Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ω"
ωο-
- το ουσιαστικό ωό ΄αυγό΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. που αναφέρονται στο αυγό:
- ωοτόκος.
- 2. με αναφορά στο ωάριο:
- ωορρηξία.
ωτο-
- το αρχαίο ουσιαστικό ους ΄αυτί΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- ωτοασπίδα, ωτορινολαρυγγολόγος.