- Ενδογλωσσική Μετάφραση
Διδασκαλία - Εκπαίδευση
Ενδογλωσσική Μετάφραση
Από τα Αρχαία στα Νέα Ελληνικά
Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ «Θέματα και προβλήματα ενδογλωσσικής μετάφρασης στην εκπαίδευση»
[Aνακοίνωση σε Ημερίδες που διοργάνωσε το Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας (στην Aθήνα, 28/11/2000, σε συνεργασία με την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων· στη Θεσσαλονίκη, 16/12/2000, σε συνεργασία με το Πειραματικό Σχολείο)]
Στο πρώτο μέρος της εισήγησης σχηματοποιούνται οι μεταφρασεολογικές και μεταφραστικές αρχές που έχουν γενική ισχύ· διακρίνονται οι τύποι μετάφρασης (διαγλωσσική-ενδογλωσσική, προφορική-γραπτή, πιστή-ελεύθερη, φιλολογική-λογοτεχνική μετάφραση)· ορίζεται η τυπολογία και η παθολογία της σχολικής μετάφρασης· προτείνεται η αντικατάσταση της γραπτής σχολικής μετάφρασης με την προφορική και εναλλακτική μετάφραση. Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας δίνει ένα παράδειγμα εφαρμογής της ανορθόδοξης αυτής μεταφραστικής μεθόδου με βάση το προοίμιο των Ιστοριών του Ηροδότου. Ειδικότερα, ενόψει του αρχαίου ελληνικού κειμένου (που εκτιμάται πρώτα ως μικροκείμενο, με δική του νοηματική αυτάρκεια) αναζητούνται οι νοηματικές ραφές και λαβές του, αλλά και η εκφραστική του ύφανση· εφεξής προτείνεται να αρχίσει μέσα στην τάξη διάλογος μεταξύ δασκάλου και μαθητών για εναλλακτικού τύπου προφορική μετάφραση, η οποία μέχρι τέλους θα παραμείνει δοκιμαστική· επομένως μη οριστική και τελεσίδικη. Στη μεταφραστική αυτή πρακτική μπορεί να βοηθήσει η παράφραση του αρχαίου κειμένου, για να αναδειχθεί, προφορικά πάντα, η εξέλιξη του νοήματος σε συνδυασμό με τη γλωσσική και υφολογική του αποτύπωση. Ο δάσκαλος παίζει με τις πιθανές παρανοήσεις του πρωτότυπου κειμένου και τις μετατρέπει καθοδόν σε ακριβέστερη κατανόησή του, σάμπως να λύνεται από κοινού ένα έξυπνο αίνιγμα. Στην περίπτωση αυτή ανιχνεύονται, μέσα από τον προφορικό διάλογο, και οι προϋποθέσεις του υπό μετάφραση κειμένου, αναλόγως προς το γραμματειακό γένος και είδος του. Οι προθέσεις αυτές μοιράζονται σε προσδοκώμενες και απροσδόκητες. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, αν διαγνωστούν σωστά προσδοκώμενες και απροσδόκητες προθέσεις ενός κειμένου, κατά κάποιον τρόπο περισσεύει πια η μετάφρασή του· ή με άλλα λόγια: η προφορική μετάφραση εκλύεται τότε από μόνη της.
Ι.
Θυμάμαι και θυμίζω, κάπως αυτάρεσκα, τη μεταφραστική μου μαθητεία: διδακτική (οκτώ χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση και πάνω από τριανταπέντε στο Πανεπιστήμιο)· πρακτική (έχω μεταφράσει Όμηρο, Ησίοδο, Ηρόδοτο, και αποσπασματικά: Σαπφώ και Αίαντα του Σοφοκλή)· ηλεκτρονική (διευθύνω δύο χρόνια τώρα την υπόδραση "Ενδογλωσσική μετάφραση" στον Ηλεκτρονικό Κόμβο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας). Μιλώ για μαθητεία, γιατί έτσι εξακολουθώ να αισθάνομαι τη μεταφραστική άσκηση: κρίσιμο δηλαδή πεδίο, όπου περισσότερο κάποιος διδάσκεται και λιγότερο διδάσκει. Σ' αυτόν τον όρο υπακούει και η προκείμενη εισήγηση. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η μεταφραστική αυτή μαθητεία με έχει πείσει για την αξία ορισμένων μεταφρασεολογικών και μεταφραστικών αρχών, τις οποίες και σχηματοποιώ εφεξής:
- Η επικοινωνιακή αναγκαιότητα της μετάφρασης πρέπει να θεωρείται αυτονόητη: άλλως καθίστανται απρόσιτες οι ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, γενικότερα οι ξένες πολιτισμικές προσφορές από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
- Η μετάφραση όχι μόνο εξασφαλίζει τη συνεύρεση δύο γλωσσών (της μεταφραζόμενης και της μεταφραστικής), αλλά κατά κάποιον τρόπο οδηγεί στο κοινό υπόστρωμα όλων των διακεκριμένων μεταξύ τους γλωσσών· αποτελεί επομένως αντίδραση στον μύθο της Βαβυλωνίας, που εικονογραφεί ως τιμωρία της ανθρωπότητας τη γλωσσική διάσπαση μιας κοινής, αρχέγονης και αρχέτυπης, γλώσσας.
