ΣΤ3.3. Πλαστική
Η Γεωμετρική πλαστική περιλαμβάνει μικρά πήλινα, χάλκινα και κάποια ελεφαντοστέινα ειδώλια, είτε ελεύθερα, είτε πλασμένα για να προσαρμοστούν σε αγγεία. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, τα αγάλματα των μεταγενέστερων χρόνων και γενικά όλα αυτά τα φυσικού ή υπερφυσικού μεγέθους έργα που είναι γνωστά με τον όρο «μνημειακή πλαστική». Φαίνεται πως τον ρόλο της «μνημειακής πλαστικής» έπαιζαν οι μεγάλοι πήλινοι αμφορείς και κρατήρες, ύψους πάνω από ένα μέτρο, που περιγράφηκαν στην κεραμική μαζί με τους μεγάλους ορειχάλκινους τριποδικούς λέβητες που ανατίθεντο στα ιερά (Κοκκορού-Αλευρά 1990: 33). Τα περισσότερα από τα γεωμετρικά ειδώλια προέρχονται από τα πρώιμα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας στην Πελοπόννησο και της Δωδώνης στην Ήπειρο και είναι, προφανώς, αναθήματα, αφιερώματα δηλαδή, κυρίως, των αριστοκρατών, των πρώιμων ιστορικών χρόνων.
Πολλά από αυτά ακολουθούν στην αρχή (11ο και 10ο αι. π.Χ.) τη μυκηναϊκή παράδοση, ενώ από τον 9ο αι. και μετά αρχίζουν να έχουν αμιγή γεωμετρικά χαρακτηριστικά και να μοιάζουν αρκετά με τις αντίστοιχες φιγούρες που εικονίζονται στην επιφάνεια των αγγείων. Αναπαριστώνται, δηλαδή, άνδρες και ζώα, άλογα και ταύροι κυρίως, χωρίς ιδιαίτερο όγκο, σε δυο διαστάσεις (με απουσία, δηλαδή, της τρίτης διάστασης) με σχηματικά κεφάλια, κοντά σώματα με ασυνάρτητα μέλη που, όμως, διαχωρίζονται με σαφήνεια μεταξύ τους. Στις ανθρώπινες φιγούρες η υποδήλωση του φύλου και της μύτης είναι χαρακτηριστική. Οι μορφές αυτές φαίνεται να ακολουθούν τις αντίστοιχες σκιαγραφίες των αγγείων, ένα γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει το πώς ο γεωμετρικός καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται την απόδοση του σώματος χωρίς πλαστικό όγκο.
Κατά τον 8ο αι. π.Χ., πάντως, τα ειδώλια αποκτούν μεγαλύτερο όγκο, ενώ εμφανίζονται για πρώτη φορά και ανατομικές λεπτομέρειες στα πρόσωπα και υποδηλώνεται, συχνά, η κόμμωση. Κάποιοι ερευνητές εντοπίζουν ακόμα και εργαστήρια παραγωγής ανάλογων ειδωλίων όπως αυτό της Αττικής που ξεχωρίζει από τον τριγωνικό κορμό και τη ραδινότητα των μορφών, σε σχέση με τα κοντόχοντα ειδώλια του Άργους και της Λακωνίας στην Πελοπόννησο, με κορμό σε σχήμα ρόμβου. Από το 750 π.Χ. και μετά οι ανδρικές μορφές αποτυπώνουν πολεμιστές και ιππείς, ενώ τα άλογα, όπως προκύπτει και από την αγγειογραφία, αποτελούν αγαπημένο θέμα και κοσμούν τις λαβές των μεγάλων, μέχρι 3,50 μ. ύψος κάποιες φορές, χάλκινων, τρίποδων, λεβήτων που αφιερώνονταν από τους αριστοκράτες στα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας και της Δωδώνης. Είναι τα ίδια σκεύη που αναφέρονται στα ομηρικά έπη ως έπαθλα αθλητικών αγώνων. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται, επίσης, για πρώτη φορά ειδώλια και συμπλέγματα ειδωλίων τα οποία συνδέθηκαν με μυθολογικά θέματα, αλλά και με αριστοκρατικές, κατά βάση, ασχολίες όπως το κυνήγι, η μουσική, ο χορός (εικ. 6.61, 6.62) κ.ά.
