Ε2.3. Τα δεδομένα από τον κόσμο των νεκρών
Ο τρόπος με τον οποίο κηδεύονται ένας άνδρας, μια γυναίκα, ή ένα παιδί μπορεί να αποκαλύψει πολλά στοιχεία για την κοινωνική τους θέση. Πολλές φορές, μάλιστα, φαίνεται πως η φροντίδα για την ταφή ενός προσώπου αποτελεί θεσμοποιημένη, θρησκευτικά ή κοινωνικά, υποχρέωση των ζωντανών με πράξεις που έχουν ως τελικό αποδέκτη τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνικής ομάδας, υπογραμμίζοντας ή ακόμα και συσκοτίζοντας υπαρκτές κοινωνικές ανισότητες. Το κοινωνικό status, δηλαδή η ύπαρξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης, οι μορφές εξουσίας ή η θέση και ο ρόλος των φύλων και των παιδιών σε μια κοινωνία αποκαλύπτονται, πολλές φορές, με αυτόν τον τρόπο για τις κοινωνίες για τις οποίες δεν υπάρχουν γραπτές πηγές.
Στα μυκηναϊκά χρόνια υπήρχαν πολλά είδη τάφων (Γαλανάκης 2006). Οι πρώιμοι (17ος-16ος αι. π.Χ.), κάθετοι λακκοειδείς, συνιστούν την πρώτη και παλαιότερη κατηγορία. Οι αντίστοιχοι των Μυκηνών, οι ταφικοί περίβολοι Α και Β, αποδόθηκαν στην ηγεμονική τάξη που σχετίζεται με την ίδρυση της μυκηναϊκής δυναστείας, παρότι οι τάφοι αυτοί δεν μπορούν να συσχετιστούν, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, με κάποιο συγκεκριμένο ανάκτορο καθώς αυτό που υπάρχει στη μυκηναϊκή ακρόπολη ανήκει σε μεταγενέστερα μυκηναϊκά χρόνια. Τα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς -άντρες, γυναίκες και κάποια βρέφη- των τάφων αυτών παραπέμπουν με τον πλούτο τους, καθώς κυριαρχούν τα πολύτιμα και εξωτικά υλικά όπως ο χρυσός, το ασήμι, το ελεφαντόδοντο, η ορεία κρύσταλλος κ.ά., σε μια ομάδα ανθρώπων με εξέχουσα κοινωνική θέση.
Τα χρυσά νεκρικά προσωπεία προσδίδουν μια αναμφισβήτητη ιδιαιτερότητα στους νεκρούς και δίνουν μια έστω και σχηματική εικόνα του προσώπου τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα προσωπεία από ήλεκτρο (εικ. 5.6). Το λεγόμενο προσωπείο του Αγαμέμνονα (εικ. 5.7), που βρήκε ανασκάπτοντας τον ταφικό περίβολο Α ο Ε. Σλήμαν, είναι το πιο γνωστό ανάμεσά τους. Πολύ σύντομα, βέβαια, αποδείχθηκε πως δεν επρόκειτο για τη νεκρική μάσκα του μυθικού βασιλιά, αφού και αν ακόμα ήταν ιστορικό πρόσωπο ο ομηρικός ήρωας θα είχε ζήσει 400 με 500 χρόνια αργότερα, αφού οι τάφοι του περιβόλου α χρονολογήθηκαν στα τέλη του 17ου, αρχές του 16ου αι. π.Χ.