- Η μετάφραση ενός ξενόγλωσσου κειμένου αποδεικνύεται ο καλύτερος αγωγός κατανόησης και ερμηνείας του, τόσο σε νοηματικό όσο και σε υφολογικό επίπεδο.
- Όσο σημαντικότερο είναι ένα γραμματειακό κείμενο, τόσο μεγαλύτερο δυναμικό μεταφρασιμότητας διαθέτει. Με άλλα λόγια: η μεταφρασιμότητα αποτελεί σύμφυτο στοιχείο των σπουδαίων κειμένων, εκείνων προπάντων που ορίζονται ως κλασικά. Άλλως τα κείμενα αυτά απονεκρώνονται μέσα στον χρόνο.
- Στην άσκηση της μετάφρασης συμβάλλονται δύο γλώσσες (η μεταφραζόμενη και η μεταφραστική), με αποτέλεσμα να αναδεικνύονται όχι μόνον οι φανερές αλλά και οι λανθάνουσες αρετές τους. Φτάνοντας ίσως σε κάποια υπερβολή, θα έλεγα ότι στη μεταφραστική δοκιμή, όταν και όπου επιτυγχάνεται ο σκοπός της, προκύπτει μια τρίτη γλώσσα από τη σύμπραξη των δύο συμβαλλομένων γλωσσών, που ενεργοποιεί τα εν δυνάμει στοιχεία τους, τα οποία άλλως πως παραμένουν ανενεργά. Από την άποψη αυτή η μετάφραση μπορεί να οριστεί και ως χημικός καταλύτης.
- Τέλος, η μετάφραση αποκαλύπτει τόσο το μεταφράσιμο όσο και το αμετάφραστο μερίδιο μιας γλώσσας, αν δεχτούμε ότι κάθε γλώσσα περιέχει στο εσωτερικό της ρητά αλλά και άρρητα στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας, δηλαδή συνάμα λόγο και σιωπή. Τούτο όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι υπάρχουν αμετάφραστα κείμενα. Το αντίθετο μάλιστα: μόνο μέσω της μετάφρασης ενός κειμένου αποκαλύπτονται τα όρια της επικοινωνιακής φύσης και βούλησης της γλώσσας· η θεατή αλλά και η αθέατη όψη της -όπως λίγο πολύ συμβαίνει με τις δύο όψεις της σελήνης.
Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε σ' αυτές τις μεταφραστικές αρχές, για να τις συζητήσουμε και να τις ελέγξουμε ως προς τα πρακτικά τους κυρίως παρεπόμενα. Κάτι τέτοιο όμως θα εξέτρεπε την εισήγησή μου από το συγκεκριμένο ζητούμενο, όπως το προαναγγέλλει ο τίτλος της. Η αναζήτηση αυτή επιβάλλει καταρχήν τον σχηματισμό ενός μεταφραστικού σταυρόλεξου, προκειμένου να φανούν οι συμβατικές τουλάχιστον ταξινομήσεις της μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής. Περί αυτού εν συνεχεία ο λόγος, με επόμενο στόχο να ενταχθεί και να ελεγχθεί μέσα σ' αυτό πια το ταξινομικό σύστημα ο τύπος της σχολικής μετάφρασης.
ΙΙ.
