόσες διαφορές του […] χωρίζουν· αυτή είναι η ώριμη απόφαση της ποιήτριας, να χωρίσουν, και πια η λήθη να γίνει αυτεξούσια, με το δικό της σπιτικό, και να επιβάλει τους δικούς της νόμους. Γιατί η μνήμη δεν παρηγορεί μόνο, δεν κρατάει ενιαίο έναν χρόνο αφόρητα κομματιασμένο — καταπονεί και καταβάλλει, καθηλώνει και εξουθενώνει. […]
Παντελής Μπουκάλας, «“Να αντέξεις είναι το ζητούμενο”…», περ. Εντευκτήριο, τχ. 57 (Απρ.-Ιούν. 2002) 13-14.
[…] Παρακάμπτοντας τη λογική χρήση του συμβόλου από την α΄ μεταπολεμική γενιά, το «άγαλμα» εμφανίζεται ελάχιστα —αν δεν εκλείπει— στην ποίηση της β΄ μεταπολεμικής. Εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα είναι η Κ. Δημουλά. […]
[…] η ποιήτρια πλησιάζει περισσότερο την ποιητική του Κ.Π. Καβάφη. Ο στίχος της «δεν υμνεί, δεν τραγουδά, δεν σπαράζει από πάθος, αλλά είναι στίχος που σκέπτεται» και σκέπτεται περισσότερο πάνω στην ψυχική κατάσταση των αγαλμάτων και το προσωπικό τους δράμα, παρά στην εξωτερική ακινησία τους. […]
[…] Στη Δημουλά —όπως και στον Καβάφη— τα αγάλματα είναι οδοδείχτες ενός προσωπικού μαρτυρίου, που δεν έχει άμεση σχέση με συλλογικές αποφάσεις και λύσεις. Επιλογή δύσκολη, που διαπερνά σαν στάση ζωής και ολόκληρη την ποίηση της Δημουλά, αλλά και της β΄ μεταπολεμικής γενιάς, που μπροστά στην αποτυχία των συλλογικών οραμάτων και του ασφυκτικού περίγυρου της μεταπολεμικής εξουσίας, θα βρει καταφύγιο στους χαμηλούς τόνους της προσωπικής περιπέτειας, με κύριους άξονες τον θάνατο και τον έρωτα. […]
Νίκος Γ. Δαββέτας, «Η συμπεριφορά των αγαλμάτων στην ποίηση της Κικής Δημουλά», περ. Η λέξη, τχ. 84 (Μάης 1989) 344-346.
[…] θα χαρακτηρίζαμε την ποίησή της ως ποίηση εσωτερικού χώρου. Όχι μόνο γιατί κινείται μέσα στο σπίτι, από το σαλόνι στην κουζίνα δηλαδή, αλλά γιατί ακόμα και αν είναι έξω, η ποίησή της είναι ποίηση του μέσα χώρου, της ψυχής. Είναι ο ίδιος ο εαυτός, που τον παλεύει μέσα στα ποιήματά της και δεν του επιτρέπει καμιά αυταπάτη.
Αν τώρα ένα ποίημα εγκλωβίσει κι εμάς στο εσωτερικό ενός σπιτιού, η ποιήτρια αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει με μέσα λιτά. Κι όσο πιο λιτά, τόσο πιο σπαρακτικά. Γιατί, αν το βλέμμα πέσει πάνω σε μια φωτογραφία ή σ’ ένα κάδρο, μπορεί να αιχμαλωτιστεί στα σχοινιά του πλοίου μιας αναρτημένης υδατογραφίας και να αφήσει το παράπονο να εκφραστεί: Γιατί να μην πνεύσουν οι άνεμοι, γιατί να αποκλειστεί η φυγή προς μια ανοιχτή θάλασσα; Τέτοιο παράδειγμα μας δίνει η χαλκογραφία της Αργυρώς Νεγρεπόντη, που εικονίζει καράβια «λάσκα δεμένα» και βρίσκεται χρόνια τώρα κρεμασμένη στον τοίχο:
Παραμέλησα τα καράβια σας
χρόνια σε κάποιον τοίχο
λάσκα δεμένα
στην υπογραφή σας «Αργυρώ».
