Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Ξ"

Βρέθηκαν 8 Λήμματα [1 - 8]

ξανα-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει επανάληψη:
  • ξαναρχίζω, ξαναβρίσκω, ξαναδοκιμάζω, ξαναγράφω, ξαναπερνώ.

ξανθο-

  • το επίθετο ξανθός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ξανθοκόκκινος, ξανθοκίτρινος, ξανθομάλλης.

ξε-

  • πρόθημα
  • 1. δηλώνει την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη:
  • ξεδιψώ, ξεκλειδώνω, ξεστρώνω, ξεκλείδωτος.
  • 2. δηλώνει το τέλος μιας κατάστασης ή μιας ενέργειας:
  • ξεϊδρώνω, ξεμουδιάζω.
  • 3. δηλώνει την αφαίρεση αντικειμένου:
  • ξεφλουδίζω, ξεφλούδισμα.
  • 4. έχει τη σημασία ΄έξω, προς τα έξω΄:
  • ξεπορτίζω, ξεχειλίζω.
  • 5. έχει την έννοια ΄τελείως, πολύ, εντελώς΄:
  • ξεγυμνώνω, ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω.
  • 6. έχει την έννοια ΄σιγά σιγά, λίγο λίγο ή κρυφά΄:
  • ξεμακραίνω, ξεγλιστρώ, ξεκλέβω.

ξενο-

  • το επίθετο ξένος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ξενόγλωσσος, ξενοκίνητος, ξενομανής, ξενοφοβία, ξενοδόχος, ξενοδουλεύω.

ξερο-

  • το επίθετο ξερός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ξεροπόταμος, ξερονήσι, ξερότοπος, ξεροκόμματο. || (μτφ.) ξεροκέφαλος.

ξηρο-

  • το επίθετο ξηρός ΄ξερός΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ξηροκαλλιέργεια, ξηροδερμία.

ξινο-

  • το επίθετο ξινός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ξινόγαλα, ξινοτύρι, ξινόγλυκος.

ξυλο-

  • το ουσιαστικό ξύλο ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • ξυλογλυπτική, ξυλόσομπα. || ξυλοφορτώνω.