Η βασική διαφοροποίηση των γυναικών και των παιδιών σε σχέση με τους ενήλικες άντρες που βρέθηκαν ενταφιασμένοι στους ταφικούς περιβόλους είναι ότι η μεταθανάτια φροντίδα τους δεν περιλαμβάνει τις τιμές που αποδίδονται σε έναν πολεμιστή. Συνοδεύονται, πάντως, από εξίσου σημαντικά κτερίσματα. Οι γυναίκες κτερίζονται με αγγεία, κυρίως, αλλά και με κοσμήματα και άλλα είδη καλλωπισμού. Τα σώματα των παιδιών, εξάλλου, καλύπτονται με χρυσές επενδύσεις (εικ. 5.8). Είναι, όμως, γεγονός ότι δεν υπάρχουν άλλα, πολλά παραδείγματα, παρόμοιων ή και διαφορετικών τάφων, αυτής της περιόδου ώστε να μελετηθούν συγκριτικά τα ευρήματά τους και τα ταφικά έθιμα με τα οποία αυτά συνδέονται για να εξαχθούν, τελικά συμπεράσματα για την κοινωνική θέση των νεκρών, όσο αυτοί ήταν ζωντανοί.
Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν δύο διαπιστώσεις όσον αφορά την κοινωνική δομή και οργάνωση της περιόδου, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Πρώτον, οι πολλαπλές ταφές που πραγματοποιούνται στους πρώιμους αυτούς κάθετους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών παραπέμπουν στην ύπαρξη κάποιας οικογενειακής ή φυλετικής συγγένειας ανάμεσα στους νεκρούς, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις νεότερες έρευνες με βάση την ανθρωπολογική μελέτη των σκελετικών ευρημάτων (βλ. Castleden 2005: 66-69). Η εύρεση, επιπλέον, πλούσιων κτερισμάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν αντικείμενα από εξωτικά υλικά ή/και με ποικίλο συμβολικό περιεχόμενο έχουν, προφανώς, τη σημασία τους. Σχετίζονται, πιθανόν, με τον «ηρωικό» χαρακτήρα των νεκρών. Είναι εμφανής η πρόθεση να τονιστεί ή να αυξηθεί το κύρος τους, ενώ αφήνουν ενδείξεις για την ύπαρξη κάποιας μορφής, πιθανής προγονολατρείας ή και «ηρωολατρείας». Έτσι κι αλλιώς, πάντως, οδηγούν στην υπόθεση ότι οι παραπάνω νεκροί αποτελούν μια ομάδα με ξεχωριστή ταυτότητα η οποία υποδηλώνεται σε κάθε περίπτωση, επειδή, προφανώς, θεωρείται, από αυτούς που φροντίζουν για την ταφή τους, ότι τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους σύγχρονούς τους ανθρώπους.
Στους επόμενους αιώνες της άνθησης του μυκηναϊκού πολιτισμού (14ος και 13ος αι. π.Χ.) κυριαρχούν δύο είδη τάφων: ο θολωτός και ο θαλαμοειδής. Ο κανόνας είναι οι τάφοι αυτοί να υποδέχονται πολλαπλές ταφές. Συναντώνται, όμως και κάποιες ατομικές. Οι νεκροί κατά κανόνα ενταφιάζονται, ενώ το έθιμο της καύσης των σωμάτων, κύρια συνήθεια στα ομηρικά έπη, δεν είναι και πολύ συχνό. Παλαιότερα ήταν πολύ συνηθισμένο να θεωρείται ότι οι θολωτοί τάφοι είναι βασιλικοί και ότι οι θαλαμοειδείς ανήκουν σε μια μεσαία τάξη, η οποία αντιπροσώπευε κάποια μορφή στρατιωτικής αριστοκρατίας. Τα κτερίσματα των τάφων οδήγησαν τους ερευνητές να συνδέσουν τους περισσότερους από αυτούς με «πολεμιστές» ή με άνδρες που θάβονταν ως «πολεμιστές» (Whittle 2002). Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, πάντως, φαίνεται πως εκείνη την εποχή η έννοια του «πολεμιστή» συνοδεύεται από πολύ μεγάλο κύρος, καθώς και μεταθανάτια φήμη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάλογων κτερισμάτων προσφέρουν οι 16 θαλαμοειδείς τάφοι από τα Δενδρά στην Αργολίδα. Το νεκροταφείο αυτό συνδεόταν, προφανώς με την ακρόπολη της Μιδέας, την τρίτη σε σημασία οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη στην Αργολίδα της Πελοποννήσου, μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Ένας από τους πιο πλούσια κτερισμένους τάφους στα Δενδρά είναι ο τάφος 12, ο γνωστός και ως «τάφος της πανοπλίας», ο οποίος και χρονολογείται στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια, γύρω στο 1400 π.Χ. Τα ευρήματά του εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ναυπλίου. Ξεχωρίζει ανάμεσά τους μια πλήρης μυκηναϊκή πανοπλία (εικ. 5.9). Η πανοπλία αυτή αποτελείται από ξεχωριστά και συνενωμένα μεταξύ τους χάλκινα κομμάτια που δημιουργούν τον θώρακα, το τμήμα που προστατεύει τη μέση, την κοιλιά και τα πλευρά, τις επωμίδες, καθώς και την περιοχή του λαιμού.
Αξιοσημείωτο είναι το κράνος από δόντια κάπρου που ταιριάζει απόλυτα με το κράνος, το οποίο περιγράφει ο Μηριόνης στον Οδυσσέα, στην Ιλιάδα. Το κράνος της Ιλιάδας αποτελεί, προφανώς, ένα πολύτιμο αντικείμενο, στη «βιογραφία» του οποίου περιλαμβάνεται τόσο η αρπαγή του όσο και η κυκλοφορία του ως δώρου, ανάμεσα σε σημαντικά πρόσωπα της εποχής.
Και ο Μηριόνης έδωκε φαρέτραν του Οδυσσέως
τόξον και ξίφος. Κι έπειτα την κεφαλήν με κράνος
δερμάτινο του εσκέπασε, σφικτά στερεωμένο
μέσα σε πάμπολλα λουριά, κι είχε μαλλί στο βάθος,
και χοίρου δόντια σύμπυκνα λευκά το περιδέναν.
Τούτο είχε κλέψ' ο Αυτόλυκος στην Ελεώνα, οπόταν
του Ορμενίδη Αμύντορος ετρύπησε το δώμα.
Στην Σκάνδειαν του Αμφιδάμαντος, κατοίκου των Κυθήρων
το 'στειλε αυτός κι ενθύμημα στον Μόλον της ξενίας
ο Αμφιδάμας το 'δωκε. Και στον υιόν του ο Μόλος
τον Μηριόνην τ' άφησε. Και αυτό το κράνος ήταν
που έζωσε το μέτωπον του θείου Οδυσσέως.
(Ιλιάδα Κ 260-271, μετ. Ιάκωβου Πολυλά)
Η εύρεση μαζί με την πανοπλία χάλκινων σκευών, μια λεκανίδας, μιας πρόχου και μιας κωνικής φιάλης με στόμιο, αλλά και πήλινων αγγείων ολοκληρώνουν την εικόνα των κτερισμάτων που συνόδευαν έναν «πολεμιστή» της μυκηναϊκής εποχής. Τα συνοδευτικά αυτά κτερίσματα υποδηλώνουν, προφανώς, μαζί με τον οπλισμό του, ποιά αντικείμενα συμβόλιζαν την ιδιαίτερη θέση που κατείχε αυτός στη μυκηναϊκή κοινωνία, αλλά και κάποιες συγκεκριμένες ασχολίες με τις οποίες καταγίνονταν οι ομηρικοί πολεμιστές.
Τι συνέβαινε, όμως, με τις γυναίκες; Τα ευρήματα από ένα νεκροταφείο εκτός της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία θεωρείται και το «κέντρο» του μυκηναϊκού πολιτισμού, είναι διαφωτιστικά για τις γυναίκες της υψηλής κοινωνίας. Στο Φουρνί των Αρχανών, κοντά στην Κνωσό της Κρήτης, ανακαλύφθηκε ένα νεκροταφείο με σημαντική διάρκεια χρήσης που ξεπερνούσε τα 1000 χρόνια, από το 2400 μέχρι το 1200 π.Χ. περίπου. Κατά τον 14ο αι. π.Χ. στο συγκεκριμένο νεκροταφείο παρατηρούνται μυκηναϊκά έθιμα ταφής τα οποία συσχετίζονται προφανώς με την «κατάληψη» της Κρήτης από τους Μυκηναίους, η οποία θεωρείται περίπου δεδομένη για τη γειτονική Κνωσό και σχεδόν σίγουρη για ένα ανάλογο της Κνωσού ανάκτορο που βρέθηκε στις ίδιες τις Αρχάνες (Σακελλαράκης & Σακελλαράκη 2002: 24-65). Ένας μυκηναϊκός ταφικός περίβολος που βρέθηκε στις Αρχάνες και που μοιάζει με τους αντίστοιχους Ταφικούς Περιβόλους Α και Β των Μυκηνών περικλείει αρκετές ταφές σε λάκκους, οι οποίες συνοδεύονται από μυκηναϊκού τύπου κτερίσματα, ενώ πιθανολογείται και η απότιση κάποιου είδους λατρείας προς τους νεκρούς.
Περισσότερες πληροφορίες για τα ταφικά έθιμα σε σχέση με τις γυναίκες της «υψηλής» κοινωνίας προσέφερε ο Θολωτός Τάφος Α των Αρχανών, ο οποίος χρονολογείται στο πρώτο μισό του 14ου αι. π.Χ. και είναι ο καλύτερα διατηρημένος θολωτός τάφος της Κρήτης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως έχει ένα πλευρικό δωμάτιο, μια ιδιομορφία που συναντάται, επίσης, μόνο σε δύο περιπτώσεις, στη μυκηναϊκή ηπειρωτική Ελλάδα, στους λεγόμενους «Θησαυρό του Ατρέα» στις Μυκήνες και «Θησαυρό του Μινύου» στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Στο εν λόγω δωμάτιο υπήρχε μόνο μια ταφή μέσα σε μια πήλινη σαρκοφάγο, σε μια νεκροθήκη δηλαδή, η οποία με βάση τα αντικείμενα που τη συνόδευαν -όπως για παράδειγμα, ανάμεσά τους, ένα μοναδικό σύνολο από δέκα χάλκινα αγγεία διαφόρων τύπων, σφραγιστικά χρυσά δαχτυλίδια και κοσμήματα από διάφορες ύλες- αποδόθηκε από τους ανασκαφείς σε μια βασίλισσα ή πριγκίπισσα η οποία πρέπει να είχε και κάποιο ιερατικό αξίωμα. Στο κυρίως δωμάτιο βρέθηκαν τα οστά ενός διαμελισμένου αλόγου ενώ σε έναν τοίχο που έφραζε το πλευρικό δωμάτιο μια ταυροκεφαλή και τα υπολείμματα μιας ταυροθυσίας, τελετουργίες που σχετίζονταν, προφανώς, με τα ταφικά έθιμα της εποχής.
Τα συμπεράσματα των αρχαιολόγων, ως προς την κοινωνική θέση της νεκρής, είναι ενδιαφέροντα:
Η ταφή της γυναίκας ντυμένης με χρυσοποίκιλτο μακρύ φόρεμα, είναι χωρίς παράλληλο στην Κρήτη. Τα χρυσά και άλλα κοσμήματα της ταφής είναι σχεδόν τόσα όσα είναι συνολικά τα κοσμήματα όλων των σύγχρονων ταφών των θαλαμωτών τάφων της Κνωσού, και βέβαια πλουσιότερα από άλλες αντίστοιχες ταφές των νεκροταφείων της Κνωσού. Οι μοναδικές για εκείνα τα χρόνια -λόγω της σπανιότητας του υλικού- σιδερένιες χάντρες μπορούσαν να αναρτηθούν μόνο από εξέχοντα πρόσωπα. Σε όλο τον κρητομυκηναϊκό κόσμο δεν έχει βρεθεί μέχρι τώρα άλλη ταφή με πέντε συνολικά χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια… Και μόνο η ταφή μέσα σε θολωτό τάφο, και μάλιστα σε ξεχωριστό πλευρικό δωμάτιο, είναι και πάλι δείγμα μιας σπουδαίας στην κοινωνική ζωή τάξης, που γενικά θεωρείται βασιλική… Είναι ακόμη βέβαιο, λόγω των ευρημάτων, ότι αυτή η γυναίκα είχε και κάποιο ιερατικό αξίωμα. Αυτό φαίνεται… από τις παραστάσεις στα δαχτυλίδια, ένα από τα οποία έχει μια σημαντική λατρευτική σκηνή… Ο χαρακτήρας, όμως, της γυναίκας που ετάφη στο πλευρικό δωμάτιο… ως βασίλισσας-ιέρειας βεβαιώνεται και από τις θυσίες που έγιναν προς τιμήν της και μάλιστα την ταυροθυσία (Σακελλαράκης & Σακελλαράκη 2002: 85).
Στο ίδιο νεκροταφείο της Κρήτης ο Θολωτός Τάφος Δ περιείχε στο κύριο ταφικό του στρώμα το νεκρό σώμα μιας άλλης επιφανούς, προφανώς, γυναίκας (εικ. 5.10), η οποία είχε, επίσης, κτεριστεί πλούσια με πάρα πολλά αντικείμενα. Ο Τάφος Δ είναι μικρότερος και λίγο μεταγενέστερος, του δεύτερου μισού του 14ου αι. π.Χ. (1350-1300 π.Χ.), από τον Θολωτό Τάφο Α. Όλα αυτά που τη συνόδευσαν στον άλλο κόσμο προσδιορίζουν τη θέση μιας γυναίκας των μυκηναϊκών χρόνων από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα η νεκρή είχε τοποθετηθεί πάνω σε ένα ξύλινο φέρετρο και κρατούσε στο αριστερό της χέρι και περίπου μπροστά στο πρόσωπό της έναν χάλκινο καθρέφτη (Σακελλαράκης & Σακελλαράκη 2002: 134-135). Στο κεφάλι της φορούσε ένα χρυσό διάδημα που αποτελούνταν από 37 ορθογώνιες χάντρες που αναπαριστούσαν θαλάσσια ζώα, και πιο συγκεκριμένα ναυτίλους-αργοναύτες. Στο στήθος της έφερε τρία διαφορετικά περιδέραια. Το ένα από αυτά είχε 50 χάντρες από χρυσό, υαλόμαζα και σάρδιο και τα άλλα δύο λιγότερες χάντρες από φαγεντιανή και κάποιες από υαλόμαζα και ήλεκτρο. Χρυσοί σφηκωτήρες, σύρματα δηλαδή, συγκρατούσαν τους βοστρύχους των μαλλιών της. Το ρούχο της στερεωνόταν στους ώμους με περόνες (βελόνες) από υαλόμαζα, ενώ ένα χρυσοποίκιλτο ύφασμα, το οποίο δεν σώθηκε, θα πρέπει να κάλυπτε -όπως πιθανολογείται από την εύρεση 67 χαντρών που μάλλον ήταν επίρραπτες σε αυτό- το κεφάλι και τους ώμους.
Στο πλούσια διακοσμημένο πήλινο κιβώτιο, μια πυξίδα, όπως λέγεται αυτό το σχήμα αγγείου, με πώμα, το οποίο ήταν ανοιχτό έξω από το φέρετρο, δίπλα στο κεφάλι της νεκρής (εικ. 5.10), βρέθηκαν ένα τριγωνικό χάλκινο μαχαίρι και υπολείμματα της ελεφαντοστέϊνης λαβής του, αλλά, κυρίως, ένα μοναδικό περιδέραιο που αποτελούνταν από χρυσές, ως επί το πλείστον, χάντρες διαφόρων σχημάτων που είχαν κατασκευαστεί και διακοσμηθεί με ποικίλους τρόπους. Η κεντρική χάντρα του περιδεραίου αυτού ήταν από ορεία κρύσταλλο και αναπαριστούσε ένα τυπικό μοτίβο της μυκηναϊκής τέχνης, με πιθανά αξιοσημείωτη συμβολική σημασία, μια οκτώσχημη ασπίδα.
Ο τρόπος που θάβονται ορισμένοι Μυκηναίοι ενήλικες αντικατοπτρίζει, συμπερασματικά, την πιθανή θέση τους στη μυκηναϊκή κοινωνία. Παραλληλίες με τα ομηρικά έπη σίγουρα υπάρχουν. Είναι, όμως, γεγονός πως υπάρχουν και αρκετές διαφορές ανάμεσα στους τύπους των μυκηναϊκών τάφων, αλλά και ανάμεσα στις ταφές που περιέχονται σε αυτούς. Οι ταφές ανάμεσα στους άνδρες πολεμιστές και τις γυναίκες που φέρουν πλούσια κοσμήματα, για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικές διαφορετικής κοινωνικής ταυτότητας σε σχέση με το φύλο. Δεν γνωρίζουμε παρόλα αυτά αν οι διαφορές ανάμεσα στους θολωτούς και τους θαλαμοειδείς τάφους είναι κοινωνικά σημαντικές.
Η σύγχρονη έρευνα,[16] πάντως, αποδίδει τις διαφορές αυτές σε τοπικές και οικογενειακές παραδόσεις, περισσότερο, παρά σε κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Πολλοί θαλαμωτοί τάφοι, για παράδειγμα, αλλού είναι εφάμιλλοι από άποψη πλούτου με τους θολωτούς, ενώ αλλού οι θολωτοί «ξεχωρίζουν» σε σχέση με τους θαλαμωτούς. Από την άλλη μεριά όμως επισημαίνεται, επίσης, το γεγονός ότι οι θολωτοί τάφοι είναι πιο εκλεπτυσμένοι και απαιτούν επένδυση εργασίας περισσότερη και πιο συλλογική, κάτι που μπορεί να σημαίνει την ύπαρξη κάποιας δυνατότητας κινητοποίησης ενός πληθυσμού από πλευράς της οικογένειας του νεκρού ή στο πλαίσιο της αρχαίας κοινότητας. Η καταγωγή της μορφής των θολωτών τάφων από την Κρήτη από όπου θεωρείται πως τους υιοθέτησαν οι Μυκηναίοι και το γεγονός ότι αυτοί «εξαφανίστηκαν» μετά τον 12ο αι. π.Χ., όταν και κατέρρευσε το μυκηναϊκό ανακτορικό σύστημα, ενισχύει την άποψη ότι αυτοί ήταν «ιδιαίτεροι» και συνδέονταν, ίσως, με τις ηγετικές μυκηναϊκές ομάδες.
Θάβονταν, λοιπόν, οι Μυκηναίοι «άνακτες» και οι οικογένειές τους στους θολωτούς τάφους; Είχαν κάποια σχέση αυτοί με τους ομηρικούς βασιλιάδες; Η πρώτη περίπτωση είναι πολύ πιθανή, αλλά από πουθενά δε συνάγεται ότι συμβαίνει το δεύτερο. Παρότι στα ομηρικά ταφικά έθιμα συμπεριλαμβάνεται η ανέγερση τύμβου προς τιμήν του νεκρού, φαίνεται πως αυτός δε σκεπάζει κάποιον θολωτό τάφο. Ούτε οι θαλαμοειδείς τάφοι αναφέρονται με σαφήνεια στα ομηρικά έπη. Έτσι είναι πολύ πιθανότερο τα ομηρικά ταφικά έθιμα να αντανακλώνται περισσότερο στα ταφικά αρχαιολογικά δεδομένα των πρώιμων, μετά τον 10ο αι. π.Χ., ιστορικών χρόνων.
16 Treuil κ.ά. 1996: 512, Dickinson 2003: 19-20.