Πρώτη και βασική διάκριση: διαγλωσσική και ενδογλωσσική μετάφραση. Ως διαγλωσσική ορίζεται η μετάφραση ενός ξενόγλωσσου κειμένου στη μητρική γλώσσα. Ως ενδογλωσσική η μετάφραση ενός κειμένου που ανήκει στον κορμό της μητρικής γλώσσας, παραπέμπει όμως σε αρχαιότερη φάση της, που δεν επιτρέπει την αυτόματη πρόσληψή του από τους σύγχρονους ομιλητές της γλώσσας αυτής. Προφανώς στην προκείμενη εισήγηση ενδιαφέρει η ενδογλωσσική μετάφραση. Απλούστερα: η μετάφραση αρχαιοελληνικών κειμένων στη νέα ελληνική γλώσσα.
Τόσο η διαγλωσσική όσο και η ενδογλωσσική μετάφραση μπορεί, θεωρητικά και πρακτικά, να είναι προφορική ή γραπτή. Η προφορική μετάφραση προϋποθέτει προφανώς ότι η μεταφραστική δοκιμή συντελείται με παρόντες στον ίδιο χώρο και χρόνο τον μεταφραστή και εκείνον ή εκείνους που υποδέχονται τη μεταφραστική προσφορά. Αντιθέτως η γραπτή μετάφραση διακινείται ελεύθερα στον χώρο και στον χρόνο. Επιπλέον: η προφορική μετάφραση έχει ευκαιριακό και επικαιρικό χαρακτήρα, ενώ η γραπτή μετάφραση φιλοδοξεί να επιβιώσει. Προειδοποιώ ότι η προτεινόμενη διάκριση προφορικής και γραπτής μετάφρασης παίζει αποφασιστικό ρόλο στον τρόπο και στον τύπο που προσφέρονται μεταφρασμένα τα αρχαιοελληνικά κείμενα μέσα στο σχολείο.
Πέρα από τις δύο προηγούμενες βασικές ταξινομήσεις, στη μεταφραστική θεωρία και πρακτική, έχουν καθιερωθεί και κάποια άλλα αντιθετικά ζεύγη, όπως: πιστή και ελεύθερη μετάφραση· φιλολογική και λογοτεχνική μετάφραση. Πιστή θεωρείται συνήθως η κατά γράμμα, όπως λέμε, μετάφραση· ελεύθερη ή ελευθέρια η μετάφραση που ενδιαφέρεται περισσότερο για το νόημα ενός κειμένου, ενώ ως προς τα εκφραστικά της μέσα ακολουθεί τη μέθοδο της γλωσσικής αναλογίας, με γνώμονα κυρίως τις εντολές της μεταφραστικής γλώσσας.
Περίπου ομόλογο προς το προηγούμενο είναι και το δεύτερο ζεύγος, το οποίο διακρίνει τη φιλολογική από τη λογοτεχνική μετάφραση. Με τους όρους αυτούς φιλολογική θεωρείται η μετάφραση που εντέλλεται τη συνανάγνωση του πρωτότυπου κειμένου, την κατανόηση του οποίου καλείται να υποστηρίξει και να υποβοηθήσει. Πρόκειται επομένως για ένα είδος εξαρτημένης μετάφρασης, που διαφωτίζει προπάντων τη μεταφραζόμενη γλώσσα, εν ανάγκη και εις βάρος της μεταφραστικής γλώσσας. Αντίθετα το κέντρο βάρους μετατίθεται στη λεγόμενη λογοτεχνική μετάφραση από τη μεταφραζόμενη στη μεταφραστική γλώσσα· με τελικό σκοπό την απεξάρτηση του μεταφρασμένου κειμένου από το μεταφραζόμενο, κατά κάποιον τρόπο την αυτονόμησή του. Παραλείπω, για λόγους οικονομίας χρόνου, άλλα συμπληρωματικά διακριτικά στοιχεία μεταξύ φιλολογικής και λογοτεχνικής μετάφρασης, τα οποία μπορείτε να τα βρείτε σε ομόθεμα άρθρα μου, δημοσιευμένα ήδη σε τεύχη του περιοδικού Φιλόλογος.[1] Είμαι ωστόσο υποχρεωμένος να υπογραμμίσω ότι το κύρος των δύο προηγούμενων μεταφραστικών ζευγών (πιστή και ελεύθερη, φιλολογική και λογοτεχνική μετάφραση) σήμερα τουλάχιστον αμφιβάλλεται από σημαντικούς μεταφρασεολόγους και μεταφραστές (και από τον ομιλούντα επίσης). Θέλω να πω ότι: σε ένα βαθύτερο έλεγχο της μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής τα ζεύγη αυτά αποδεικνύονται λίγο πολύ ψευτοδιλήμματα, πρόσφορα μάλλον για το μεταφραστικό εμπόριο. Γιατί στην πραγματικότητα μια καλή μετάφραση διαφεύγει (εκ προθέσεως αλλά και εξ αποτελέσματος) από τις στημένες αυτές συμπληγάδες. Δυστυχώς δεν με παίρνει ο χρόνος να εξηγήσω γιατί και πώς υπερβαίνονται στις καλές μεταφράσεις τα εν λόγω διλήμματα. Προχωρώ επομένως στο κρίσιμο θέμα της σχολικής πλέον μετάφρασης, προκειμένου να δούμε πρώτα αν νομιμοποιείται η διακεκριμένη τυπολογική της κατοχύρωση· ύστερα να ελέγξουμε, βάσει πλέον της τυπολογίας της, την πιθανή ή τη βέβαιη παθολογία της.
