Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 17 Λήμματα [1 - 10]

μακρο-

  • & μακρυ-, α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις· δίνει σε κάτι ή σε κάποιον το χαρακτηριστικό της μεγάλης διάρκειας ή του μεγάλου μήκους:
  • μακραίωνος, μακροχρόνιος, μακρόστενος, μακρομάνικος και μακρυμάνικος, μακρύκαννος, μακροπρόσωπος, μακρυμάλλης.

μαυρο-

  • το επίθετο μαύρος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λεξεις:
  • μαυρόασπρος, μαυροπράσινος, μαυροντυμένος, μαυρομάλλης.

μεγα-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι κάτι έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις:
  • μεγαλιθικός, μεγαθήριο.
  • 2. δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα εκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
  • μεγαβάτ, μεγαμπάιτ.

μεγαλο-

  • το επίθετο μεγάλος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλο σχήμα και όγκο:
  • μεγαλόσωμος, Mεγαλόνησος. || αναφέρεται στην ηλικία
  • 2. δίνει έμφαση στα κύρια χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή μιας ενέργειας:
  • μεγαλοαστός, μεγαλοβιομήχανος, μεγαλόπνοος, μεγαλόψυχος.

μελανο-

  • το επίθετο μελανός ΄μαύρος΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα ονόματα:
  • μελανόστικτος, μελανόμορφος.

μελλο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα ονόματα· προσδιορίζει ή δηλώνει το πρόσωπο που πρόκειται να δεχτεί ή να υποστεί κάτι:
  • μελλοθάνατος, μελλόνυμφος.

μεσο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει το μέσο μιας χρονικής περιόδου:
  • μεσονύκτιο, μεσοβδόμαδα, μεσοκαλόκαιρο.
  • 2. με τη σημασία ΄εσωτερικός΄, ΄μεσαίος΄, ΄ενδιάμεσος΄:
  • μεσοτοιχία, μεσότοιχος.
  • 3. χαρακτηρίζει κάτι που τοπικά ή χρονικά βρίσκεται μεταξύ ορισμένων στοιχείων:
  • μεσοποτάμιος, μεσοπρόθεσμος.

μετα-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει πράξη που έχει σκοπό την αλλαγή της θέσης ενός αντικειμένου:
  • μεταφυτεύω, μετακίνηση, μετακόμιση, μεταφορά, μεταφύτευση.
  • 2. δηλώνει πράξη με σκοπό την αλλαγή μιας κατάστασης:
  • μεταγλωττίζω, μεταπλάθω.
  • 3. δηλώνει αυτό που χρονικά ακολουθεί, που εμφανίζεται ύστερα από κάτι:
  • μεταθανάτιος, μεταμεσονύκτιος.
  • 4. δηλώνει την επιστήμη, κλάδο επιστήμης, μέθοδο, τάση κτλ. που υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σε κάτι:
  • μεταμοντέρνος.

μητρο-

  • & μητρι-, το αρχαίο ουσιαστικό μήτηρ ΄μητέρα΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • μητρώνυμο, μητράδελφος, μητροκτόνος, μητριαρχία.

μηχανο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι κάτι γίνεται με τη βοήθεια μηχανής ή είναι κατάλληλο για μηχανή:
  • μηχανότρατα, μηχανοκίνητος, μηχανέλαιο, μηχανοστάσιο, μηχανοτεχνίτης.
  • 2. αναφέρεται σε μηχανή, μηχανάκι, μοτοσικλέτα:
  • μηχανόβιος.
  • 3. αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή:
  • μηχανογράφηση, μηχανοργάνωση.
  • 4. αναφέρεται στο τέχνασμα, στην απάτη:
  • μηχανορράφος, μηχανορραφία.