Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 6 Λήμματα [1 - 6]

τερα-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα τρισεκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό:
  • τεραμπάιτ.

τετρα-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει τέσσερα στοιχεία:
  • τετραθέσιος, τετρασέλιδος, τετράτομος.
  • 2. δίνει έμφαση:
  • τετράπαχος.

τηλε-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. με την έννοια ΄μακριά΄, ΄από απόσταση΄:
  • τηλεπικοινωνία, τηλεφωνώ, τηλεόραση, τηλεκατευθυνόμενος.
  • 2. που αναφέρονται στην τηλεόραση:
  • τηλεθεατής, τηλεπαρουσιαστής.

τρι-

  • το αριθμητικό τρία ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • τρίγωνος, τρισέλιδος, τρίτομος.

τρισ-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δίνει έμφαση:
  • τρισάθλιος, τρισευτυχισμένος.
  • 2. δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει τρία στοιχεία:
  • τρισδιάστατος.

τριτο-

  • το αριθμητικό τρίτος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • τριτοβάθμιος, τριτόκλιτος.