Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
▲ Κρυστάλλης Κώστας
Ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894) μας έχει αφήσει έργο ποιητικό και πεζογραφήματα λιγοστά, με ηθογραφικό χρώμα· επίσης συνέλεξε και εδημοσίευσε λαογραφικό υλικό. Πρωτοπαρουσιάσθηκε στην λογοτεχνία μας μ’ ένα «ποίημα επικόν εις άσματα τρία», Αι σκιαί του Άδου (1887). Στον αδέξιο στίχο του φανερώνει έντονη επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Με τις Σκιές συνεκδίδονται και δυο ποιήματα, από τα οποία ένα σε καθαρεύουσα με τίτλο «Αναμνήσεις» και μότο του Γ. Παράσχου. Στα 1890 έχουμε ένα επύλλιο, όπως τ’ ονομάζει, Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου· κι εδώ ο Βαλαωρίτης και η τεχνική του επικρατούν. Στα 1891 έχουμε τα Αγροτικά· επαινέθηκαν σε έναν ποιητικό διαγωνισμό […].
Σημεία των καιρών: η λαογραφία έχει εδώ τον λόγο αποκλειστικά. Όλη η συλλογή αποτελείται από μιμήσεις του δημοτικού τραγουδιού. Ο νέος ποιητής προσπαθεί να γράψει δημοτικά τραγούδια. Η πτώση είναι οδυνηρή: την λειότητα, την λιτότητα, το πλαστικό δέσιμο του δημοτικού τραγουδιού, την σοφή και άσφαλτη τοποθέτηση της αρμόδιας λέξης μέσα στον στίχο, την επιγραμματική διατύπωση του συναισθήματος και της ψυχολογίας έρχεται να τα αντικαταστήσει μια φτώχεια καθολική, που προσπαθεί να κρυφθεί μέσα στην αφθονία ενός αχαλίνωτου δεκαπεντασύλλαβου. Το χειρότερο είναι ότι ο Κρυστάλλης παρεμβάλλει κάποτε ατόφυους στίχους του δημοτικού τραγουδιού μέσα στα ποιήματά του· οι τέτοιοι στίχοι λάμπουν απομονωμένοι και πυκνώνουν το σκοτάδι γύρω τους. Το ίδιο κάνει και με τα θέματα όσα δανείζεται από το δημοτικό τραγούδι: συμπλέκονται αδόκητα και μας ξενίζουν χωρίς να μας θέλγουν. Ανάλογες κρίσεις προκαλεί και η τελευταία του συλλογή, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), που κι αυτή επαινέθηκε σε ποιητικό διαγωνισμό με εισηγητή τον Άγγελο Βλάχο. Τον επόμενο χρόνο ο Κρυστάλλης, παιδί του βουνού, που δεν μπόρεσε να εγκλιματισθεί στην πολιτεία, πέθανε φυματικός.
Οι σύγχρονοι ήταν θαμπωμένοι ακόμη από την αποκάλυψη του δημοτικού τραγουδιού· η ερμηνεία του μόλις άρχιζε και η αισθητική του υπόσταση δεν είχε καθόλου μελετηθεί. Έτσι είταν πρόθυμοι να τιμήσουν κάθε τι που θα το θύμιζε, που θα έτεινε προς αυτό, έστω και χωρίς μεγάλο κριτικό έλεγχο. […] Ακόμη είταν και το γλωσσικό ζήτημα επάνω στην θέρμη του: η χρήση της δημοτικής αποτελούσε καθεαυτήν για τους καινούριους δημοτικιστές έναν τίτλο ποιητικό. Ύστερα ήρθε κι ο άωρος θάνατος του Κρυστάλλη να δημιουργήσει κατάλληλη ατμόσφαιρα υποβολής. Ο ποιητής τιμήθηκε υπέρμετρα.
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 478-479.