Αλλά τώρα, μετ’ από τόσα χρόνια, Αργυρώ,
πες μου τι θα σου στοίχιζε
μια πρόβλεψη ανέμων;
Πάνω στη θάλασσα,
πίσω απ’ τα καράβια,
έπρεπε να ’χεις χαράξει
και κάποιο γλιτωμό.
Αφού βουλιάξαν όλοι οι τρόποι
θα έφευγα με μια χαλκογραφία.
(«Χαλκογραφία», Το λίγο του κόσμου)
Γιάννης Παπακώστας, «Ποίηση του μέσα χώρου». Ιχνηλασίες. Φιλολογικά μελετήματα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003, 213-214.
Αξιοσημείωτος είναι […] ο τρόπος με τον οποίο η Κική Δημουλά κινείται στους χώρους του παρόντος και του παρελθόντος, ανατρέποντας τα αντικειμενικά χρονικά δεδομένα και, κυρίως, καταργώντας, με τη γλωσσική-λεκτική άνεση που τη χαρακτηρίζει, την έννοια του σταθερού και του αυτονόητου, μετακινώντας ανοίκεια πράγματα στον χώρο των οικείων και αντιστρόφως· μεταποιώντας καταστάσεις που ανήκουν στον χώρο του υπεραισθητού, για να τις καταστήσει προσεγγίσιμες, καθημερινής χρήσεως έννοιες, και ανάγοντας καταστάσεις και πράγματα του παρόντος στο επίπεδο του συμβόλου. Και όλ’ αυτά με μία επιφανειακή ευκολία, αφού είναι γνωστό ότι, στην πραγματικότητα, ποιητικοί τρόποι όπως αυτοί της Δημουλά προϋποθέτουν την επώδυνη εξαργύρωση στο πάντα ανασφαλές χρηματιστήριο της γλώσσας, των βιωμάτων, των εμπειριών και άλλων, υπαρξιακής υφής εναγώνιων προβληματισμών γύρω από τον έρωτα, τον θάνατο, τη μοναξιά, τη φθορά, τον φόβο του αγνώστου.
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η ελληνική ποίηση, τ. ΣΤ΄, επιμ. Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2003, 150-151.
Η Δημουλά κάνει πράγματα με τη γλώσσα που κανείς Έλληνας ποιητής δεν τόλμησε. Αλλάζει τα μέρη του λόγου, κάνει τα επίθετα ρήματα, τα ουσιαστικά επιρρήματα. Αναρχική των λέξεων, παίρνει εκδίκηση από τη γλώσσα για κάθε απουσία, κάθε μοναξιά, κάθε φόβο της ζωής. Τρομοκρατημένη από την ύπαρξη, η Δημουλά τρομοκρατεί τη γλώσσα. Άλλωστε, μόνο μια τέτοια ιδιόλεκτος μπορεί να εκφράσει το μηδέν.
Νίκος Δήμου, «“Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας”. Σημειώματα σε ποιήματα της Κικής Δημουλά». Δοκίμια ΙΙ. Τα πρόσωπα της ποίησης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, 39.
[…] Οι νεολογισμοί της […] συλλογής [Η εφηβεία της λήθης], το «βαθύλυπα» λόγου χάρη, το «εμπαιχτής» και το «λαθραιότης», έρχονται από τον ίδιο τρόπο που έπλασε την παραστατικοτάτη «φυλλοποντή», την «αναερείπωση», την «κοσμωδία» και την «ενάστρωση» στο Χαίρε ποτέ. Τον «εσωλέμβιο», την «πρασινομαντεία» και τα «μισανθή» στο Τελευταίο σώμα μου· ή τον «συνέρημο» στο Λίγο του κόσμου.
