Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ2. Όμηρος και ιστορία

Δ2.1. Όμηρος, Ιστορία και Αρχαιολογία

Το ζήτημα της ιστορικότητας των ομηρικών επών είναι ένα ζήτημα που γνώρισε πολλές διακυμάνσεις από την εποχή, ακόμα, του «ευρετή» της Τροίας Ερρίκου Σλήμαν μέχρι σήμερα (βλ. λ.χ. Nikolaidou & Kokkinidou 2007). Από την πλήρη αποδοχή της ιστορικότητας των επών μέχρι την πλήρη άρνηση μιας τέτοιας εκδοχής οι απόψεις διίστανται και επανέρχονται με τον χρόνο εκτοπίζοντας η μία την άλλη ή αντιμαχόμενες μεταξύ τους. Όπως και να έχει, όμως, δεν είναι δυνατόν να παραγνωριστεί το γεγονός ότι τα έπη δεν γράφτηκαν για να πληροφορήσουν ιστορικά το κοινό τους, αλλά για να το τέρψουν. Η λειτουργία τους είναι περισσότερο λογοτεχνική παρά ιστορική. Μιλάνε για ανθρώπους, αντιλήψεις πάθη, τα οποία εντάσσονται, βέβαια, σε ένα πλαίσιο καθημερινότητας που έχει ιστορικές προεκτάσεις, καθώς γράφτηκαν σε μια συγκεκριμένη εποχή, ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας, όμως, είναι, πρώτιστα και κύρια, λογοτεχνικοί ήρωες.

Ένας από τους πρώτους μελετητές της ιστορικής διάστασης των επών, ο Μ.Π. Νίλσον, διατύπωσε την ξεκάθαρη άποψη ότι τα έπη προέρχονται από μια μακρά ποιητική, κυρίως, επική παράδοση η οποία διαμορφωνόταν κάθε φορά και από τον τρόπο με τον οποίο τα διαχειρίζονταν προφορικά οι αοιδοί που τα τραγουδούσαν ή τα απήγγειλαν. Το μόνο που μπορεί να ξεχωρίσει κανείς σε αυτό το πλαίσιο, μέσα από τη μελέτη των αρχαιολογικών και γλωσσολογικών δεδομένων είναι τα παλαιότερα και τα νεότερα στοιχεία (Nilson 1989).

Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, φιλολογική, ιστορική και αρχαιολογική, στα ομηρικά έπη συνυπάρχουν ή συναιρούνται στοιχεία από δύο ιστορικές περιόδους: από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, τη Μυκηναϊκή ή Υστεροελλαδική Ι-ΙΙΙβ περίοδο όπως την ονομάζουν οι ειδικοί ερευνητές, και από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, η οποία αποτελείται από τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες και από την Γεωμετρική περίοδο (πίν. 1, βλ. και Χρονολόγιο 2005). Η κυρίαρχη επιστημονική άποψη, παλαιότερα, μετά το 1870 κυρίως, ήταν ότι τα ομηρικά έπη περιγράφουν τον μυκηναϊκό κόσμο του 12ου αιώνα π.Χ. και τη μεγαλύτερη εκστρατεία του, τον Τρωικό πόλεμο. Η επαλήθευση γινόταν, άλλωστε, από τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Με βάση τις χρονολογικές περιγραφές του Ηρόδοτου ο Τρωικός πόλεμος έπρεπε να είχε γίνει γύρω στο 1250 π.Χ., ενώ μια άλλη αναφορά, του ιστορικού του 3ου αι. π.Χ. Ερατοσθένη, τον τοποθετεί στο 1184/83 π.Χ. Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε από τις ανακαλύψεις του Γερμανού μεγαλέμπορου και αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann), ο οποίος βεβαίωνε τον 19ο αιώνα ότι ανακάλυψε τα μεγάλα κέντρα της ομηρικής εποχής, όπως την Τροία, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Έτσι, «ο θρύλος μετατράπηκε σε αρχαιολογία» (Manning 1992).

Πίνακας 1.

Οι ιστορικές περίοδοι που συσχετίζονται με τα ομηρικά έπη

Ύστερη Εποχή του Χαλκού

1750-1200 π.Χ.

Υστεροελλαδική Ι-ΙΙΙΒ (Μυκηναϊκά χρόνια)

Ύστερη Εποχή του Χαλκού

1200-1100 π.Χ.

Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ-το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου

Πρώιμη Εποχή Σιδήρου

1100-900 π.Χ.

Σκοτεινοί Αιώνες

Πρώιμη Εποχή Σιδήρου

900-700 π.Χ.

