Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Α"
α-
- & αν-, συνήθως πριν από φωνήεν, στερητικό πρόθημα
- 1. (σε επίθετα) δηλώνει το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη:
- αβέβαιος, άκακος, ανεπίσημος, ανεύθυνος, αόρατος.
- 2. (σε ουσιαστικά) δηλώνει έλλειψη, απουσία:
- ανεντιμότητα, ανευθυνότητα.
- 3. (σε ρήματα) δηλώνει αντίθεση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη:
- αδυνατώ.
αγαθο-
- το επίθετο αγαθός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- αγαθόπιστος, αγαθοπιστία, αγαθόψυχος.
αγγειο-
- το ουσιαστικό αγγείο ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ουσιαστικά.:
- 1. με τη σημασία ΄σκεύος΄:
- αγγειοπλάστης, αγγειοπλαστική.
- 2. με τη σημασία ΄αιμοφόρο αγγείο΄:
- αγγειοχειρούργος, αγγειοχειρουργική.
αγγελο-
- το ουσιαστικό άγγελος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- αγγελοπρόσωπος, αγγελόψυχος, αυτός που έχει όμορφο, αγγελικό πρόσωπο, ψυχή.
αγιο-
- το επίθετο άγιος ή το ουσιαστικό άγιος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά:
- αγιοβασιλιάτικος. || αγιογράφος.
αγορα-
- το ουσιαστικό αγορά ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ουσιαστικά:
- αγορανομία, αγοραπωλησία.
αγουρο-
- το επίθετο άγουρος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει:
- 1. ότι κάτι είναι άγουρο ή προέρχεται από άγουρο καρπό:
- αγουρόμηλο, αγουρέλαιο, αγουρόλαδο.
- 2. (σε ρήματα) ότι κάτι γίνεται πρόωρα:
- αγουροξυπνώ.
αγριο-
- το επίθετο άγριος και το επίρρημα άγρια ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει την άγρια ποικιλία ενός φυτού ή του καρπού του, ή το ζώο που δεν είναι εξημερωμένο σε αντίθεση με το ήμερο:
- αγριοσυκιά, αγριοκέρασο, αγριολούλουδο, αγριόπαπια, αγριοπερίστερο.
- 2. χαρακτηρίζει άγρια, ατίθαση ή επιθετική συμπεριφορά:
- αγριάνθρωπος, αγριοκόριτσο, αγριοβλέπω, αγριομάτης, αγριόφατσα. || αγριοφωνάρα, πολύ δυνατή και ενοχλητική φωνή.
- 3. προσθέτει στο β΄ συνθετικό τη σημασία ΄απότομος, αφιλόξενος΄:
- αγριόρεμα, αγριότοπος.
αδερφο-
- & αδελφο-, το ουσιαστικό αδερφός / αδελφός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- αδερφoκτόνος, αδερφoποίηση και αδελφοποίηση.
αδικο-
- το επίθετο άδικος και το επίρρημα άδικα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- αδικοπλουτίζω, αδικοκρισία, αδικοσκοτωμός.