Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Κ"
καθαρο-
- το επίθετο καθαρός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- καθαροπλυμένος, καθαροντυμένος, καθαρογράφω, καθαρόαιμος.
κακο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. προσθέτει σε αυτό που προσδιορίζει τα στοιχεία του κακού, του άσχημου, του δυσάρεστου:
- κακοδιάθετος, κακότυχος.
- 2. δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει άσχημα, πρόχειρα:
- κακογραμμένος, κακοραμμένος, κακοντυμένος, κακομαγειρεμένος.
- 3. δηλώνει ότι κάτι δεν γίνεται όπως πρέπει:
- κακοκοιμάμαι, κακοπερνάω, κακομεταχειρίζομαι.
- 4. δίνει έμφαση σε μια αρνητική ιδιότητα:
- κακάσχημος.
καλλι-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι κάτι έχει ένα στοιχείο ιδιαίτερα όμορφο:
- καλλίγραμμος, καλλίφωνος, καλλιγράφος.
καλο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. προσθέτει σε αυτό που προσδιορίζει τα στοιχεία του καλού, βολικού, ευχάριστου:
- καλοδιάθετος, καλόκαρδος, καλότυχος, καλοτυχίζω.
- 2. δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει καλά, προσεκτικά, επιμελημένα, όχι πρόχειρα:
- καλοαναθρεμμένος, καλομαγειρεμένος, καλογραμμένος, καλοντυμένος, καλοψημένος.
- 3. δηλώνει ότι κάτι γίνεται όπως πρέπει:
- καλοκοιμάμαι, καλοπαντρεύομαι, καλοπερνώ.
- 4. επιτείνει τη θετική ιδιότητα του β΄ συνθετικού:
- καλαρέσω.
καπνο-
- το ουσιαστικό καπνός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- καπνογόνος, καπνοδόχος. || για το φυτό του καπνού
καρα-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα ουσιαστικά, στα οποία δίνει έμφαση:
- καράγυφτος, καράβλαχος.
καρδιο-
- το ουσιαστικό καρδιά ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. αναφέρεται στην καρδιά ως όργανο του ανθρώπινου σώματος:
- καρδιαλγία, καρδιογράφημα, καρδιοχειρούργος, καρδιόσχημος.
- 2. αναφέρεται στην καρδιά ως κέντρο των συναισθημάτων ή του ψυχικού κόσμου:
- καρδιογνώστης, καρδιοκατακτητής, καρδιοχτυπώ.
καρπο-
- το ουσιαστικό καρπός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- καρποφόρος, καρποφορία.
κατα-
- πρόθημα
- 1. δηλώνει τόπο με την έννοια ΄κάτω, προς τα κάτω΄:
- καταδύομαι, κατάδυση.
- 2. δίνει έμφαση:
- καταϊδρώνω, κατακοκκινίζω, κατατρομάζω, καταγάλανος.
- 3. δηλώνει το μέσο μιας χρονικής περιόδου:
- κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο.
- 4. δηλώνει εναντιότητα ή εχθρότητα:
- καταδιώκω, κατακρίνω, καταψηφίζω, καταδίκη.
- 5. δηλώνει κατάταξη, ξεχώρισμα:
- καταγράφω, καταμετρώ, καταμέτρηση.
κατω-
- το επίρρημα κάτω ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- κατωσέντονο, κατωφερής.