Γεωμετρικά χρόνια

Αρχαϊκή Εποχή

(ο 8ος αι. π.Χ. τοποθετείται μεταξύ Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων ως εποχή μετάβασης)

800-700 π.Χ.

Γέννηση των ομηρικών επών (800-700 π.Χ.)

Η αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής, της Γραμμικής Β, το 1952 από τον Βρετανό αρχιτέκτονα Μ. Βέντρις (Michael Ventris), με τη συνδρομή του φιλολόγου Τζ. Τσάντγουϊκ (John Chadwick), και η ταύτισή της με την ελληνική γλώσσα προκάλεσε νέο κύμα ενθουσιασμού για τα μυκηναϊκά χρόνια, αλλά και αμφιβολίες για τη σύνδεση της ομηρικής ποίησης με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Σε ένα από τα κλασικά έργα αυτής της περιόδου, στα 1959, ο Ντ. Πέϊτζ (D. L. Page) αναζητώντας τη σχέση της Ιστορίας με την ομηρική Ιλιάδα διατυπώνει την άποψη, βασισμένος στην ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων της εποχής, ότι οι Τρώες που περιγράφουν τα ομηρικά έπη ήταν Έλληνες που έφτασαν στην περιοχή της Τρωάδας την ίδια περίπου περίοδο, στις αρχές δηλαδή της 2ης χιλιετίας π.Χ., με την «κάθοδο» των ελληνικών φύλων στην ηπειρωτική Ελλάδα (Page 1988).

Ο κόσμος των ομηρικών επών, όμως, δεν έμοιαζε με τον κόσμο που περιέγραφαν οι πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής. Ο Μ. Φίνλεϋ (M. Ι. Finley), ο μελετητής που άλλαξε τη μέχρι τότε ιστορική αντιμετώπιση του Ομήρου τοποθετώντας τα έπη στον 8ο και 7ο αι. π.Χ. και όχι στη μυκηναϊκή εποχή, διατράνωνε το 1957 ότι ο

«…ο Όμηρος δεν είναι απλά μη αξιόπιστος οδηγός για τις μυκηναϊκές πινακίδες, αλλά δεν είναι καθόλου οδηγός» (Finley 1991: 220).

Η κορυφαία αρχαιολόγος και ειδική στην Εποχή του Χαλκού E. Vermeule σημείωνε, παράλληλα, to 1964, εκφράζοντας το γενικότερο πνεύμα της εποχής:

«Φαίνεται πιο έντιμο, ακόμη και τονωτικό να μην επικαλούμεθα τον Όμηρο είτε σαν διακοσμητικό, είτε σαν πληροφοριακό στοιχείο» (Vermeule 1983: XII-XIII).

Το 1972 στο κλασικό βιβλίο του κορυφαίου Βρετανού αρχαιολόγου Κ. Ρένφριου (Colin Renfrew) για την αρχαιολογία του Αιγαίου Η Ανάδυση του Πολιτισμού (The Emergence of Civilization) δεν γίνεται παρά μόνο μια επιφυλακτική αναφορά στον Όμηρο σε σχέση με τη δυνατότητά του να προσφέρει στοιχεία για τη Μυκηναϊκή κοινωνία (Bennett 2004: 90-91). Η απογοήτευση ήταν τόσο μεγάλη μετά την ανάγνωση της γλώσσας των Μυκηναίων ώστε ο J. Chadwick, ο οποίος συνέβαλε, όπως είπαμε, στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, να αναρωτηθεί προκλητικά, σε ένα άρθρο του που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1970, αν ο Όμηρος ήταν ψεύτης και να τον χαρακτηρίσει, επίσης, σε ένα βιβλίο του της ίδιας δεκαετίας ως ψευδο-ιστορικό.

Σήμερα, βέβαια, οι ομηρικές σπουδές προσπαθούν να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα προβλήματα από διάφορες οπτικές γωνίες. Η αρχαιολογία, η μόνη, αφού λείπουν άλλες σύγχρονες ιστορικές πηγές, επιστήμη που μπορεί να δώσει ιστορικού τύπου πληροφορίες για την ομηρική εποχή, συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση (Morris & Powell 2009). Είναι αλήθεια ότι, όπως προκύπτει και από την παραπάνω μικρή αναδρομή στην έρευνα, ένας ολόκληρος κλάδος της αρχαιολογίας, η «αρχαιολογία του Αιγαίου» (Aegean archaeology όπως ονομάστηκε) οφείλει τη δυναμική του, παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις, στην αναζήτηση του Ομήρου (Whitley 2002: 17).

