Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Π"
παιδο-
- το ουσιαστικό παιδί ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- παιδαγωγός, παιδότοπος, παιδίατρος.
παλαιο-
- το επίθετο παλαιός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. αναφέρεται στην έννοια ΄παλιός΄:
- παλαιοβιβλιοπωλείο, παλαιοπωλείο. || παλαιοκομματικός.
- 2. αναφέρεται στο παλαιότερο στάδιο μιας περιόδου:
- παλαιολιθικός. || σε συγκεκριμένη κάθε φορά εποχή του παρελθόντος
παλιο-
- το επίθετο παλιός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δίνει μειωτική, αρνητική σημασία σε κάτι:
- παλιάνθρωπος, παλιόκαιρος, παλιόπαιδο, παλιόσκυλο, παλιόχαρτο, παλιόγερος, παλιοδουλειά.
- 2. δίνει σε κάτι ή σε κάποιον το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας:
- παλιοπαρέα, παλιόφιλος.
παν-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή από <τ>, <δ>, <θ> ή <ν>
- & παγ-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από <κ>, <γ>, <χ>, και παμ-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από <π>, <β>, <φ>, <μ>, & παλ-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από <λ>, α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δίνει έμφαση στην ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο:
- πανάρχαιος, πανευτυχής, πάλλευκος, παμπάλαιος, παμπόνηρος.
- 2. καλύπτει το σύνολο των στοιχείων που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
- πάνθεο, παγκόσμιος, παλλαϊκός, πανελλήνιος.
παπα-
- προτακτική λέξη
- μπαίνει πριν από αρσενικά κύρια ονόματα ιερέων και συνήθως ακολουθείται από ενωτικό:
- παπα-Γιώργης, παπα-Δημήτρης.
παρα-1
- πρόθημα
- 1. δηλώνει το ΄πλάι, κοντά σε΄:
- παραθαλάσσιος.
- 2. δηλώνει έντονη αντίθεση:
- παράλογος, παράτυπος, παρανομία.
- 3. δηλώνει αλλοίωση ή μεταβολή:
- παραχαράσσω, παρερμηνεύω.
- 4. δηλώνει παράλληλη ύπαρξη και λειτουργία:
- παραοικονομία, παρακρατικός.
παρα-2
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει υπερβολή:
- παραβράζω, παραείμαι, παραζεσταίνω, παρακοιμάμαι, παραφορτώνω, παραχορταίνω.
- 2. σε τοπικά επιρρήματα:
- παραπάνω, παρακάτω, παραμπρός.
πατρο-
- το αρχαίο ουσιαστικό πατήρ ΄πατέρας΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- πατρώνυμο, πατροκτόνος, πατριαρχία.
παχυ-
- το επίθετο παχύς ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- παχύρριζος, παχύσαρκος, παχυσαρκία.
πεζο-1
- το επίθετο πεζός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στον πεζό λόγο σε αντίθεση προς τον έμμετρο:
- πεζογραφία, πεζογράφος.