Οι αυστηρές αυτές κρίσεις, που τις συμμερίζονται και πολλοί νεώτεροι κριτικοί, χρειάζονται όμως ίσως κάποια αναθεώρηση. Για να αποτιμήσουμε δικαιότερα την προσφορά του Κρυστάλλη πρέπει να τον απαλλάξουμε από την αξιολογική σύγκριση με το πρότυπο. Φυσικά ο κόσμος του Κρυστάλλη είναι διαφορετικός από τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού — πώς μπορούσε να είναι αλλιώς; Από την άλλη μεριά, ο στίχος του δεν αποτελεί τόσο δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού όσο φαίνεται στο πρώτο αντίκρισμα. Εύτονος, αδρός, πλάθεται με πολλή τέχνη προσωπική, αντλώντας τη δύναμη και την ορμή από το δημοτικό πρότυπο. Ακόμα και η χρήση των ιδιωματικών λέξεων, όταν δε φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και δείγμα τεχνίτη όχι κοινού. Αν μάλιστα τοποθετήσουμε τα ποιήματα του Κρυστάλλη στην εποχή του, όταν ο δέκα χρόνια σχεδόν αρχαιότερός του Παλαμάς βρισκόταν ακόμα στο πρώιμο στάδιο που αντιπροσωπεύουν Τα Μάτια της ψυχής μου, και η εκμετάλλευση των δημοτικών πηγών είχε δώσει μόνο τη λειασμένη γλυκερότητα των Ειδυλλίων του Δροσίνη, τότε θα εκτιμήσουμε καλύτερα και δικαιότερα την προσφορά του πρόωρα χαμένου ποιητή στη νεοελληνική ποίηση.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 220-221.
Μιλώντας για το έργο του Κρυστάλλη, δεν είναι δυνατό να αγνοήσει κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε. Στον τόπο όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας η κτηνοτροφία και η γεωργία δε διέφεραν, ως προς τα μέσα και τους τρόπους, από την εποχή του Ησίοδου. Εκεί, στο ορεινό χωριό του, η παιδεία του, εκτός από τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, είχε να κάνει με τα παραμύθια, τις λαϊκές παραδόσεις, τα δημοτικά τραγούδια και ίσως κάποιες λαϊκές φυλλάδες. Το 1880, που κατέβηκε στα Γιάννινα, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με ό,τι θα λέγαμε κόσμο του πνεύματος, αλλά στο μέτρο μιας επαρχιακής, υπόδουλης ακόμα, πόλης που βρισκόταν μάλλον σε περίοδο παρακμής. Φτάνοντας στην Αθήνα το 1889 γνώρισε ουσιαστικά για πρώτη φορά τη σύγχρονή του λογοτεχνική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Την εποχή εκείνη λογοτεχνικό κατεστημένο ήταν ακόμη ο ρομαντισμός της πρώτης αθηναϊκής σχολής, με δημοφιλέστερο εκπρόσωπο τον Αχιλλέα Παράσχο, ενώ στο γλωσσικό επίπεδο επικρατούσε ο λογιοτατισμός της καθαρεύουσας. Αυτά τα δυο στοιχεία δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον νεαρό Κρυστάλλη. Ήδη χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα και μερικές ποιητικές του δοκιμές ακολουθούν το ρομαντικό πρότυπο. Ήταν μόλις 20 χρονών. Η κράση του, κράση ανθρώπου αγωνιστή και αισιόδοξου, δεν ταίριαζε ιδιαίτερα με τη ρομαντική αντίληψη για τον κόσμο. Προκαλεί ωστόσο έκπληξη το γεγονός ότι μέσα σ’ ένα χρόνο αφότου έφτασε στην Αθήνα αναθεώρησε τη σχέση του με την αθηναϊκή σχολή, για να προσανατολιστεί προς τη γενιά του, τη γενιά του 1880, και το δημοτικό τραγούδι. Μια στροφή που δηλώνεται με την ποιητική συλλογή του Αγροτικά, που υποβλήθηκε το 1890 στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αν και κάτω από αφόρητες βιοποριστικές συνθήκες στη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων πραγματοποίησε τη δεύτερη σημαντική κατάκτηση της λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του. Εννοώ τη χειραφέτησή του από τον Βαλαωρίτη, αλλά κυρίως από το δημοτικό τραγούδι, με την ποιητική του συλλογή Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης […].
Γιώργος Αράγης, «Κώστας Κρυστάλλης. Παρουσίαση – Ανθολόγηση». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Η΄. 1880-1900, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, 253-254.
Δείτε επίσης και:
Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή), Δημοτικό τραγούδι, Ηθογραφία