Τι μπορούν να προσφέρουν, όμως με βάση τα σημερινά δεδομένα, σε μια παρόμοια συζήτηση, τα αρχαιολογικά ευρήματα; Με αυτά ως βάση,[3] λοιπόν, μπορεί να καταγραφούν κάποια σημαντικά γεγονότα ανάμεσα στον 18ο και τον 8ο αιώνα π.Χ. (πίν. 2, 3, 4) που δημιουργούν ένα ιστορικό και κοινωνικοπολιτιμικό πλαίσιο το οποίο αξιοποίησαν, μετασχημάτισαν ή ακόμα και ενίσχυσαν, επινοώντας κάποιες παραμέτρους του, τα ομηρικά έπη. Με άλλα λόγια πρέπει να ελεγχθεί αν στα έπη ενσωματώνεται η «πραγματικότητα» ιστορικών περιόδων, γνωστών αρχαιολογικά, μέσα στις οποίες αυτά γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν.

Πίνακας 2.

Χρονολόγιο ομηρικής εποχής

ΜΥΚΗΝΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Χρονολογία

Γεγονός

Σχόλιο

1700 π.Χ.

Στην Κρήτη οικοδομούνται τα νέα ανάκτορα αντικαθιστώντας τα παλαιά

Κνωσός, Φαιστός, Ζάκρος και Μάλια, αλλά και μια σειρά άλλων ανακτορικών κέντρων μαζί με τα ευρήματά τους ορίζουν τον μινωικό πολιτισμό.

1650-1550 π.Χ.

Ταφικός κύκλος Β΄ Μυκηνών

Ανασκάφηκε από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία (Γ. Μυλωνάς και Ι. Παπαδημητρίου) στα 1952. Περιείχε κάθετους λακκοειδείς τάφους με πολλά χρυσά κτερίσματα.

1620 - 1613 π.Χ.

Έκρηξη του ηφαιστείου στη νήσο Θήρα (Σαντορίνη) στις Κυκλάδες

Η αναχρονολόγηση της έκρηξης κατέρριψε θεμελιώδεις μύθους της προϊστορίας του Αιγαίου, όπως αυτόν που απέδιδε στην έκρηξη την καταστροφή του μινωικού πολιτισμού.

1600-1500 π.Χ.

Ταφικός κύκλος Α΄ Μυκηνών

Μοιάζει με τον Ταφικό Κύκλο Β. Ανασκάφηκε από τον Ε. Σλήμαν στα 1879 και θεωρήθηκε από τον ανασκαφέα ότι περιείχε τους τάφους του Αγαμέμνονα και της συνοδείας του, υπόθεση που, φυσικά, αποδείχθηκε λανθασμένη. Στα πολλά χρυσά κτερίσματα των κάθετων λακκοειδών τάφων των κύκλων Α και Β αναγνωρίστηκε η ομηρική «πολύχρυση Μυκήνη».

Τέλη 15ου – αρχές 14ου αι. π.Χ.

Πρωιμότερα ανακτορικά κτήρια

Μεγαροειδή κτίσματα στο Μενελάιο της Λακωνίας και στα Νιχώρια της Μεσσηνίας.

1480/70-1390/70 π.Χ.

Τμήμα της αρχαιότερης επιγραφής (2,5Χ4 εκατοστά) σε Γραμμική Β από την Ίκλαινα (κοντά στην Πύλο) της Μεσσηνίας

Βρέθηκε το 2011 σε περιοχή κοντά στο μυθικό ανάκτορο του Νέστορα βλ. το άρθρο «Στο φως η αρχαιότερη πινακίδα γραμμικής Β», καθώς και δημοσιεύματα της ανασκαφικής ομάδας.

 

Γύρω στο 1450

Οι Μυκηναίοι κατακτούν την Κνωσό της Κρήτης. Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού (1375 π.Χ.), μυκηναϊκή εξάπλωση στην Κρήτη.

Κυριαρχία του Μυκηναϊκού πολιτισμού στο Αιγαίο. Μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη (μυκηναϊκή «αγορά» στην Αγία Τριάδα κοντά στη Φαιστό, μυκηναϊκά έθιμα ταφής στο νεκροταφείο των Αρχανών, τάφος μυκηναίου πολεμιστή στον Ψηλορείτη).

14ος αι. π.Χ.

Οικοδομούνται τα σπουδαιότερα μυκηναϊκά κέντρα με τις οχυρώσεις τους («κυκλώπεια τείχη»), αυτά που θεωρούνται ότι ενέπνευσαν τον υλικό πολιτισμό των ομηρικών επών και αποτέλεσαν το σκηνικό του χώρο

Χτίζονται οι ακροπόλεις και τα ανάκτορα. Σημαντικότερα στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τη Μιδέα στην Αργολίδα, στην Πύλο στη Μεσσηνία, στην Αθήνα, στη Θήβα και στο Γλα στη Βοιωτία, στην Ιωλκό στη θεσσαλική Μαγνησία, στον Άγιο Βασίλειο και στην Πελλάνα της Λακωνίας.