ΙΙΙ.
Προτείνω λοιπόν να ονομάσουμε "σχολική μετάφραση" αυτήν που πραγματοποιείται μέσα στο σχολικό περιβάλλον (συγκεκριμένα: στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο), ασχέτως σε πρώτη φάση των μέσων και της μεθόδου που χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση. Ο ορισμός αυτός μας δίνει το δικαίωμα να κατοχυρώσουμε την τυπολογική ιδιαιτερότητα της σχολικής μετάφρασης εξαιτίας ακριβώς του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ασκείται. Δηλαδή: η σχολική μετάφραση είναι διαδικασία εντεταλμένη και όχι ελεύθερη, αφού καθορίζεται από το Αναλυτικό Πρόγραμμα, διδάσκεται υποχρεωτικώς και εξετάζεται. Η διδασκαλία της, όπως εξάλλου και κάθε διδασκαλία, προϋποθέτει δάσκαλο και μαθητή, διδάσκοντες και μαθητευόμενους. Το στοιχείο αυτό σαφώς διαφοροποιεί τη σχολική από την εξωσχολική μετάφραση, και πρέπει κατά τη γνώμη μου να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Συμπερασματικά: η σχολική μετάφραση είναι υποχρεωτική, σε αντίθεση προς την εξωσχολική μετάφραση, η οποία, τόσο ως προς την εκπόνησή της όσο και ως προς την πρόσληψή της, ελέγχεται προαιρετική.
Δεύτερη παρατήρηση: ακριβώς επειδή η σχολική μετάφραση προϋποθέτει τη διδασκαλία της μέσα στην τάξη, αποδεικνύεται ως προς τον τρόπο της μεικτή: συγχρόνως δηλαδή προφορική και γραπτή. Κάτι περισσότερο: παρά τα γραπτά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στην πραγματοποίηση της σχολικής μετάφρασης, καθοριστικό ρόλο παίζει, πρέπει να παίζει, η προφορικότητά της· τόσο από την πλευρά του δασκάλου, όσο και από την πλευρά του μαθητή.
Παρατήρηση τρίτη: το γεγονός ότι η σχολική μετάφραση στηρίζεται κατεξοχήν στην προφορική διδασκαλία και μαθητεία, έχει -πρέπει να έχει- δοκιμαστικό και εναλλακτικό χαρακτήρα. Τούτο ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που η σχολική μετάφραση γίνεται ερήμην του πρωτότυπου κειμένου, όπως συμβαίνει στο Γυμνάσιο σήμερα. Το γεγονός δηλαδή ότι η ομηρική λ.χ. Οδύσσεια διδάσκεται σήμερα στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου με δεδομένο μεταφρασμένο κείμενο, καθόλου δεν απαγορεύει τον εναλλακτικό της χαρακτήρα. Θέλω να πω ότι: η δική μου μετάφραση της Οδύσσειας όχι μόνο μπορεί να συμπληρώνεται και με άλλες δόκιμες μεταφράσεις την ώρα της διδασκαλίας, αλλά προσφέρεται και για αναμετάφρασή της μέσα στην τάξη· μέσω κυρίως της προφορικής της παράφρασης, για να φανούν τα κρίσιμά της σημεία. Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση του Λυκείου, όπου η σχολική μετάφραση επιχειρείται έναντι του πρωτότυπου κειμένου.
