Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ5.1. Ιστορικές και αρχαιολογικές πληροφορίες

Στα ομηρικά έπη δεν υπάρχουν μόνο οι Έλληνες (Αχαιοί). Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια παρελαύνουν μια σειρά ξένων, ανθρώπων και λαών, πραγματικών και φανταστικών, από τους συμμάχους των Τρώων μέχρι τους Φοίνικες και από τους Λαιστρυγόνες μέχρι τους Κύκλωπες. Όλοι, βέβαια, ο καθένας με το μερτικό τους συμβάλλουν στην εξέλιξη της δράσης. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει και το ανάλογο ιστορικό και αρχαιολογικό υπόβαθρο για να προσεγγιστούν καλύτερα και να αναγνωριστούν ιστορικά αυτοί οι λαοί που αρκετοί προέρχονται από την Ανατολή και αποτελούν, προφανώς, τον γειτονικό κόσμο των Ελλήνων της ομηρικής εποχής. Οι «Λαοί της Θάλασσας», για παράδειγμα, όρος που περιγράφει όλους αυτούς που κινούνται στον θαλάσσιο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και που αναφέρονται στα αρχεία ανατολικών λαών θεωρούνται, συνήθως αν και όχι απολύτως επιβεβαιωμένα, υπεύθυνοι για τις αναστατώσεις σε αυτήν την περιοχή στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. (Sandars 2001). Η αρχαιολογική έρευνα έχει πιστοποιήσει, πάντως, ότι η Μεσόγειος αποτελούσε «γέφυρα επικοινωνίας» μεταξύ των λαών που την κατοικούσαν, ήδη από την Εποχή του Χαλκού, όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, τόσο ανατολικά όσο και μυκηναϊκά που εντοπίζονται στις δυο πλευρές του Αιγαίου, αλλά και στη Συρία και στην Αίγυπτο. Στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. Ελλάδα, Κύπρος και Φοινίκη φαίνεται πως διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την επικοινωνία (Κούρου 2006). Οι εμπορικές σχέσεις φαίνεται πως παίζουν στην περίπτωση αυτή καθοριστικό ρόλο, ήδη, από τα μυκηναϊκά χρόνια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ άλλοι λαοί αναφέρονται ξεκάθαρα στα έπη όπως οι Φοίνικες περισσότερο και οι Αιγύπτιοι πολύ λιγότερο, κάποιοι λαοί με σημαντική παρουσία στον χώρο της Εγγύς Ανατολής όπως οι Χετταίοι δεν αναφέρονται καθόλου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, πάντως, ότι το ίδιο φαινόμενο σε σχέση με τους Χετταίους παρατηρείται και στις πινακίδες της μυκηναϊκής Γραμμικής Β γραφής. Παρότι εκεί έχουν αναγνωστεί ονόματα που συσχετίζονται με «ξένους» με τους Μυκηναίους λαούς, όπως οι Αιγύπτιοι, οι κάτοικοι της Φοινίκης και άλλοι λαοί από διάφορες περιοχές της Δυτικής Ασίας, οι Χετταίοι απουσιάζουν εντελώς (Yasur-Landau 2010: 40, fig. 2.1., 42).

Αν, μάλιστα, αναλογιστεί κανείς τη συχνή παρουσία στα χεττιτικά αρχεία των Αχιγιάβα, λαού με αξιοσημείωτη δράση στην Εγγύς Ανατολή τους οποίους η έρευνα ταυτίζει, συνήθως, με τους Αχαιούς τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίεργα. Το γεγονός ότι οι Χετταίοι δεν ανέπτυξαν αξιόλογη εμπορική δράση και, συνεπώς, δεν ήρθαν σε οικονομική αντιπαλότητα με τους Έλληνες της ομηρικής εποχής, όπως συνέβη με τους Φοίνικες, ή ακόμα η πιθανότητα οι Χετταίοι να μην ήταν, πλέον αξιομνημόνευτοι την εποχή της τελικής σύνθεσης των ομηρικών επών, τον 8ο και τον 7ο αι. π.Χ., μπορεί να δίνει μια απάντηση σε αυτό το μυστήριο. Οι Χετταίοι, άλλωστε, εξαφανίστηκαν από το ιστορικό προσκήνιο γύρω στο 1200 π.Χ. πολύ πιο πριν από τα χρόνια της δημιουργίας ή της καταγραφής των ομηρικών επών (εικ. 4.148).

Η νεότερη έρευνα έχει καταδείξει όσον αφορά τη σχέση των επών με την Ανατολή ότι

«Στην τελική τους μορφή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια προέκυψαν από μια πλούσια κληρονομιά ιστοριών που υπήρχαν πριν από την Εποχή του Χαλκού στην Ανατολή και ανασυντέθηκαν σε μια επική παράδοση αμιγώς ελληνικών ηρωικών παραδόσεων» (Morris 2009: 718).

Η παραπάνω διαπίστωση αφορά τις παρατηρημένες ομοιότητες ανάμεσα στα ομηρικά έπη και τα σουμεριακά λογοτεχνικά κείμενα, όπως το έπος του Γκιλγκαμές, τα κατάλοιπα από χεττιτικά και αιγυπτιακά αρχεία του 15ου και 14ου αι. π.Χ., αλλά ακόμα και ανάλογες ομοιότητες με τη Βίβλο (βλ. Louden 2011). Συνέβη, δηλαδή, ό,τι και με τις υπόλοιπες μορφές των Ανατολικών πολιτισμών, τους οποίους γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες. Όλα τα ανατολικά στοιχεία που υιοθετήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες μετασχηματίστηκαν και προσαρμόστηκαν στο ελληνικό πνεύμα με αποτέλεσμα να αλλάξουν μορφή και να αποκτήσουν τον χαρακτήρα και να αποτελέσουν μέρος της ταυτότητας αυτών που τα υιοθέτησαν, ώστε να θεωρούνται ελληνικά.