Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ε"
εθνο-
- το ουσιαστικό έθνος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- εθνάρχης, εθνομάρτυρας, εθνόσημο, εθνογραφία.
εικονο-
- το ουσιαστικό εικόνα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται:
- 1. στη ζωγραφική ή στην οπτική παράσταση:
- εικονογράφηση, εικονολήπτης.
- 2. στα εικονίσματα:
- εικονόφιλος, εικονογραφία, εικονολάτρης, εικονομαχία.
εικοσα-
- το αριθμητικό είκοσι ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- εικοσάγωνος, εικοσάμετρος, εικοσαετής, εικοσάλεπτος, εικοσάχρονος.
εισ-
- πρόθημα
- δηλώνει κίνηση ή ενέργεια που γίνεται προς τα μέσα:
- εισάγω, εισβάλλω, εισέρχομαι, εισβολή.
εκ-, πριν από σύμφωνο
- & εξ-, πριν από φωνήεν, πρόθημα
- 1. δηλώνει αφαίρεση, απομάκρυνση, κίνηση προς τα έξω:
- εξαερισμός, εκθρονίζω, εκθρόνιση, εκπαραθυρώνω.
- 2. δηλώνει μεταβολή μιας κατάστασης:
- εξατμίζω, εξαϋλώνω, εξάτμιση, εκβιομηχανίζω, εξευρωπαΐζω.
εκατο-
- το αριθμητικό εκατό ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- εκατόλιτρο, εκατόφυλλος.
εκατοντα-
- το αριθμητικό εκατό ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- εκατοντάφυλλος, εκατονταετής, εκατονταετία, εκατονταπλάσιος.
ελαιο-
- το ουσιαστικό ελιά ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται:
- 1. στο δέντρο της ελιάς:
- ελαιόφυτος.
- 2. στο ελαιόλαδο και στον καρπό της ελιάς:
- ελαιοπαραγωγός, ελαιοπαραγωγή, ελαιοτριβείο.
ελαφρο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· προσθέτει σε κάτι ή σε κάποιον τη σημασία:
- 1. ΄επιπόλαιος΄:
- ελαφρόμυαλος, ελαφρομυαλιά.
- 2. ΄λίγο, μόλις και μετά βίας΄:
- ελαφροκοιμάμαι, ελαφροπατώ.
ελληνο-
- το ουσιαστικό Έλληνας ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ελληνοαγγλικός, ελληνοαμερικανικός, ελληνοτουρκικός, Ελληνοκύπριος, ελληνόγλωσσος, ελληνόφωνος, ελληνορθόδοξος.