Ε4.4. Ομηρικοί θεσμοί ΙΙ. Η φιλοξενία και το «δώρο»
Η φιλοξενία είναι ένας από τους σημαντικότερους θεσμούς που περιγράφεται στα ομηρικά έπη. Σημαντικά πρόσωπα ή άνθρωποι με σημαντικά αξιώματα οικοδομούν δεσμούς μεταξύ τους μέσω των σχέσεων που δημιούργησαν σε περιπτώσεις φιλοξενίας τους ο ένας στον «οίκο» του άλλου. Ο θεσμός αυτός αποτελούσε, μάλλον, αδήριτη ανάγκη για μια κοινωνία, όπως η ομηρική, όπου οι «αριστοκράτες» της ταξίδευαν για διάφορους λόγους, μέχρι και για να ζητήσουν πληροφορίες. Θα έπρεπε, λογικά, να εξασφαλίζουν την ειρηνική και απρόσκοπτη διαμονή τους στα μέρη όπου πήγαιναν. Για αυτό, άλλωστε, ο θεσμός προστατευόταν από τον Ξένιο Δία και αποτελούσε δείγμα υψηλού πολιτισμού, αν μάλιστα αναλογιστούμε τις δύο ακραίες περιπτώσεις που περιγράφονται στην Οδύσσεια, του αφιλόξενου Κύκλωπα και των υπερβολικά φιλόξενων Φαιάκων.
Το «τυπικό» της ομηρικής φιλοξενίας περιλάμβανε, όπως είναι γνωστό, μια συγκεκριμένη συμπεριφορά από μέρους του «ξενιστή», αυτού που παρείχε τη φιλοξενία δηλαδή, προς τον φιλοξενούμενό του. Προηγούνταν η υποδοχή του ξένου στο καλύτερο δωμάτιο της οικίας, η προσφορά «θρόνου» για να καθίσει, λουτρό, φαγητό και ποτό, συνοδευόμενα κάποτε και από γιορτή, όπως στην περίπτωση της φιλοξενίας του Οδυσσέα από τους Φαίακες. Στο τέλος γίνονταν οι ερωτήσεις για το ποιος είναι ο «ξένος» και τι ζητάει. Ακολουθούσε η ικανοποίηση των αιτημάτων του, στο μέτρο του δυνατού, βέβαια, καθώς και η παροχή διαμονής. Η όλη διαδικασία σφραγιζόταν με την ανταλλαγή δώρων τα οποία είτε φυλάσσονταν στον «οίκο», είτε αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου δικτύου «ξένιων» ανταλλαγών και έφταναν, έτσι, σε μέρη πολύ μακρινά σε σχέση με το αρχικό όπου είχαν κατασκευαστεί.
Η ιστορικότητα του θεσμού της φιλοξενίας δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με ακρίβεια. Μπορεί, όμως, να ανιχνευθεί η παρουσία του μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα και, κυρίως, μέσα από αντικείμενα που βρίσκονται στους τάφους και συνοδεύουν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία. Εκείνο δηλαδή και με λίγα λόγια που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά είναι ότι το «δώρο» και η σημασία του για την εποχή στην οποία αναφέρονται τα ομηρικά έπη προκύπτει μέσα από την αρχαιολογική εύρεση εξωτικών και πολύτιμων αντικειμένων στους τάφους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, αλλά και από σχετικές αναφορές στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής, καθώς και από ανάλογες απεικονίσεις στις μυκηναϊκές τοιχογραφίες.