Παρατήρηση τέταρτη, παρεπόμενη της προηγούμενης: τα έντυπα μεταφραστικά βοηθήματα της σχολικής μετάφρασης (αυτοτελή ή εξαρτημένα, κατά τη διδασκαλία, από το πρωτότυπο κείμενο) κατά κανένα τρόπο δεν είναι, και δεν πρέπει να θεωρούνται, ταμπού προς αναπαραγωγή και, προφορική ή γραπτή, αντιγραφή. Διδάσκοντες και μαθητές οφείλουν να τα χρησιμοποιούν ως μεταφραστικά ερεθίσματα· να συζητούν δηλαδή την ακροαματική και αναγνωστική αποτελεσματικότητά τους.
Οι τέσσερις αυτές παρατηρήσεις κατοχυρώνουν πιστεύω την τυπολογική εξαίρεση της σχολικής μετάφρασης των αρχαιοελληνικών (και όχι μόνον) κειμένων από τις άλλες μορφές εξωσχολικής μετάφρασης. Ήδη όμως σε κάποια σημεία των τεσσάρων παρατηρήσεων υπογραμμίστηκε το "δέον γενέσθαι", που, όσο ξέρω τουλάχιστον, δεν εκπληρώνεται συνήθως μέσα στην τάξη. Τούτο σημαίνει πως η σχολική μετάφραση παρουσιάζει στη σχολική πράξη έντονα παθολογικά συμπτώματα, που την καθιστούν περισσότερο ή λιγότερο προβληματική. Αυτά περιληπτικώς επισημαίνει η συνέχεια της εισήγησής μου, προτείνοντας συγχρόνως και την ενδεικτική τουλάχιστον θεραπεία τους.
Κάθε υποχρεωτική διδασκαλία, επομένως και η διδασκαλία της σχολικής μετάφρασης, δημιουργεί, στην αρχή τουλάχιστον, ένα είδος δυσφορίας στους μαθητές, ενμέρει και στους διδάσκοντες, όπου η δυσφορία στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζεται ως αμηχανία. Το πρώτο λοιπόν ζητούμενο είναι να ανατραπεί αυτή η δυσφορία σε μερική τουλάχιστον ευφορία, για να μην πω: απόλαυση. Σ' αυτό υποθέτω πως βοηθούν οι μεταφρασεολογικές και μεταφραστικές αρχές, που προκατέβαλα στην αρχή της εισήγησής μου. Δηλαδή: διδάσκοντες και μαθητές πρέπει να πειστούν ότι η μετάφραση αρχαιοελληνικών κειμένων μέσα στο σχολείο έχει γενικότερη και ειδικότερη σημασία: ας πούμε ότι δείχνει, εκτός των άλλων, ότι μιλώντας και γράφοντας κατά κανόνα μεταφράζουμε τα λόγια των άλλων, νεκρών και ζώντων, όπως τα αποθησαυρίζει η μητρική μας γλώσσα. Μόνο έτσι η σχολική μετάφραση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας θα πάψει να θεωρείται είδος αγγαρείας, με το έωλο μάλιστα επιχείρημα ότι διδάσκουμε τα αρχαιοελληνικά κείμενα από μετάφραση στο σχολείο, μόνο και μόνο επειδή δεν μας δίνεται πια η δυνατότητα να τα διδάξουμε στην πρωτότυπη μορφή τους.
