ΣΤ3. Γεωμετρική τέχνη
ΣΤ3.1. Αρχιτεκτονική
Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα οι πρώτοι αυτόνομοι ναοί κάνουν την εμφάνιση τους στα γεωμετρικά χρόνια. Πρόκειται, στην αρχή, για υπαίθρια ιερά, για κτίσματα, δηλαδή, που έχουν δημόσιο χαρακτήρα και μοιάζουν, περισσότερο, με μεγάλες κατοικίες σε σχήμα μεγάρου. Αναγνωρίζονται, γενικότερα, τέσσερις τύποι οικοδομημάτων στη γεωμετρική εποχή.[34] Στον πρώτο τύπο κατατάσσονται επιμήκη, ορθογώνια οικοδομήματα, μονόχωρα ή πολύχωρα, με είσοδο στη μια στενή πλευρά. Τα πολύχωρα χρησιμοποιούνταν και ως ναοί ή μέγαρα όπως το κτίριο Β στο Θέρμο της Αιτωλίας, όπου πιθανολογείται και η ύπαρξη ενός «πτερού» γύρω του, χαρακτηριστικού για τους ναούς, που σχηματίζεται από ξύλινους κίονες. Παρόμοια κτίρια ήταν ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδας στη Σπάρτη και το Ηραίο της Σάμου (εικ. 6.47) που είχαν και εσωτερική κιονοστοιχία κατά μήκος. Στο Ηραίο βρέθηκε και η βάση του «ξόανου» της θεάς, του ξύλινου λατρευτικού αγάλματος δηλαδή. Η στέγη των κτιρίων αυτών θεωρείται πως ήταν δίρριχτη και αμφικλινής. Επιμήκη ή ορθογώνια οικοδομήματα με είσοδο στη μία τους μακρά πλευρά περιλαμβάνει, επίσης, και ο δεύτερος αρχιτεκτονικός τύπος.
Στον τρίτο τύπο ανήκουν κτίρια με αψιδωτή την πίσω στενή πλευρά τους. Ο ναός της Ήρας Ακραίας στην Περαχώρα και πήλινα ομοιώματα σπιτιών αποτελούν σχετικά παραδείγματα. Ο ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα στην Ερέτρια (εικ. 6.48) είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού του τύπου. Στον τελευταίο, τέταρτο, τύπο κατατάσσονται όλα τα ακανόνιστου, ελλειπτικού, σχήματος οικοδομήματα που χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες και εντοπίστηκαν στις ανασκαφές των γεωμετρικών οικισμών.
Στους οικισμούς της γεωμετρικής εποχής δεν εντοπίζονται ανάκτορα όπως στη μυκηναϊκή εποχή. Κατά τον 10ου αι. π.Χ., μια ενιαία επιμήκης οικία, όπως στο Λευκαντί, που αποτελούνταν από δωμάτια το ένα πίσω από το άλλο, δέσποζε ως η κατοικία (;) του άρχοντα σ' έναν οικισμό, όντας απομονωμένη μερικές φορές από αυτόν. Από το 900 μέχρι το 700 π.Χ., στην περίοδο που στο τέλος της φαίνεται πως καταγράφονται τα έπη δηλαδή, παρατηρείται από την ίδια έρευνα, κάτω από την επίδραση, ίσως, και της ομηρικής αφήγησης και έρευνας, παρουσία σύνθετων «οίκων», που αποτελούνται από ανεξάρτητες μονάδες οργανωμένες μέσα σε περιβόλους. Στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., τέλος, σε μια άλλη πιθανή περίοδο «γέννησης» των επών, οι οικίες έχουν περισσότερα δωμάτια και είναι προσανατολισμένες, περιμετρικά, προς μια κεντρική στον οικισμό αυλή. Ελλειψοειδή, αψιδωτά και κυκλικά κτίρια μέσα στους οικισμούς επιτελούν παράλληλα διάφορες λειτουργίες από αποθηκευτικές μέχρι λατρευτικές. Τειχισμένοι οικισμοί φαίνεται πως ήταν ο κανόνας στο Ανατολικό Αιγαίο ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα και στις Κυκλάδες κυριαρχούσαν τα μικρά χωριά κοντά σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ή οι οικισμοί με άμεση πρόσβαση σε βοσκοτόπια και στη θάλασσα.
Η επισκόπηση των οικισμών αυτής της περιόδου, πάντως, δείχνει ότι οι «οίκοι», που περιγράφονται στα ομηρικά έπη είναι δύσκολο να αναγνωριστούν. Υφίστανται, όμως, διαφοροποιήσεις μεταξύ των κατοικιών, και υπάρχουν και ειδικά κτίσματα όπως τα ιερά, οι αποθήκες, καθώς και σπίτια πιθανών αρχηγών.
34 Κοκκορού-Αλευρά 1990: 31, Σίδερης 2000.