Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ν"
νανο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δίνει τη σημασία του μικροσκοπικού:
- νανοκέφαλος, νανόσωμος.
- 2. δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό της μονάδας που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
- νανόμετρο, νανοδευτερόλεπτο.
νεο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ονόματα.:
- 1. δηλώνει ότι κάτι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα:
- νεογέννητος, νεοφώτιστος, νεόχτιστος, νεοφερμένος.
- 2. δηλώνει το νεότερο στάδιο μιας περιόδου, μιας κατάταξης:
- νεολιθικός.
νερο-
- το ουσιαστικό νερό ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- νεροκουβαλητής, νεροπότηρο, νερομπογιά, νερόβραστος, νεροχελώνα.
νοτιο-
- το επίθετο νότιος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα επίθετα:
- νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, νοτιοαμερικανικός.
νυχτο-
- & νυκτο-, το ουσιαστικό νύχτα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- νυχτολούλουδο, νυχτοπούλι, νυχτοφύλακας, νυκτόβιος και νυχτόβιος.