Στη σχολική πράξη η μετάφραση της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας συμπιέζεται αφενός από την παρασχολική φυλλάδα, αφετέρου από τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, που ευκαίρως ακαίρως εισάγονται κάποτε στο σχολικό περιβάλλον. Έτσι όμως, όχι μόνο χάνει η σχολική μετάφραση την τυπολογική της ιδιαιτερότητα, που δοκίμασα προηγουμένως να περιγράψω, αλλά υποβάλλεται και ως ετοιματζίδικη δουλειά προς μίμηση και αντιγραφή. Επιβάλλεται επομένως απεξάρτηση διδασκόντων και μαθητών από την παρασχολική μετάφραση και παράλληλα δημιουργική χρήση των όποιων λογοτεχνικών μεταφράσεων. Σε ό,τι τώρα αφορά ειδικότερα τη χρήση της σχολικής μετάφρασης στο Λύκειο, θα πρέπει να παραμεριστούν το ταχύτερο δυνατόν κάποιες βολικές παρεξηγήσεις, οι οποίες, όσο ξέρω, κυριαρχούν ακόμη στη σχολική πρακτική. Σ' αυτές θα επιμείνω:
Συνήθως η σχολική μετάφραση καταλήγει στα σβέλτα σε οριστικό και υποδειγματικό, υποτίθεται, μεταφρασμένο κείμενο, το οποίο γράφεται και μετά ελέγχεται μέσα στην τάξη, ως απόδειξη ακριβούς κατανόησης του κειμένου. Αυτό εξάλλου το γραπτό κείμενο αποτελεί και το μέτρο εξέτασης, ενδολυκειακής και πανελλαδικής. Μιλάμε για γραπτό κείμενο κατά κανόνα κακόγλωσσο, φτάνει να δίνει την εντύπωση πως αναγνωρίζει και μεταφέρει πιστά τη σύνταξη του πρωτότυπου κειμένου στη νεοελληνική γλώσσα. Το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές είναι οικτρό. Για τον λόγο αυτόν προτείνεται, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, να καταργηθεί ο τύπος της ενδολυκειακής γραπτής μετάφρασης. Αντ' αυτού η σχολική μετάφραση να πραγματοποιείται σε μορφή προφορικού και εναλλακτικού λόγου. Ενόψει δηλαδή του αρχαίου ελληνικού κειμένου (που θα πρέπει να εκτιμηθεί πρώτα ως μικροκείμενο, με δική του νοηματική αυτάρκεια) να αναζητηθούν οι νοηματικές ραφές και λαβές του, αλλά και η εκφραστική του ύφανση· εφεξής να αρχίσει μέσα στην τάξη διάλογος μεταξύ δασκάλου και μαθητών για εναλλακτικού, όπως είπα, προφορική του μετάφραση, η οποία μέχρι τέλους θα παραμείνει δοκιμαστική· επομένως μη οριστική και τελεσίδικη. Στη μεταφραστική αυτή πρακτική μπορεί να βοηθήσει η παράφραση του αρχαίου κειμένου, για να αναδειχθεί, προφορικά πάντα, η εξέλιξη του νοήματος σε συνδυασμό με τη γλωσσική και υφολογική του αποτύπωση. Μιλώ σχεδόν για μεταφραστικό παίγνιο, όπου ο δάσκαλος παίζει με τις πιθανές παρανοήσεις του πρωτότυπου κειμένου και τις μετατρέπει καθοδόν σε ακριβέστερη κατανόησή του, σάμπως να λύνεται από κοινού ένα έξυπνο αίνιγμα.
Στην περίπτωση αυτή ανιχνεύονται, μέσα από τον προφορικό διάλογο, και οι προϋποθέσεις του υπό μετάφραση κειμένου, αναλόγως προς το γραμματειακό γένος και είδος του. Οι προθέσεις αυτές μοιράζονται σε προσδοκώμενες και απροσδόκητες. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, αν διαγνωστούν σωστά προσδοκώμενες και απροσδόκητες προθέσεις ενός κειμένου, κατά κάποιον τρόπο περισσεύει πια η μετάφρασή του· ή για να το πω αλλιώς: η προφορική μετάφραση εκλύεται τότε από μόνη της.
IV.
Για να φανεί τί εννοώ, προτείνοντας αυτή την, προφανώς ανορθόδοξη, μεταφραστική μέθοδο, ωφέλιμη όμως και ερεθιστική κατά τη γνώμη μου, θα δώσω ένα παράδειγμα, και μ' αυτό θα κλείσω την εισήγησή μου: Πρόκειται για το προοίμιο της Ιστορίας του Ηροδότου. Προκαταβολικά διευκρινίζω ότι το πείραμα αυτό (να προκύψει δηλαδή εξαντλητική μάλιστα κατανόηση ενός κειμένου, δίχως να χρειαστεί η μετάφρασή του -ένα είδος επομένως μετάφρασης χωρίς μετάφραση) έγινε από μέρους μου δύο φορές σε τάξεις Λυκείου και απέδωσε, παρά πάσα προσδοκία των παρόντων καθηγητών. Διαβάζω λοιπόν, για να ακουστεί πρώτα καλά και σωστά τούτο το παραδειγματικό προοιμιακό μικροκείμενο:
Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε, ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, μήτε ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά, τὰ μὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλεᾶ γένηται, τά τε ἄλλα καὶ δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι.
