Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ο"
οδο-
- το ουσιαστικό οδός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- οδόστρωμα, οδόφραγμα, οδοκαθαριστής, οδοστρωτήρας.
οδοντο-
- το ουσιαστικό οδόντας ΄δόντι΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ονόματα:
- οδοντόβουρτσα, οδοντογλυφίδα, οδοντόπαστα, οδοντίατρος, οδοντοτεχνίτης.
οικο-
- το ουσιαστικό οίκος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. με την έννοια ΄σπίτι΄, ΄χώρος κατοικίας΄:
- οικοδομή, οικοδόμος, οικόπεδο, οικοδέσποινα, οικότροφος, οικοτροφείο.
- 2. που αναφέρονται στην αρμονική ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης:
- οικολογία, οικοσύστημα.
οινο-
- το ουσιαστικό οίνος ΄κρασί΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- οιναποθήκη, οινοδεξαμενή, οινοπαραγωγός, οινολογία, οινολόγος.
οκτα-
- & οχτα-, το αριθμητικό οκτώ / οχτώ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- οκτάγωνος, οκταήμερος, οκτάστηλος, οκτάτομος, οκτάωρο, οκτασέλιδος και οχτασέλιδος.
ολιγο-
- το επίθετο ολίγος ΄λίγος΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ολιγάριθμος, ολιγαρκής, ολιγόστιχος, ολιγόλεπτος.
ολο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δίνει έμφαση στην ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο:
- ολόγυμνος, ολοζώντανος, ολόισιος.
- 2. δηλώνει την αποκλειστική παρουσία ενός συγκεκριμένου χρώματος ή υλικού:
- ολόλευκος, ολόμαλλος, ολομέταξος, ολόχρυσος.
- 3. δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι ολόκληρο, αφορά ή καλύπτει ένα σύνολο, μια ολόκληρη επιφάνεια:
- ολοσέλιδος, ολόσωμος. || ολοήμερος.
ομο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει κάτι ίδιο, κοινό με κάτι άλλο:
- ομόθυμος, ομοϊδεάτης, ομόφωνος.
ομοιο-
- το επίθετο όμοιος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ομοιόμορφος, ομοιοκαταληξία, ομοιομορφία, ομοιοπαθητική.
ομορφο-
- το επίθετο όμορφος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ομορφονιός, ομορφόπαιδο.