14ος αι. π.Χ.

Οι Μυκηναίοι «κατακτούν» την Κύπρο

 

14ος – 13ος αι. π.Χ.

Ακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού

«Μυκηναϊκή κοινή», εμπορικές ανταλλαγές με Εγγύς Ανατολή, ιταλική χερσόνησο και Σικελία

Τέλη 14ου - αρχές 13ου αι. π.Χ.

Επέκταση των τειχών της ακρόπολης των Μυκηνών ενσωματώνει σ’ αυτήν τον Ταφικό Κύκλο Α, ο περίβολος του οποίου εξωραΐζεται

Πρόκειται για μια πράξη ιδιαίτερης συμβολικής νοηματοδότησης καθώς αποδεικνύει ότι οι Μυκηναίοι ενδιαφέρονται για το παρελθόν, αποδίδοντας ιδιαίτερες τιμές στους νεκρούς του Κύκλου.

1220 π.Χ. περίπου

Αρχαιολογική τοποθέτηση του Τρωικού πολέμου

Ο ανασκαφέας της Τροίας του 20ου αιώνα, Αμερικανός Carl Blegen θεωρεί πιθανό ότι μια καταστροφή που παρατηρήθηκε αρχαιολογικά στο τέλος της φάσης Τροία VIIa να αποτελεί το ιστορικό υπόβαθρο που μπορεί να απηχείται στις ομηρικές περιγραφές.

1200 π.Χ. περίπου

Καταστροφή και εγκατάλειψη των περισσότερων μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων

Τα αίτια των καταστροφών ασαφή. Υποστηρίζεται ότι οφείλονται σε εχθρικές ενέργειες ή φυσικές καταστροφές. Πολύ πιθανή η οικονομική κατάρρευση ύστερα από κρίση των εγκαθιδρυμένων εμπορικών δικτύων ή να οφείλονται όλα σε αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων που οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές.

Μετά το 1200 π.Χ. και μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα

Εγκαταλείπονται σιγά-σιγά και οι τελευταίοι κατοικημένοι μυκηναϊκοί οικισμοί

Διάλυση της μυκηναϊκής «κοινής», αλλού συνέχεια κατοίκησης, αλλού διαρκής συρρίκνωση, μείωση του αριθμού οικισμών και μετανάστευση ή συγκέντρωση πληθυσμού. Στο τέλος του 11ου αιώνα η κεραμική δείχνει τοπικών παραδόσεων.

Πρώτο μισό του 12ου αι. π.Χ.

Νεκροταφεία στην Περατή της Αττικής και στην Ιαλυσό της Ρόδου με μυκηναϊκά χαρακτηριστικά, αλλά και καινοφανή στοιχεία όπως η εμφάνισης της καύσης των νεκρών που δεν είναι μυκηναϊκό έθιμο ταφής. Θέσεις στη Χίο και στην Κύπρο.

Οι μυκηναϊκοί πληθυσμοί φαίνεται πως κινούνται προς τα ανατολικά. Το επίπεδο ζωής παραμένει, για κάποιους τουλάχιστον υψηλό, όπως δείχνουν εισαγμένα αντικείμενα «πολυτελείας» από την Ανατολή σε κάποιους από τους τάφους της Περατής.

1184 π.Χ.

Παραδοσιακή ιστορική χρονολογία της καταστροφής της Τροίας

Σύμφωνα με τον αρχαία Έλληνα ιστορικό του 3ου αι. π.Χ. Ερατοσθένη.

1150 π.Χ. περίπου

Τελική καταστροφή ακρόπολης Μυκηνών

 

Πίνακας 3.

Χρονολόγιο ομηρικής εποχής

ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ

Χρονολογία

Γεγονός

Σχόλιο

1100-1000 π.Χ.

Η λεγόμενη κάθοδος των Δωριέων, σύμφωνα με την παραδοσιακή Ιστορία, συμβαίνει σ’ αυτά περίπου τα χρόνια

Μια αρκετά αμφισβητούμενη σήμερα θεωρία, βασίζεται στην παλαιά άποψη ότι μεγάλες αλλαγές που παρατηρούνται στον πολιτισμό, οφείλονται σε εισβολές και κατακτήσεις δυνατότερων λαών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικοικονομικές παράμετροι αυτών των αλλαγών στο εσωτερικό του ίδιου του κοινωνικού συστήματος.

