Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Λ"
λαδο-
- το ουσιαστικό λάδι ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- λαδεμπόριο, λαδέμπορας, λαδόκολα, λαδόξιδο, λαδολέμονο.
λαθρο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι κάτι γίνεται κρυφά ή παράνομα:
- λαθροθήρας, λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης.
λαο-
- το ουσιαστικό λαός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- λαοπλάνος, λαογραφία.
λεπτο-
- το επίθετο λεπτός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- λεπτόφλουδος, λεπτοκαμωμένος, λεπτοδουλειά. || υπονοεί ακρίβεια, λεπτομέρεια
λευκο-
- το επίθετο λευκός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- λευκόχρωμος, λευκοντυμένος.
λιγο-
- το επίθετο λίγος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- λιγόλογος, λιγομίλητος.
λιθο-
- το ουσιαστικό λίθος ΄πέτρα΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- λιθοβολώ, λιθόκτιστος, λιθόστρωτος, λιθοτριψία.
λιπο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει την έλλειψη, την απουσία κάποιου στοιχείου:
- λιπόσαρκος, λιπόψυχος, λιποθυμία.
- 2. χαρακτηρίζει το πρόσωπο που εγκαταλείπει κάτι:
- λιποτάκτης.
λογο-
- το ουσιαστικό λόγος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- λογοπαίγνιο, λογομαχώ, λογομαχία, λογοτέχνης, λογοδοτώ.