Μετά λοιπόν την ανάγνωση και την ακρόαση αυτού του κειμένου, και πριν από κάθε άλλη λεξιλογική, γραμματική ή συντακτική διασάφηση, υπογραμμίζεται ο εξ ορισμού προγραμματικός προορισμός του σε ένα έργο που πρόκειται να διηγηθεί την ιστορία του πολέμου, στη συγκεκριμένη περίπτωση την ιστορία των μηδικών πολέμων. Κατόπιν υποβάλλεται από τον διδάσκοντα στους μαθητές η ερώτηση τί περιμένουν να αποτυπώνει ένα τέτοιο ιστοριογραφικό προοίμιο, με την υπόδειξη ότι τα προσδοκώμενα αυτά στοιχεία περιεχομένου ενδέχεται να έχουν ήδη τυπολογικά κατοχυρωθεί σε ανάλογα, προηγούμενα αλλά και επόμενα, ιστοριογραφικά έργα.
Προφανείς απαντήσεις, οι οποίες εύκολα στη συγκεκριμένη περίπτωση εκμαιεύονται: πρώτα το όνομα του συγγραφέα και, πιθανώς ή βεβαίως, κάποια ένδειξη της καταγωγής του· μετά ένα είδος επιγραφής του έργου, περισσότερο ή λιγότερο εξειδικευμένης· τέλος ο σκοπός (άλλοτε και η αιτία) συγγραφής του ιστοριογραφικού πονήματος, μέσω του οποίου καθορίζεται και συγχρόνως αξιολογείται το εγχείρημα του συγγραφέα. Στην πραγματικότητα τα ευρήματα που προκύπτουν από τις απαντήσεις στις βασικές αυτές ερωτήσεις επιβεβαιώνονται και από τα προοίμια άλλων, προηγούμενων αλλά και επόμενων, ιστορικών ή ανθρωπογεωγραφικών διατριβών της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στα οποία ο δάσκαλος επιφυλάσσεται αργότερα να παραπέμψει (ας πούμε: στο προοίμιο από την Περίοδο γης του Εκαταίου ή από την Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου του Θουκυδίδη).
Με αυτά τα εφόδια διαβάζεται και μοιράζεται στα τυπολογικά του μερίδια το προοίμιο του Ηροδότου. Αναγνωρίζεται λοιπόν πρώτα το όνομα του συγγραφέα και η καταγωγή του από την Αλικαρνασσό της νότιας Μικρασίας, το σημερινό Μποντρούμ. Αμέσως μετά η γενική επιγραφή του έργου: ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε, από την οποία εξάλλου και εξαρτάται σε γενική πτώση το όνομα του ιστορικού (παρασημειώνεται ότι στον Εκαταίο και στον Θουκυδίδη το συγγραφικό υποκείμενο δηλώνεται σε ονομαστική). Η επιγραφή αυτή έχει προφανώς δεικτικό χαρακτήρα (ἥδε), που ταιριάζει με την επιδεικτική κατά βάση αλλά και αποδεικτική σημασία της λέξης ἀπόδεξις. Η εξαρτημένη τώρα γενική ἱστορίης (δηλώνεται με έμφαση ότι η λέξη αυτή για πρώτη φορά εγκαινιάζεται εδώ από τον πατέρα της ιστορίας ―η λέξη θα γίνει εφεξής τεχνικός όρος της ομώνυμης επιστήμης) σημαίνει συγχρόνως την έρευνα και τα ευρήματά της. Και πάμε στο τρίτο, τελικό μέρος του προοιμίου, που καθορίζει τον τριπλό του σκοπό: ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, μήτε ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά, τὰ μὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλεᾶ γένηται, τά τε ἄλλα καὶ δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι. Στόχος πρώτος της ἱστορίης: τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων, που δεν πρέπει να σβήσουν και να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου. Πρόκειται για έκφραση που προσημαίνει την οικουμενική ανθρωπολογία του Ηροδότου ως αδιαίρετο πυρήνα της ιστορίας του. Δεύτερος στόχος: τα μεγάλα καὶ θωμαστά ἔργα των Ελλήνων και των βαρβάρων, που δεν πρέπει κι αυτά με του χρόνου το πέρασμα να χάσουν το οφειλόμενο κλέος τους ―η ανθρωπολογική οικουμένη τώρα γλωσσικά μόνο διαιρείται, από άποψη όμως εύκλειας (πολεμικής και πολιτισμικής) τα δύο μέρη της βγαίνουν ισότιμα, με πρότυπο στο σημείο αυτό την ομηρική Ιλιάδα. Τρίτος στόχος, συντακτικά μάλλον ανακόλουθος: να διαγνωστεί η αιτία της πολεμικής σύγκρουσης Ελλήνων και βαρβάρων, η αρχή της· διάγνωση προφανώς δύσκολη κατά την εκτίμηση του Ηροδότου, που θα την μοιράσει εφεξής ο ιστορικός σε μυθολογική και ιστορική.