1050-950 π.Χ.

Α΄ ελληνικός αποικισμός

Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς μετακινούνται, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς, από τη σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα προς τα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της Μικράς Ασίας.

1050 π.Χ. περίπου

Εμφάνιση του σιδήρου

Το νέο μέταλλο εντοπίζεται, κυρίως, σε τάφους.

1050-900 π.Χ.

Πρωτογεωμετρική κεραμική

Εύβοια και Αθήνα μετατρέπονται σε ηγετικά καλλιτεχνικά κέντρα.

975-950 π.Χ.

«Ηρώο» στο Λευκαντί της Εύβοιας

Ο τάφος του «ήρωα» στην Τούμπα στο Λευκαντί παραπέμπει σε λατρεία αφηρωισμένων νεκρών.

Πίνακας 4.

Χρονολόγιο ομηρικής εποχής

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ - ΠΡΩΙΜΑ ΑΡΧΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Από το πρώτο τέταρτο 9ου αι. π.Χ. (γύρω στο 875

Κυριαρχία γεωμετρικής κεραμικής

Νεκροταφείο του Κεραμικού στην Αθήνα με καύσεις νεκρών.

8ος- 6ος αι. π.Χ.

Δεύτερος ελληνικός αποικισμός

Εξάπλωση των Ελλήνων στη Μεσόγειο και στην Μαύρη θάλασσα.

Γύρω στο 800 π.Χ.

(Πολλοί ερευνητές τοποθετούν τον 8ο π.Χ. αιώνα στα πρώιμη αρχαϊκή εποχή)

Ίδρυση της Ερέτριας στην Εύβοια. Οι Ευβοείς πρωτοστατούν στη δημιουργία της πόλης Αλ Μίνα, σημαντικού εμπορικού σταθμού, στον Ορόντη ποταμό της Συρίας

Η Ερέτρια αντικαθιστά το Λευκαντί ως νέα δύναμη.

776 π.Χ.

Παραδοσιακή χρονολογική τοποθέτηση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων

 

775 π.Χ.

Πρώτος εμπορικός σταθμός στη Δύση, οι Πιθηκούσες, στο νησάκι της Ίσκιας, στον κόλπο της Νάπολης

Ιδρύεται από Ευβοείς.

750-700 π.Χ.

Πιθανολογείται η δημιουργία του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου με προσαρμογή από το φοινικικό

Είναι η εποχή όπου θεωρείται πως έζησε ο Όμηρος.

735 π.Χ.

Ίδρυση της πρώτης αποικίας στη Σικελία

Ιδρύεται από Ναξίους.

734-680 π.Χ.

Ληλάντιος πόλεμος στην περιοχή της Εύβοιας, μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας

Προκαλεί το τέλος της ευβοϊκής κυριαρχίας. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι μπορεί οι άνθρωποι της γεωμετρικής εποχής να τον παραλλήλιζαν με τον τρωικό πόλεμο.

730 π.Χ.

Ίδρυση της Κέρκυρας και των Συρακουσών από την Κόρινθο

Η Κόρινθος ανατέλλει ως η νέα εμπορική ηγετική δύναμη. Στην τέχνη παρατηρούνται τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης «ανατολίζουσας» περιόδου, λόγω των μεγάλων επιδράσεων από την ανατολική τέχνη.

Την εποχή που πρωτοεμφανίζονται αυτοί που αποκαλούμε Μυκηναίοι στην ηπειρωτική Ελλάδα, κατά τον 17ο αι. π.Χ., στην Κρήτη ανθεί ο μινωικός πολιτισμός με χαρακτηριστικό κοινωνικό, οικονομικό, διοικητικό και πολιτισμικό κέντρο τα ονομαζόμενα «μινωικά ανάκτορα» (Κνωσός, Μάλια, Φαιστός, Ζάκρος είναι τα πιο γνωστά, αλλά νεότερες έρευνες αποκαλύπτουν και άλλα). Στο τέλος του 17ου αι. π.Χ., γύρω στο 1620 π.Χ. σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης προκαλεί αναστάτωση στον χώρο του Αιγαίου. Η παλαιά άποψη ότι σε αυτό το γεγονός οφείλεται η άμεση καταστροφή των μινωικών κέντρων σήμερα δεν υποστηρίζεται με θέρμη. Πάνω από 100 χρόνια μετά την έκρηξη, πάντως, στα τέλη ή στα μέσα του 15ο αι. π.Χ., οι Μυκηναίοι φαίνεται πως παίρνουν από τους Μινωίτες τα ηνία στην περιοχή του Αιγαίου. Η μυκηναϊκή φυσιογνωμία της Κνωσού αποδεικνύει την υποχώρηση των Μινωιτών και την πιθανή «κατάληψη» από τους Μυκηναίους του μινωικού ανακτόρου. Ανάλογη είναι η κατάσταση στο ανάκτορο της Φαιστού και στη γειτονική της Αγία Τριάδα, όπου μια μυκηναϊκή εγκατάσταση καταλαμβάνει τη θέση της παλαιότερης μινωικής.

