Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Η"
ηλεκτρο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι κάτι σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σε αυτόν:
- ηλεκτροφωτισμός, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ηλεκτροκίνητος, ηλεκτροπληξία, ηλεκτροφόρος.
ηλιο-
- το ουσιαστικό ήλιος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ηλιοβασίλεμα, ηλιοθεραπεία, ηλιοκαμένος, ηλιόλουστος, ηλιαχτίδα.
ημερο-
- & μερο-, το ουσιαστικό ημέρα / μέρα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ημερομίσθιο, ημερονύκτιο, μερόνυχτο.
ημι-
- α΄ συνθετικό
- 1. δηλώνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός αντικειμένου ή μιας έννοιας:
- ημικύκλιο, ημισφαίριο, ημίχρονο, ημίωρο.
- 2. δηλώνει ότι στη σύνθετη λέξη δεν υπάρχουν όλα αλλά μερικά χαρακτηριστικά:
- ημιάγριος, ημιαυτόματος, ημίγλυκος, ημίγυμνος, ημιμαθής.
ηχο-
- το ουσιαστικό ήχος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ηχολήπτης, ηχομόνωση.