Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ψ"
ψαρο-
- το ουσιαστικό ψάρι ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ψαρόβαρκα, ψαροκάικο, ψαροντούφεκο, ψαροκόκαλο, ψαρόσουπα.
ψευδο-
- το επίθετο ψευδής ΄ψεύτικος΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ψευδοπροφήτης, ψευδοροφή, ψευδομάρτυρας, ψευδορκία.
ψευτο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. σε σύνθετα ονόματα δηλώνει την απουσία ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών:
- ψευτογιατρός, ψευτόμαγκας. || ψεύτικος, όχι αληθινός
- 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι κάτι γίνεται με δυσκολία ή όχι ικανοποιητικά:
- ψευτοζώ, ψευτοδιαβάζω.
ψηλο-
- το επίθετο ψηλός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ψηλοτάβανος, ψηλόσωμος, ψηλομύτης.
ψιλο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι πολύ λεπτό, έχει μικρό πάχος:
- ψιλόπετσος, ψιλόφλουδος.
- 2. για τέχνη και γενικά εργασία λεπτή, δύσκολη, που συνεπάγεται ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια:
- ψιλοδουλειά.
- 3. δηλώνει ότι κάτι γίνεται σιγά σιγά, με αργό ρυθμό:
- ψιλοβρέχει.
- 4. λειτουργεί σαν υποκοριστικό:
- ψιλοζημιά, ψιλοκαβγάς, ψιλοδουλεύω, ψιλοκρυωμένος.
- 5. δηλώνει συχνή επανάληψη της ενέργειας ενός ρήματος που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μικρών κομματιών:
- ψιλοκόβω.
ψυχο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται:
- 1. στην ψυχή του ανθρώπου, στον ψυχικό και πνευματικό του κόσμο:
- ψυχαγωγώ, ψυχοφθόρος.
- 2. στις τελευταίες στιγμές της ζωής του ανθρώπου:
- ψυχομαχώ.
- 3. στην ψυχή των νεκρών:
- ψυχοπομπός.
- 4. στις ψυχικές παθήσεις του ατόμου:
- ψυχίατρος.
- 5. στην υιοθεσία με ανεπίσημη ή επίσημη διαδικασία:
- ψυχογιός, ψυχοκόρη.
ψωρο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. χαρακτηρίζει κάτι αρνητικά και περιφρονητικά:
- ψωροχιλιάρικο.
- 2. δίνει έμφαση στην αρνητική σημασία:
- ψωροπερήφανος.
- 3. με υποκοριστική θετική σημασία:
- ψωροφιλότιμο.