Στους δύο επόμενους αιώνες οι Μυκηναίοι κυριαρχούν σε στεριές, αλλά, κυρίως, στη θάλασσα. Φτάνουν μέχρι τα ορεινά της Κρήτης, όπως προκύπτει από την πρόσφατη ανεύρεση της σαρκοφάγου ενός Μυκηναίου πολεμιστή σε μια βραχοσκεπή στον Κουρουπητό του Ψηλορείτη, αλλά και από μυκηναϊκά κτίσματα που διαδέχτηκαν μια μινωική εγκατάσταση στη Ζώμινθο (εικ. 4.3, 4.3α), στην ίδια περιοχή, σε υψόμετρο 1187μ. Ασκούν δραστηριότητες σε αρκετά πρώην κέντρα του μινωικού πολιτισμού, ενώ έχουν βρεθεί και τα νεκροταφεία τους, όπως αυτό που εντοπίστηκε στο Φουρνί των Αρχανών (εικ. 4.4, 4.5), 15 χιλιόμετρα από την Κνωσό, το οποίο βρίσκεται κοντά σε ένα, μικρότερο της Κνωσού, ανάκτορο. Εγκαθίστανται, επίσης, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κύπρο, αποκτούν επαφές με τη δυτική Μικρά Ασία, φτάνουν μέχρι την Ουγκαρίτ στα ανατολικά, επηρεάζουν ή εγκαθίστανται σε περιοχές της Μακεδονίας, όπως αποδεικνύουν νεότερα ευρήματα στην Τούμπα της σημερινής Θεσσαλονίκης και στην Αιανή της Κοζάνης, ενώ αρχίζουν να ταξιδεύουν και να εκμεταλλεύονται εμπορικά και τη Δύση.

Τα κέντρα τους βρίθουν από ζωή, η καθημερινότητα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων διακρίνεται από πολυτέλεια και από κατοχή και χρήση περίτεχνων ή εξωτικών αντικειμένων, ενώ επιδίδονται σε σημαντικά τεχνικά έργα, όπως η αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας στη Βοιωτία και η δημιουργία στη θέση της καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Η Γραμμική Β, η γραφή τους (Hooker 1996), εξυπηρετεί τη γραφειοκρατική οργάνωση του ανακτορικού συστήματος. Η φωτιά που κατέστρεψε τα «ανακτορικά» συγκροτήματα στην Κνωσό, στη Θήβα και στην Πύλο βοήθησε στο να διατηρηθούν εκεί, αφού «ψήθηκε» ο πηλός από τον οποίο ήταν κατασκευασμένες, τα τρία κατά σειρά μεγαλύτερα αρχεία πήλινων πινακίδων (εικ. 4.2). Οι τελευταίες αποτελούσαν τα κατάστιχα όπου καταγράφονταν, σε Γραμμική Β βέβαια, οι δραστηριότητες των «ανακτόρων» και των εξαρτημένων από αυτά περιοχών.

Στα τέλη του 12ου αι. π.Χ. καταστρέφονται και εγκαταλείπονται τα περισσότερα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα. Το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου οφείλεται, μάλλον, στην επίδραση πολλών μαζί παραγόντων: από εχθρικές ενέργειες και φυσικές καταστροφές μέχρι μια πιθανή, «διεθνή», οικονομική κρίση που μπορεί να προκάλεσε η κατάρρευση των εμπορικών δικτύων της Ανατολικής Μεσογείου. Η διάλυση μπορεί, επιπλέον, να οφείλεται σε αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων που οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές.