Η ύπαρξη της συνήθειας του «δώρου» βεβαιώνεται από πολύ παλιά, ενώ ανθρωπολογικές μελέτες δείχνουν ότι έπαιζε σημαντικό ρόλο στις λεγόμενες «πρωτόγονες», στις μη δυτικού τύπου, δηλαδή, κοινωνίες. Ο θεσμικός του ρόλος στη μυκηναϊκή εποχή θεωρείται δεδομένος, ενώ σημαντικές είναι οι πληροφορίες που προσφέρουν προς αυτήν την κατεύθυνση οι μυκηναϊκές πινακίδες. Σε μια από αυτές με προέλευση το ανάκτορο της Πύλου, την PY Tn 316, η οποία χρονολογείται στο τέλος του 13ου αι. π.Χ. διαβάστηκε στη συλλαβική Γραμμική β γραφή η λέξη «DO-RA» («δώρα»). Σύμφωνα με την αποκρυπτογράφηση της πινακίδας αυτά τα δώρα ήταν χρυσά αγγεία αλλά και άνδρες και γυναίκες που προορίζονταν να διατεθούν σε διάφορα ιερά και θεότητες. Σε άλλες πινακίδες από την Κνωσό και την Πύλο διαβάστηκε, επίσης, το ουσιαστικό «DO-SO-MO» («δοσμός», δηλαδή δόσιμο;) σε σχέση με προσφορές λαδιού, μελιού, ζώων κ.λπ., οι οποίες προορίζονταν πάλι για θεότητες. Σε δύο πινακίδες από τις Μυκήνες και την Κνωσό εντοπίστηκαν, επιπλέον, δύο ενδιαφέροντα ανθρωπωνύμια, το «TEO-DO-RA» («Θεοδώρα»;) και το «A-PI-DO-RO» («Αμφίδωρος»;) αντίστοιχα, που, αν η ανάγνωσή τους είναι σωστή, ενισχύουν τη σημασία του δώρου στη μυκηναϊκή κοινωνία (Μπουλώτης 2006).
Εκτός από τις πήλινες πινακίδες, εξάλλου, οι εικόνες με τους «δωροφόρους», αυτούς, δηλαδή, που συμμετέχουν σε μια πομπή και μεταφέρουν δώρα, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στις μυκηναϊκές, μινωικές, αλλά και ανατολικής προέλευσης τοιχογραφίες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (εικ. 5.35).
Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, ο θεσμός του δώρου δεν αφορά μόνο ανταλλαγές αντικειμένων μεταξύ αξιωματούχων, ώστε να ενισχυθεί το γόητρο των τελευταίων μέσω της επίδειξης πλούτου. Υπήρχαν, ακόμη, αναθηματικές προσφορές στους θεούς, καθώς και συμβολικές, τελετουργικές προσφορές προς τα οικονομικά και διοικητικά κέντρα των Μυκηναίων, τα ανάκτορα. Με αυτόν τον τρόπο δωρίζονταν άνθρωποι, λίθινα και μεταλλικά αγγεία, αντικείμενα από εξωτικά υλικά (φαγεντιανή, ελεφαντόδοντο, πολύτιμους λίθους) υφάσματα, κοσμήματα. Οι δωρεές αποσκοπούσαν στη συγκρότηση και παγίωση ενός πλέγματος τόσο θρησκευτικών σχέσεων όσο και ανάλογων διακοινοτικών και τοπικών, ανάμεσα στα μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα ή ανάμεσα στον λαό και την άρχουσα τάξη ενός μυκηναϊκού κέντρου, αλλά και διεθνών, όπως, για παράδειγμα με την Αίγυπτο (εικ. 5.36).
Αντικείμενα από τους τάφους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, αν, μάλιστα, συνδυαστούν και με τις πληροφορίες από τα έπη, προσφέρουν μια εικόνα για παρόμοια δώρα και τις «βιογραφίες» τους, δηλαδή από πού ξεκίνησαν, πώς διακινήθηκαν και πώς συνόδευσαν, τελικά, τον τελευταίο κάτοχό τους στην «άλλη ζωή». Ανάλογες περιπτώσεις μπορεί να αποτελούν ο χάλκινος τεφροδόχος αμφορέας κυπριακής προέλευσης από το «Ηρώο» στο Λευκαντί (εικ. 5.37), και περιδέραια από φαγεντιανή μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα εισηγμένα από την Κύπρο και τη Φοινίκη που βρέθηκαν στο Λευκαντί ή στην αγορά των Αθηνών ή στις Μυκήνες κ.α. (εικ. 5.38), καθώς και όλα εκείνα τα αντικείμενα που συνοδεύουν τους νεκρούς και χαρακτηρίζονται ως «αρχαιότητες» και κειμήλια σε σχέση με την εποχή της ταφής.