Α1.5. Σύνθεση - εκφορά - μετάδοση των επών
Τα ομηρικά έπη εντάσσονται στον κορμό της παραδοσιακής προφορικής ποίησης. Η σύνθεση ενός προφορικού τραγουδιού γίνεται τη στιγμή που εκφέρεται από τον αοιδό μπροστά στο ακροατήριο, με βάση τον απομνημονευτικό αυτοσχεδιασμό πάνω σε ένα πλούσιο, παραδοσιακό και τυπικό, γλωσσικό υλικό, το οποίο προσαρμόζεται κατάλληλα στις υποδοχές του εξάμετρου στίχου (θεωρία της προφορικής σύνθεσης). Ένας, βέβαια, πεπειραμένος και δεξιοτέχνης αοιδός μπορούσε, εκτός από το να απομνημονεύει και να αυτοσχεδιάζει, να επεξεργάζεται, λίγο πριν την εκφορά του, το γλωσσικό και θεματικό υλικό των παραδοσιακών του ιστοριών και να στοχάζεται σύνθετες τεχνικές ώστε το προϊόν της σύνθεσής του να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του ακροατηρίου του και να μοιάζει κάθε φορά καινούριο.
Το ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται είναι αν τα ομηρικά έπη ακολούθησαν σε όλα τα επίπεδα (σύνθεση, εκφορά και μετάδοση) τους κανόνες της προφορικής σύνθεσης ή δέχθηκαν την υποστήριξη και της γραφής, δεδομένου ότι το αλφάβητο υπάρχει στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 8ου αι. π.Χ.
Ως προς την εκφορά και τη μετάδοση των δύο ομηρικών επών δεν τίθεται μάλλον ζήτημα, εφόσον το σχετικό αποδεικτικό υλικό που διαθέτουμε σήμερα δείχνει ότι το σύνολο της πρώιμης, επικής και λυρικής, ποίησης εκτελείται και κυκλοφορεί προφορικά έως και τον 5ο αι. π.Χ. Ως προς το πολυπλοκότερο ζήτημα της σύνθεσης, σημειώνονται τα εξής: η παρουσία ενός κεντρικού σχεδίου (με αρχή, μέση και τέλος) αλλά και οι σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές που εφαρμόζονται στα ομηρικά έπη μάς υποχρεώνουν να δεχθούμε ότι δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόντα απρόσωπων απαγγελιών. Εξάλλου, τα ομηρικά έπη συνιστούν ολοκληρωμένες μνημειακές, ποιητικές συνθέσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τον εφήμερο ψυχαγωγικό χαρακτήρα που διαθέτει ένα προφορικό τραγούδι. Το κυριότερο: με δεδομένο ότι, στην αρχή τουλάχιστον της εμφάνισής του, ο γραπτός λόγος όχι μόνο δεν εξαφανίζει τον προφορικό αλλά υποστηρίζει την κυκλοφορία του, το ενδεχόμενο τα ομηρικά έπη να δέχθηκαν στη σύνθεσή τους την υποστήριξη της γραφής είναι εξαιρετικά πιθανό.
Στο ζήτημα πάντως του χρόνου και του τρόπου της καταγραφής των επών οι γνώμες διχάζονται: όσοι υποστηρίζουν ότι τα έπη συντέθηκαν προφορικά επιτρέπουν το ενδεχόμενο ο Όμηρος, καθώς δεν γνώριζε γραφή, να υπαγόρευσε τα έργα του σε έναν γραφέα, ώστε να αποτελέσουν κτῆμα ἐς αἰεί. Άλλοι εκτιμούν ότι τα κατέγραψε ο ίδιος, ενώ, σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, τα έπη μεταδίδονταν προφορικά και καταγράφηκαν σε μεταγενέστερα χρόνια. Πάντως, τον 6ο αι. π.Χ., σύμφωνα με μεταγενέστερες, αμφισβητούμενες από πολλούς ειδικούς, πηγές, την εποχή του Σόλωνα, του τυράννου Πεισιστράτου ή του γιου του Ιππάρχου, δημιουργείται το πρώτο "κλασικό", γραπτό κείμενο του Ομήρου, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τους ραψωδούς που απήγγειλαν τα δύο έπη στα Παναθήναια. Η λεγόμενη "πεισιστράτεια διόρθωση" εξηγεί την παρουσία μερικών αττικισμών που συντηρούνται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, δείχνει, ωστόσο, και την προσπάθεια των Αθηναίων να αφήσουν το στίγμα τους στα δύο επικά έργα, τα οποία είχαν εξ ορισμού πανελλήνιο χαρακτήρα. Στα μεταγενέστερα χρόνια δεν αποφεύχθηκε η ευρεία κυκλοφορία διαφορετικών εκδοχών του ομηρικού "πρωτοτύπου". Προς αυτή την κατεύθυνση οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ιδίως μετά τον 3ο αι. π.Χ., κατέβαλαν συστηματικές προσπάθειες να αποκαταστήσουν τις σωστές γραφές.