Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ξ"
ξανα-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει επανάληψη:
- ξαναρχίζω, ξαναβρίσκω, ξαναδοκιμάζω, ξαναγράφω, ξαναπερνώ.
ξανθο-
- το επίθετο ξανθός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ξανθοκόκκινος, ξανθοκίτρινος, ξανθομάλλης.
ξε-
- πρόθημα
- 1. δηλώνει την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη:
- ξεδιψώ, ξεκλειδώνω, ξεστρώνω, ξεκλείδωτος.
- 2. δηλώνει το τέλος μιας κατάστασης ή μιας ενέργειας:
- ξεϊδρώνω, ξεμουδιάζω.
- 3. δηλώνει την αφαίρεση αντικειμένου:
- ξεφλουδίζω, ξεφλούδισμα.
- 4. έχει τη σημασία ΄έξω, προς τα έξω΄:
- ξεπορτίζω, ξεχειλίζω.
- 5. έχει την έννοια ΄τελείως, πολύ, εντελώς΄:
- ξεγυμνώνω, ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω.
- 6. έχει την έννοια ΄σιγά σιγά, λίγο λίγο ή κρυφά΄:
- ξεμακραίνω, ξεγλιστρώ, ξεκλέβω.
ξενο-
- το επίθετο ξένος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ξενόγλωσσος, ξενοκίνητος, ξενομανής, ξενοφοβία, ξενοδόχος, ξενοδουλεύω.
ξερο-
- το επίθετο ξερός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ξεροπόταμος, ξερονήσι, ξερότοπος, ξεροκόμματο. || (μτφ.) ξεροκέφαλος.
ξηρο-
- το επίθετο ξηρός ΄ξερός΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ξηροκαλλιέργεια, ξηροδερμία.
ξινο-
- το επίθετο ξινός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ξινόγαλα, ξινοτύρι, ξινόγλυκος.
ξυλο-
- το ουσιαστικό ξύλο ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ξυλογλυπτική, ξυλόσομπα. || ξυλοφορτώνω.