Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Ψ"

Βρέθηκαν 7 Λήμματα [1 - 7]

ψαρο-

  • το ουσιαστικό ψάρι ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ψαρόβαρκα, ψαροκάικο, ψαροντούφεκο, ψαροκόκαλο, ψαρόσουπα.

ψευδο-

  • το επίθετο ψευδής ΄ψεύτικος΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ψευδοπροφήτης, ψευδοροφή, ψευδομάρτυρας, ψευδορκία.

ψευτο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. σε σύνθετα ονόματα δηλώνει την απουσία ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών:
  • ψευτογιατρός, ψευτόμαγκας. || ψεύτικος, όχι αληθινός
  • 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι κάτι γίνεται με δυσκολία ή όχι ικανοποιητικά:
  • ψευτοζώ, ψευτοδιαβάζω.

ψηλο-

  • το επίθετο ψηλός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ψηλοτάβανος, ψηλόσωμος, ψηλομύτης.

ψιλο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι πολύ λεπτό, έχει μικρό πάχος:
  • ψιλόπετσος, ψιλόφλουδος.
  • 2. για τέχνη και γενικά εργασία λεπτή, δύσκολη, που συνεπάγεται ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια:
  • ψιλοδουλειά.
  • 3. δηλώνει ότι κάτι γίνεται σιγά σιγά, με αργό ρυθμό:
  • ψιλοβρέχει.
  • 4. λειτουργεί σαν υποκοριστικό:
  • ψιλοζημιά, ψιλοκαβγάς, ψιλοδουλεύω, ψιλοκρυωμένος.
  • 5. δηλώνει συχνή επανάληψη της ενέργειας ενός ρήματος που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μικρών κομματιών:
  • ψιλοκόβω.

ψυχο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται:
  • 1. στην ψυχή του ανθρώπου, στον ψυχικό και πνευματικό του κόσμο:
  • ψυχαγωγώ, ψυχοφθόρος.
  • 2. στις τελευταίες στιγμές της ζωής του ανθρώπου:
  • ψυχομαχώ.
  • 3. στην ψυχή των νεκρών:
  • ψυχοπομπός.
  • 4. στις ψυχικές παθήσεις του ατόμου:
  • ψυχίατρος.
  • 5. στην υιοθεσία με ανεπίσημη ή επίσημη διαδικασία:
  • ψυχογιός, ψυχοκόρη.

ψωρο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. χαρακτηρίζει κάτι αρνητικά και περιφρονητικά:
  • ψωροχιλιάρικο.
  • 2. δίνει έμφαση στην αρνητική σημασία:
  • ψωροπερήφανος.
  • 3. με υποκοριστική θετική σημασία:
  • ψωροφιλότιμο.