Τα απροσδόκητα ζεύγη (είτε επιθέτου και ουσιαστικού είτε ρήματος και ουσιαστικού είτε δύο ουσιαστικών), το «χέρσο ύψος», το «κραυγάζω φωταψίες», το «ευρυχωρία αναμονής» της νέας συλλογής, έχουν πολλούς προγόνους: το «φορτηγό κλάμα», την «επιδόρπια θάλασσα», το «εκφωνείς γραμματόσημα» και τους «πολιούχους χωρισμούς» του Χαίρε ποτέ· τη «χήρα στιγμή», το «φως κορνάρει», τον «δουλοπάροικο παλμό» και τον «ανάσκελο χρόνο» στο Τελευταίο σώμα μου· τον «αξημέρωτο ήχο» ή το «μεσίστιο μέλλον» και το «φυτεύομαι άνθη, ανθίζω συναισθήματα» του Ερήμην (1958).
Μανιέρα; Χωρίς αυτά τα συστατικά, η ποίηση της Δημουλά δεν θα ήταν απλώς άλλη, θα ήταν λιγότερο λαμπρή και πλούσια και πολύ πιο κλειστή στον εαυτό της, ένα αίνιγμα δίχως ανοίγματα. […]
Παντελής Μπουκάλας, «“Άπληστο που είσαι ανεξήγητο”… Κική Δημουλά: Η εφηβεία της λήθης». Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996, 151-152.
[…] καθώς μάλιστα προοδεύει ο βιολογικός και ο ποιητικός της χρόνος, [η Δημουλά] έχει πια συνειδητοποιήσει πως οι λέξεις που διαθέτει για να συνθέσει ένα ποίημα, έγιναν στο μεταξύ νευρωτικές. Δύστροπες και συνάμα υπεροπτικές, διεκδικούν ένα είδος αυτονομίας όχι μόνον απέναντι στο υποκείμενο νόημά τους, για το οποίο παντελώς κάποτε αδιαφορούν, αλλά και στην όποια συναισθηματική αφορμή τους, που τείνουν να την επικαλύψουν ή ακόμη και να την ακυρώσουν. Σ’ αυτήν τη νεύρωση των λέξεών της αισθάνομαι ότι η Δημουλά αντιστέκεται με έναν δικό της πρωτότυπο τρόπο: εμπαίζει τις λέξεις του ποιήματος με τη μέθοδο του λογοπαιγνίου, κι έτσι παίρνει κατά κάποιον τρόπο την εκδίκησή της. Ή για να το πω αλλιώς: αντί να παραχωρήσει τη νίκη στον ναρκισσισμό των νευρωτικών λέξεων, τις παρασύρει στο δικό της εκφραστικό παιχνίδι, τις παγιδεύει, τις ξεμπροστιάζει και ως ένα σημείο τις γελοιοποιεί.
[…] Είμαι της γνώμης ότι, όσο περνάει ο καιρός, η Κική Δημουλά εκθέτει όλο και περισσότερο τα ποιήματά της σ’ αυτήν την κόψη του ξυραφιού με μια γενναία δόση ειρωνείας. […]
Αυτός ο τρόπος, λογοπαίγνιο στο παίγνιο των λέξεων, φαίνεται να σκανδαλίζει τόσο κάποιους αναγνώστες και ορισμένους κριτικούς της ποίησης της Κικής Δημουλά, ώστε να τον προσγράφουν ως στοιχείο εφευρημένης μανιέρας, που ενίοτε φτάνει στην καταχρηστική υπερβολή. Προφανώς δεν συμφωνώ μ’ αυτή την ομολογημένη ή και ανομολόγητη επιφύλαξη. Αντιθέτως, […] πιστεύω ότι η ποιητική ρητορική της Δημουλά, αποτυπωμένη και στα λογοπαίγνιά της, εκπέμπει σήμα εκφραστικού πανικού, που μας αφορά όλους στις μέρες μας. Μόνο που ο πανικός αυτός στη δική της περίπτωση δεν ενδίδει στην εύκολη δραματοποίηση· προκρίνει την παιγνιώδη ειρωνεία, και έτσι από αμυντικός γίνεται πια επιθετικός.
Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Η νεύρωση των λέξεων», περ. Εντευκτήριο, τχ. 57 (Απρ.-Ιούν. 2002) 9.
Δείτε επίσης και:
Μεταπολεμική ποίηση