Η ανάγνωση του προοιμίου, δίχως μέχρι στιγμής μετάφραση, θα μπορούσε να σταματήσει εδώ, με την προϋπόθεση ότι έχουν ήδη ανιχνευθεί οι προσδοκώμενες προθέσεις του συγγραφέα και της συγγραφής του. Αξίζει ωστόσο να συνεχιστεί ο προφορικός διάλογος μέσα στην τάξη, για να αναδειχθούν τώρα τα απροσδόκητα στοιχεία, νοηματικά και υφολογικά, του μακροπερίοδου αυτού προοιμίου.
Το πρώτο, και ίσως το σημαντικότερο: μια ιστορία των περσικών πολέμων προτάσσει στο προοίμιό της ως θέμα και στόχο της όχι τον διχαστικό αυτόν πόλεμο, αλλά την ανθρωπολογική ενότητα της οικουμένης και αμέσως μετά την ισότιμη εύκλεια των δύο ηπείρων της, της Ευρώπης και της Ασίας. Έτσι ο συγκεκριμένος πόλεμος, του οποίου αναζητείται στο τέλος του προοιμίου η αιτία, θεωρείται λίγο πολύ παράλογο και ανεξήγητο σύμπτωμα, που τραυματίζει ασφαλώς την οικουμενική ενότητα του κόσμου, αλλά δεν την αναιρεί. Έτσι προκύπτει η συνολική θεωρία του Ηροδότου, που θα εξειδικευτεί και θα ερμηνευθεί στη συνέχεια του έργου του.
Το δεύτερο, συντακτικό και υφολογικό, σήμα του προοιμίου: στην πραγματικότητα εδώ σχηματίζεται μια σπείρα απέξω προς τα μέσα· από την περιφέρεια δηλαδή προς το κέντρο της (αιτία του πολέμου), το οποίο μάλιστα δεν θεωρείται εξαρχής δεδομένο· αναζητείται. Συμπέρασμα: η ιστορία του Ηροδότου είναι κατά βάση ανθρωπολογική: μέσα από τις διαφορές, γλωσσικές και μεταπολεμικές, κάτω από αυτές, αναγνωρίζεται η κοινή μοίρα των ανθρώπων, προβάλλεται το εύθραυστο μεγαλείο τους. Αυτός φαίνεται να είναι ο ηροδότειος ανθρωπισμός, που προεξαγγέλλεται στο προοίμιο του έργου του.
Ο προφορικός διάλογος γύρω από το προοίμιο δεν χρειάστηκε, όπως βλέπετε, να προσφύγει στη μετάφραση του κειμένου, και μάλιστα σε γραπτή και οριστική μορφή. Από την άποψη αυτή το υπεσχημένο πείραμα-παίγνιο, για το οποίο μίλησα προηγουμένως, έχει πετύχει. Και θα μπορούσε να προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος, αν τώρα προτείνονταν προς συγκριτική, προφορική πάλι, ανάγνωση τα προοίμια του Εκαταίου και του Θουκυδίδη, για να φανούν τυπολογικές ομοιότητες αλλά και διαφορές.
1 Βλ. «Έπος: πέρα από το δίλημμα της φιλολογικής ή της λογοτεχνικής μετάφρασης», Φιλόλογος 68 (1992), 85-95· «Η σχολική μετάφραση», Φιλόλογος 71 (1993), 6-29.