Κάποια από αυτά τα ειδώλια προσφέρουν μια εικόνα για την τέχνη, τον κόσμο, αλλά και τις ιδέες της εποχής. Ειδώλια που θυμίζουν μυκηναϊκά με υψωμένα τα χέρια προέρχονται από το Καρφί (εικ. 6.63) της Κρήτης του 11ου αι. π.Χ. Από το νεκροταφείο στην Τούμπα στο Λευκαντί προέρχεται ένα πρωτογεωμετρικό (τέλη 10ου αι. π.Χ.) πήλινο ειδώλιο Κενταύρου (εικ. 6.64), που εκτίθεται, σήμερα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας. Είναι από τις πρώτες παραστάσεις του μυθικού όντος που μισό άλογο, μισό άνθρωπος μπορεί, ίσως, να συσχετιστεί και με την αγαπημένη ασχολία της τάξης των αριστοκρατών την ιππασία, αφού στην ουσία αποτελεί σύμφυση αλόγου και καβαλάρη. Ένας χάλκινος «Μινώταυρος» του 770-760 π.Χ., στο μουσείο του Λούβρου σήμερα (εικ. 6.65), ο οποίος διακοσμούσε, αρχικά, τη λαβή ενός λέβητα δείχνει την έκταση της διάδοσης των μυθολογικών σκηνών κατά τον 8ο αι. π.Χ., αλλά και ποιοί μύθοι μπορεί να ήταν γνωστοί αυτήν την εποχή.
Ο Κένταυρος συναντάται, επίσης, και σε χάλκινα συμπλέγματα (εικ. 6.66) του τέλους του 8ου αι. π.Χ. Ο πειρασμός να ερμηνευτούν αυτά ως αναπαράσταση σκηνών από τη μυθολογία είναι μεγάλος. Πρόκειται για τα συμπλέγματα του «Ηρακλή» και του «Κένταυρου Νέσσου», μιας ελαφίνας που συμπλέκεται με σκυλιά, έφιππων γυναικείων μορφών ή ακόμα και κάποιων κυκλικών χορών. Τα χάλκινα άλογα κυριαρχούν, επίσης, την ίδια περίοδο στα συμπλέγματα, αλλά και μεμονωμένα (εικ. 6.67). Οι χάλκινοι πολεμιστές που αναπαριστώνται σε μεμονωμένα ειδώλια ή προσαρμοσμένοι σε χείλη μεταλλικών, τριποδικών λεβήτων, για να στηρίζουν τις λαβές τους, είναι, επίσης, χαρακτηριστικοί για την ίδια περίοδο. Οι χειρονομίες τους είναι δεδομένες. Στο ένα, υψωμένο, χέρι κρατούν δόρυ και στο άλλο χαλινάρια. Ορισμένοι φέρουν και τον εξοπλισμό τους, κράνη και άλλα όπλα, όπως αυτός που κουβαλά ασπίδα, βρέθηκε στην Καρδίτσα και χρονολογείται γύρω στο 700 π.Χ. Άλλοι πάλι οδηγούν άρματα. Είναι, δηλαδή, ηνίοχοι, όπως ένα παράδειγμα που προέρχεται από το ιερό της Ολυμπίας (εικ. 6.68).
Μια σειρά χάλκινων, επίσης, αγαλματίων παριστάνουν μουσικούς όπως ένα παράδειγμα από την Κρήτη (εικ. 6.69). Η υπόθεση ότι μπορεί να ταυτιστούν οι μορφές αυτές με τους αοιδούς των επών είναι εξαιρετικά γοητευτική, αλλά όχι και σίγουρη.
