Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Μ"
μακρο-
- & μακρυ-, α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· δίνει σε κάτι ή σε κάποιον το χαρακτηριστικό της μεγάλης διάρκειας ή του μεγάλου μήκους:
- μακραίωνος, μακροχρόνιος, μακρόστενος, μακρομάνικος και μακρυμάνικος, μακρύκαννος, μακροπρόσωπος, μακρυμάλλης.
μαυρο-
- το επίθετο μαύρος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λεξεις:
- μαυρόασπρος, μαυροπράσινος, μαυροντυμένος, μαυρομάλλης.
μεγα-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι κάτι έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις:
- μεγαλιθικός, μεγαθήριο.
- 2. δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα εκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
- μεγαβάτ, μεγαμπάιτ.
μεγαλο-
- το επίθετο μεγάλος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλο σχήμα και όγκο:
- μεγαλόσωμος, Mεγαλόνησος. || αναφέρεται στην ηλικία
- 2. δίνει έμφαση στα κύρια χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή μιας ενέργειας:
- μεγαλοαστός, μεγαλοβιομήχανος, μεγαλόπνοος, μεγαλόψυχος.
μελανο-
- το επίθετο μελανός ΄μαύρος΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ονόματα:
- μελανόστικτος, μελανόμορφος.
μελλο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ονόματα· προσδιορίζει ή δηλώνει το πρόσωπο που πρόκειται να δεχτεί ή να υποστεί κάτι:
- μελλοθάνατος, μελλόνυμφος.
μεσο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει το μέσο μιας χρονικής περιόδου:
- μεσονύκτιο, μεσοβδόμαδα, μεσοκαλόκαιρο.
- 2. με τη σημασία ΄εσωτερικός΄, ΄μεσαίος΄, ΄ενδιάμεσος΄:
- μεσοτοιχία, μεσότοιχος.
- 3. χαρακτηρίζει κάτι που τοπικά ή χρονικά βρίσκεται μεταξύ ορισμένων στοιχείων:
- μεσοποτάμιος, μεσοπρόθεσμος.
μετα-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει πράξη που έχει σκοπό την αλλαγή της θέσης ενός αντικειμένου:
- μεταφυτεύω, μετακίνηση, μετακόμιση, μεταφορά, μεταφύτευση.
- 2. δηλώνει πράξη με σκοπό την αλλαγή μιας κατάστασης:
- μεταγλωττίζω, μεταπλάθω.
- 3. δηλώνει αυτό που χρονικά ακολουθεί, που εμφανίζεται ύστερα από κάτι:
- μεταθανάτιος, μεταμεσονύκτιος.
- 4. δηλώνει την επιστήμη, κλάδο επιστήμης, μέθοδο, τάση κτλ. που υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σε κάτι:
- μεταμοντέρνος.
μητρο-
- & μητρι-, το αρχαίο ουσιαστικό μήτηρ ΄μητέρα΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- μητρώνυμο, μητράδελφος, μητροκτόνος, μητριαρχία.
μηχανο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι κάτι γίνεται με τη βοήθεια μηχανής ή είναι κατάλληλο για μηχανή:
- μηχανότρατα, μηχανοκίνητος, μηχανέλαιο, μηχανοστάσιο, μηχανοτεχνίτης.
- 2. αναφέρεται σε μηχανή, μηχανάκι, μοτοσικλέτα:
- μηχανόβιος.
- 3. αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή:
- μηχανογράφηση, μηχανοργάνωση.
- 4. αναφέρεται στο τέχνασμα, στην απάτη:
- μηχανορράφος, μηχανορραφία.