Τί ακολούθησε, όμως, τον μυκηναϊκό κόσμο; Το σημείο τομής ανάμεσα στα μυκηναϊκά και τα πρωτοϊστορικά χρόνια θεωρούνταν, παλαιότερα, η κάθοδος των Δωριέων. Σήμερα, που οι θεωρίες της αλλαγής του πολιτισμού εξαιτίας εισβολών ξένων λαών δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, το βάρος πέφτει στην αναγνώριση των κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών και οικονομικών παραμέτρων που οδηγούν ή επιταχύνουν την πολιτισμική αλλαγή. Η αρχαιολογική έρευνα, άλλωστε, δείχνει πως δεν υπάρχουν αναπάντεχες αλλαγές μετά το τέλος των ανακτόρων. Το συγκεντρωτικό μυκηναϊκό σύστημα γίνεται περισσότερο αποκεντρωτικό, η κεραμική έχει κοινά στοιχεία με την προηγούμενη περίοδο, ενώ κάποια συνέχεια κατοίκησης φαίνεται πώς υπάρχει και τάφοι πολεμιστών εξακολουθούν να εντοπίζονται σε περιοχές όπως η Αχαΐα, η Λοκρίδα, η Φωκίδα και η Αττική.

Μετά το 1000 και μέχρι το 700 π.Χ. ο πρώτος ελληνικός αποικισμός και ο δεύτερος οδηγούν τους αρχαίους Έλληνες να εγκατασταθούν, ως άποικοι, σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Η εισαγωγή του σιδήρου ως πρώτης ύλης για την κατασκευή όπλων και εργαλείων αντικαθιστά τον χαλκό. Από τις ταφές προκύπτει η ύπαρξη από τα μέσα, ήδη, του 10ου αιώνα π.Χ. μιας τάξης αριστοκρατών, ανδρών και γυναικών, η οποία κυριαρχεί και προσπαθεί να δείξει ότι υπερέχει σε σχέση με τις υπόλοιπες τάξεις. Στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. πιθανολογείται ότι δημιουργείται το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο.

Είναι η εποχή μιας «επικοινωνιακής έκρηξης» όπως σημειώνουν ερευνητές όπως ο Ρ. Όσμπορν. Η έκρηξη αυτή που περιλαμβάνει αντικείμενα, κυρίως αγγεία, που έχουν χαραγμένα μια ποικιλία συμβόλων, σημεία κεραμέων και επιγραφές, ενώ εντοπίζονται σε μια έκταση που περιλαμβάνει από την Ιταλία και την Κρήτη μέχρι την πρόσφατη αρχαιολογική ανακάλυψη στη Μεθώνη της Πιερίας, πιθανολογείται ότι οφείλεται πρώτα και κύρια σε εμπορικές συναλλαγές και δευτερευόντως σε αμιγώς «λογοτεχνικές» ανησυχίες.[4] Η περιοχή της Εύβοιας φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, ενώ η Αθήνα και η Κόρινθος αρχίζουν να αναδύονται ως εμπορικές δυνάμεις στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. Ο Ληλάντιος πόλεμος στην Εύβοια είναι η πιο γνωστή ιστορικά σύγκρουση της ίδιας περιόδου.

Είναι σίγουρο πως όλα τα παραπάνω γεγονότα δεν αναφέρονται αυτά καθαυτά στα ομηρικά έπη. Είναι αμφίβολο, μάλιστα, αν μπορεί, έστω να εντοπίσει κανείς κάποια συγκεκριμένα σημεία στα έπη όπου τα παραπάνω γεγονότα, έστω, να υπονοούνται ή να απηχούνται. Παρόλα αυτά συνιστούν ένα παρελθόν που -είτε ξεχάστηκε είτε άφησε κάποια ίχνη στη συλλογική μνήμη- είχε σίγουρα αφήσει τα σημάδια του στον χώρο. Υπήρχαν, για παράδειγμα μυκηναϊκά κατάλοιπα που ήταν ορατά στους ανθρώπους που ζούσαν τον 9ο και τον 8ο αι. π.Χ. αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια, ενώ πιθανολογείται ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην Τροία. Κατάλοιπα των λεγόμενων «κυκλώπειων» τειχών των μυκηναϊκών ακροπόλεων θα ήταν, προφανώς, ορατά στους αρχαίους κατοίκους ή επισκέπτες των ίδιων χώρων προκαλώντας περιγραφές και ερμηνείες που, αναμφίβολα, θα άγγιζαν τα όρια του μύθου, αλλά και της Ιστορίας.