Από το νεκροταφείο του Κεραμεικού (Διπύλου) στην Αθήνα, που έχει μεγάλη διάρκεια χρήσης, προέρχονται και ορισμένα αξιοσημείωτα αντικείμενα, τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 8ου αι. π.Χ και είναι από ελεφαντοστό, ένα υλικό που εισάγεται από την Ανατολή και αποδεικνύει τις σχέσεις του ελληνικού χώρου με αυτήν την περιοχή. Μια γυναικεία μορφή, η λεγόμενη «θεά του Κεραμεικού» (εικ. 6.70), με χέρια κολλημένα στους μηρούς και πόλο (καπέλο) και με ύψος μόλις 23 εκατοστά ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Το ειδώλιο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με ανάλογα αντικείμενα του 9ου αι. π.Χ. που βρέθηκαν στη φοινικική πόλη Νιμρούντ και παριστάνουν τη συροφοινικική θεότητα Αστάρτη ή Ιστάρ. Θεωρείται, όμως, με βάση τη διακόσμηση με μαίανδρο στο ψηλό και κυλινδρικό καπέλο ή στέμμα που φοράει, πως είναι έργο έλληνα τεχνίτη και δεν εισήχθη, συνεπώς, ως τελειωμένο αντικείμενο στην Αττική, αλλά μπορεί ο καλλιτέχνης που το κατασκεύασε να μιμήθηκε ανατολικά πρωτότυπα.
Μερικά πήλινα ειδώλια αυτής της εποχής, τέλος, από τη Βοιωτία που το σώμα τους μοιάζει με καμπάνα (κωδωνόσχημα) έγιναν διάσημα το 2004 όταν ενέπνευσαν τις μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το Φοίβο και την Αθηνά. Με σχήμα κώδωνα, από όπου και αν προέρχεται η σύγχρονη ονομασία τους, μακρύ λαιμό, κινητά κάτω άκρα αλλά και οπή για την ανάρτησή τους, τα ειδώλια αυτά παραπέμπουν εύκολα στις σημερινές μαριονέτες.
Αξεπέραστος είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τη Γεωμετρική Πλαστική ο Μανόλης Ανδρόνικος αναδεικνύοντας όλα τα χαρακτηριστικά της και τη σημασία της όσον αφορά την προσέγγιση του ανθρώπου των πρώιμων ιστορικών χρόνων:
Από τη μια μεριά ο θεατής αναγνωρίζει σ' αυτά τα έργα μορφές με κοφτό περίγραμμα, ορθογώνιες σχέσεις, αυστηρή άρθρωση, στοιχεία που υπάγονται στην έννοια της «τεκτονικής» δομής. Από την άλλη όμως μεριά διαπιστώνει ότι λείπει η σωματικότης, τα σχήματα είναι ανοικτά και συχνά γίνονται ακατανόητα από λειτουργική άποψη. Έτσι οι γνωστές έννοιες: όψη, οργανική-σωματική συνάρτηση, αξονικά κλειστό σχήμα, φαίνεται ότι δεν έχουν περιεχόμενο, αν εφαρμοσθούν εδώ … Οι γεωμετρικοί τεχνίτες γοητεύονται από την κίνηση των μορφών, που εκφράζει τη ζωή και τη δράση … είναι πρόδηλη η ρεαλιστική τάση του δημιουργού που θέλει να αποδώσει το καίριο και χαρακτηριστικό στοιχείο του ζωντανού κόσμου. Παράλληλα όμως με την τάση αυτή συνυπάρχει και αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο μια υψίστη δύναμη για «στυλιζάρισμα», που πηγάζει από την αγάπη για το καθαρό σχήμα και την πειστική έκφραση και από την παρατακτική όραση του γεωμετρικού ανθρώπου. Με άλλα λόγια ο γεωμετρικός τεχνίτης βλέπει τον κόσμο και τον άνθρωπο όχι ως μια ενότητα, όπου υποτάσσονται τα μέλη, αλλά ως ενότητα που αποτελείται από αυτόνομα, ισότιμα μέλη το καθένα με τη δική του αναλλοίωτη μορφή … Οπωσδήποτε σ' αυτά τα πρώιμα δημιουργήματα της ελληνικής μικροπλαστικής ενυπάρχουν ήδη τα δύο συστατικά στοιχεία της ελληνικής τέχνης: το καθαρό σχήμα και η έντονη εσωτερική ζωή. Κυρίως όμως γίνεται πρόδηλος ο καίριος στόχος που θέτει το ελληνικό πνεύμα: ο άνθρωπος (Ανδρόνικος 1971: 190-192).