Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 25 Λήμματα [1 - 10]

παιδο-

  • το ουσιαστικό παιδί ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • παιδαγωγός, παιδότοπος, παιδίατρος.

παλαιο-

  • το επίθετο παλαιός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. αναφέρεται στην έννοια ΄παλιός΄:
  • παλαιοβιβλιοπωλείο, παλαιοπωλείο. || παλαιοκομματικός.
  • 2. αναφέρεται στο παλαιότερο στάδιο μιας περιόδου:
  • παλαιολιθικός. || σε συγκεκριμένη κάθε φορά εποχή του παρελθόντος

παλιο-

  • το επίθετο παλιός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δίνει μειωτική, αρνητική σημασία σε κάτι:
  • παλιάνθρωπος, παλιόκαιρος, παλιόπαιδο, παλιόσκυλο, παλιόχαρτο, παλιόγερος, παλιοδουλειά.
  • 2. δίνει σε κάτι ή σε κάποιον το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας:
  • παλιοπαρέα, παλιόφιλος.

παν-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή από <τ>, <δ>, <θ> ή <ν>

  • & παγ-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από <κ>, <γ>, <χ>, και παμ-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από <π>, <β>, <φ>, <μ>, & παλ-, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από <λ>, α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δίνει έμφαση στην ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο:
  • πανάρχαιος, πανευτυχής, πάλλευκος, παμπάλαιος, παμπόνηρος.
  • 2. καλύπτει το σύνολο των στοιχείων που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
  • πάνθεο, παγκόσμιος, παλλαϊκός, πανελλήνιος.

παπα-

  • προτακτική λέξη
  • μπαίνει πριν από αρσενικά κύρια ονόματα ιερέων και συνήθως ακολουθείται από ενωτικό:
  • παπα-Γιώργης, παπα-Δημήτρης.

παρα-1

  • πρόθημα
  • 1. δηλώνει το ΄πλάι, κοντά σε΄:
  • παραθαλάσσιος.
  • 2. δηλώνει έντονη αντίθεση:
  • παράλογος, παράτυπος, παρανομία.
  • 3. δηλώνει αλλοίωση ή μεταβολή:
  • παραχαράσσω, παρερμηνεύω.
  • 4. δηλώνει παράλληλη ύπαρξη και λειτουργία:
  • παραοικονομία, παρακρατικός.

παρα-2

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει υπερβολή:
  • παραβράζω, παραείμαι, παραζεσταίνω, παρακοιμάμαι, παραφορτώνω, παραχορταίνω.
  • 2. σε τοπικά επιρρήματα:
  • παραπάνω, παρακάτω, παραμπρός.

πατρο-

  • το αρχαίο ουσιαστικό πατήρ ΄πατέρας΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • πατρώνυμο, πατροκτόνος, πατριαρχία.

παχυ-

  • το επίθετο παχύς ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • παχύρριζος, παχύσαρκος, παχυσαρκία.

πεζο-1

  • το επίθετο πεζός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στον πεζό λόγο σε αντίθεση προς τον έμμετρο:
  • πεζογραφία, πεζογράφος.