ΣΤ2.2. Kεραμική και αγγειογραφία
Έχει υπολογιστεί ότι στα μυκηναϊκά χρόνια -και κυρίως ανάμεσα στους 15ο-11ο αι. π.Χ.- υπήρχαν περίπου 80 διαφορετικά σχήματα αγγείων. Τα κυριότερα από αυτά σχετίζονται με τη μεταφορά, κατανάλωση, αποθήκευση και επεξεργασία του λαδιού και του κρασιού, των δύο προϊόντων, δηλαδή, που συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη του πολιτισμού στο Αιγαίο, καθώς δεν είχαν μόνο διατροφική αξία, αλλά αποτελούσαν και τα κυριότερα εμπορεύσιμα αγαθά.
Ανάλογη είναι η περίπτωση του ψευδόστομου αμφορέα, του κατεξοχήν τυπικού σχήματος αγγείου που συναντάται κατά τους 14ο και 13ο αι. π.Χ. στην ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο και προδίδει μυκηναϊκή παρουσία ή εμπορικές σχέσεις των Μυκηναίων με αυτές τις περιοχές. Ονομάστηκε έτσι γιατί έχει ένα ψεύτικο κατακόρυφο στόμιο στο σημείο όπου συναντώνται οι λαβές, ενώ το πραγματικό στόμιό του είναι λοξό και βρίσκεται δίπλα από το ψεύτικο στον ώμο του αγγείου (εικ. 6.6). Προοριζόταν για τη μεταφορά σε μικρές ή μεγάλες αποστάσεις, μεγάλων η μικρότερων ποσοτήτων λαδιού, απλού ή αρωματισμένου (Μπουλώτης 1993: 15). Η διακόσμησή του, αλλά και το ίδιο το αγγείο πολλές φορές πρέπει να λογίζεται στο πλαίσιο των εμπορικών δραστηριοτήτων της εποχής, και ως έκφραση και επίδειξη, προφανώς, τόσο της ιδεολογίας των ανθρώπων που το έστελναν, των Μυκηναίων, όσο και αυτών που το λάμβαναν.
Τα ίδια τα αγγεία σχετίζονταν, επίσης, καθώς προσφέρονταν και ως δώρα ή χρησιμοποιούνταν σε γιορτές, όπως αναφέρεται και στα ομηρικά έπη, και με την ενίσχυση του γοήτρου και του κύρους των ηγεμονικών τάξεων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Οι πρόχοι (αγγεία με προχοή ως στόμιο), οι οξυπύθμενοι και οι ψευδόστομοι αμφορείς (αγγεία μεταφοράς και αποθήκευσης υγρών), οι κρατήρες (αγγεία ανάμιξης του οίνου με το νερό ώστε να παραχθεί κρασί), οι κύλικες (αγγεία πόσεως με υψηλό ή χαμηλό πόδι, εικ. 6.7), καθώς και τα μεγάλα και μικρά αποθηκευτικά πιθάρια κυριαρχούν στο μυκηναϊκό σχηματολόγιο. Κάποια από αυτά διατηρήθηκαν ως σχήματα και στους επόμενους μεταμυκηναϊκούς αιώνες, αλλά και στα γεωμετρικά χρόνια. Συνεπώς, οποτεδήποτε και αν τοποθετήσουμε το ιστορικό υπόβαθρο της ομηρικής ποίησης, τα παραπάνω αγγεία ήταν γνωστά στο κοινό των επών και μπορεί έτσι να συσχετιστούν με την ομηρική καθημερινότητα, της οποίας πρέπει να ήταν μέρος.
Στη διάρκεια του 15ου αι. π.Χ. στη μυκηναϊκή κεραμική διακρίνεται ο λεγόμενος ανακτορικός ρυθμός. Είναι προφανές ότι ονομάστηκε έτσι από τη συχνή παρουσία του στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Θεωρείται ότι αντλεί από την προηγούμενη μινωική αγγειογραφία καθώς στο σχετικό σχηματολόγιο χαρακτηριστικοί είναι οι αμφορείς και οι πρόχοι που διακοσμούνται με φυσιοκρατικά θέματα. Από τον 14ο αι. π.Χ. εμφανίζεται ο εικονιστικός ρυθμός, ενώ συναντώνται και άλλοι, όπως ο ρυθμός της χλωρίδας ή ο θαλάσσιος ρυθμός, τα διακοσμητικά θέματα των οποίων προσδιορίζουν και το όνομά τους. Ο εικονιστικός ρυθμός φέρει παραστάσεις, όπως, για παράδειγμα, ένας χαρακτηριστικός κρατήρας από την Έγκωμη της Κύπρου (γύρω στο 1400 π.Χ.). που απεικονίζει σχηματοποιημένες μορφές ανθρώπων -τόσο πεζών, όσο και επάνω σε άρματα- καθώς και αλόγων, σε μια σκηνή που είναι πιθανόν να αφορά εμπόριο χαλκού (εικ. 6.8). Στη διακοσμημένη επιφάνεια των αγγείων συναντώνται, λοιπόν, σχηματοποιημένες μορφές ζώων, κυρίως, αλλά και ανθρώπων. Ζώα, πουλιά, ψάρια και άλλα θαλασσινά όντα, αλλά και σκηνές με ανθρώπους διακοσμούν ψευδόστομους αμφορείς και κρατήρες κατά τους 13ο και 12ο αι. π.Χ. Ο περίφημος «κρατήρας των πολεμιστών» (βλ. εικ. 4.12), αλλά και οι ταφικές λάρνακες («φέρετρα» νεκρών) από την Τανάγρα (εικ. 6.9) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας ανάλογης μυκηναϊκής ζωγραφικής πάνω σε πηλό. Στην τελική του εξέλιξη, πάντως, ο εικονιστικός ρυθμός περιορίζεται στην απεικόνιση χταποδιών στο σώμα του αγγείου με ψάρια και πουλιά ως συμπληρωματική διακόσμηση στους ώμους και στις λαβές.
Στο τέλος του 12ου αι. και στον 11ο αι. π.Χ. τα ολόβαφα αγγεία του λεγόμενου ρυθμού του Σιτοβολώνα, ο οποίος ονομάστηκε έτσι από την περιοχή της ακρόπολης των Μυκηνών όπου βρέθηκαν τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα, με διακόσμηση από απλές κυματοειδείς γραμμές, καθώς και ο πυκνός ρυθμός με τα αρκετά σχηματοποιημένα και απλουστευμένα πολύπλοκα διακοσμητικά μοτίβα φανερώνουν μια τυποποίηση και μια έλλειψη πρωτοτυπίας και καλλιτεχνικής έμπνευσης, ανάλογη, πιθανόν, με τη συνεχώς αυξανόμενη παρακμή και την τελική διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου.