Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Χ"
χαρτο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· αναφέρεται:
- 1. στο χαρτί:
- χαρτοβιομηχανία, χαρτοποιία, χαρτοκιβώτιο, χαρτομάντιλο, χαρτονόμισμα, χαρτοπετσέτα, χαρτοκόπτης. || στα χαρτιά, στην τράπουλα
- 2. στους χάρτες:
- χαρτογράφος, χαρτογραφώ.
χειρο-
- το ουσιαστικό χείρα ΄χέρι΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- χειρόφρενο, χειροκίνητος, χειρόγραφο, χειροποίητος, χειροκροτώ, χειροβομβίδα, χειρολαβή.
χιλιο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δίνει σε κάτι ή σε κάποιον την έννοια του αριθμητικού χίλιοι:
- χιλιόχρονος, χιλίαρχος, χιλιετία, χιλιετής.
- 2. δίνει σε κάτι ή σε κάποιον την έννοια ΄χίλιες φορές΄, ΄πολλές φορές΄:
- χιλιοειπωμένος.
- 3. δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από χίλιες μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
- χιλιόγραμμο, χιλιόμετρο.
χοντρο-
- & χονδρο-, α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος είναι χοντρός, παχύς:
- χοντρόφλουδος, χοντρόχερος, χοντροκαμωμένος. || χοντροδουλειά.
- 2. αναφέρεται στη συμπεριφορά, στις εκδηλώσεις άξεστου ανθρώπου:
- χοντράνθρωπος, χοντροχωριάτης.
- 3. αναφέρεται σε μεγάλες ποσότητες:
- χοντρέμπορος και χονδρέμπορος, χονδρεμπόριο.
χορτο-
- το ουσιαστικό χόρτο ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- χορτοτάπητας, χορτοκαλύβα, χορτοφάγος, χορτόσουπα.
χρονο-
- το ουσιαστικό χρόνος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- χρονοεπίδομα, χρονόμετρο, χρονολογώ, χρονομετρώ.
χρυσο-
- το ουσιαστικό χρυσός ή το επίθετο χρυσός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. αναφέρεται στο πολύτιμο μέταλλο:
- χρυσοθήρας, χρυσοχόος.
- 2. αναφέρεται στο χρυσό χρώμα:
- χρυσόχρωμος, χρυσοκίτρινος, χρυσόσκονη.
- 3. δίνει σε κάτι ή σε κάποιον τη σημασία ΄πολύ καλός΄ ή ΄πολύ ακριβός΄:
- χρυσόκαρδος, χρυσοχέρης, χρυσοπληρώνω.