Ένας από αυτούς τους επισκέπτες, ο περιηγητής του 3ου αι. μ.Χ. Παυσανίας που πήγε στις Μυκήνες, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο οι μεταγενέστεροί του ερμήνευσαν τα μυκηναϊκά ερείπια, αφού βασίστηκαν στις δικές του καταγραφές και πληροφορίες. Ο αρχαίος κλασικός ελληνικός κόσμος ήταν καλός γνώστης των ομηρικών ηρώων και επεισοδίων. Οι ομηρικές περιπέτειες χρησιμοποιήθηκαν, άλλωστε, σε πολλές μορφές μεταγενέστερης καλλιτεχνικής δημιουργίας από τις τραγωδίες μέχρι την εικονογράφηση των αγγείων, στην αγγειογραφία. Οι ομηρικοί ήρωες πέρασαν έτσι από τον χώρο του μυθικού και φανταστικού, στο χώρο του «φυσικού» και του οικείου, ενώ φαίνεται πως λίγο αφορούσε το αν ήταν ιστορικά πρόσωπα, αφού ενδιέφεραν περισσότερο οι συμβολισμοί που έφεραν και τα μηνύματα που μετέφεραν.

Η αγωνιώδης, πολλές φορές, προσπάθεια της αρχαιολογικής έρευνας στα νεότερα χρόνια, αρχής γενομένης από τον Ε. Σλήμαν και τα ευρήματα της Τροίας μέχρι και σήμερα, να συνδέσει τα αρχαιολογικά ευρήματα με τα ομηρικά δεδομένα είναι, ίσως, απότοκος και αυτής της τάσης να θεωρούνται τα ομηρικά έπη μ' έναν «φυσικό» τρόπο ως μυθολογική αφήγηση ιστορικών δεδομένων. Η ιστορική υπόσταση των ομηρικών ηρώων και η σύνδεσή τους με τη μυκηναϊκή αρχαιολογία απασχολεί πάντως σήμερα αυτοκριτικά και αναστοχαστικά αρχαιολόγους, κλασικούς φιλόλογους και γενικότερα τους ομηριστές.

Ο διευθυντής του CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας) στη Γαλλία, Π. Ντάρκ (P. Darcque) ανιχνεύοντας τη σύνδεση των επών με τη μυκηναϊκή αρχαιολογία αναγνωρίζει, για παράδειγμα, έναν «τρόμο της ανωνυμίας στη μυκηναϊκή αρχαιολογία», εννοώντας ότι πολλοί από αυτούς που ασχολούνται με τη μυκηναϊκή αρχαιολογία συνδέουν, ακόμα και σήμερα, τα αρχαιολογικά ευρήματα με τους επώνυμους ομηρικούς ήρωες. Θεωρεί ότι αυτός ο «τρόμος» οφείλεται στην κλασική παιδεία των αρχαιολόγων οι οποίοι περνούν με μεγάλη «φυσικότητα» από την αρχαιολογία στους μύθους, αλλά και σε μια ιδιότυπη κοινωνική απαίτηση, που προσδίδει κύρος στα αρχαιολογικά δεδομένα και στους αρχαιολόγους, μόνο όταν τα ευρήματα συνδέονται με επώνυμα πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ιστορική ή μυθολογική τους υπόσταση. Η σύνδεση αυτή είναι, εξάλλου, ευεργετική για το ίδιο το αρχαιολογικό έργο, καθώς οι τοπικές κοινωνίες μιας περιοχής ευνοούν και χρηματοδοτούν πολύ πιο εύκολα μια έρευνα που στρέφεται στην αναζήτηση των αρχαίων επώνυμων προσώπων (Darcque 2003).

Η αρχαιολογία μπορεί να βοηθήσει, συμπερασματικά, στην αποκατάσταση ενός παρελθόντος όπου κάποιος, ανάλογα με τις αντιλήψεις του και τα πιστεύω του, μπορεί πάντα να εντοπίζει σχέσεις με τις ομηρικές περιγραφές, για το πότε και πώς δημιουργήθηκαν τα έπη, για την ιστορικότητα των ηρώων τους, για την πραγματικότητα των μαρτυριών, για τον υλικό πολιτισμό τους. Μπορεί ακόμα να ευνοήσει τη δημιουργία διευρυμένων οριζόντων για τη διεπιστημονική εξέταση χρονικών περιόδων που μπαίνουν, συνήθως, σε κατασκευασμένα από τους ανθρώπους χρονολογικά και επιστημονικά όρια (π.χ. μια εποχή διαρκεί από τότε μέχρι τότε, άλλο καθήκον έχει ο ιστορικός, άλλο ο φιλόλογος ή άλλο ο αρχαιολόγος), τα οποία υψώνουν «τείχη» ανάμεσα στις ιστορικές εποχές και στους επιστημονικούς τομείς και συσκοτίζουν, τελικά, αντί να διαφωτίζουν τα πράγματα (Snodgrass 2012).

3 Treuil κ.ά. 1996: 595-620, Μαζαράκης-Αινιάν 2000, Dickinson 2003.

4 Βλ. Μπέσιος, Τζιφόπουλος & Κοτσώνας 2012: 307-320.