Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Δ"
δεκα-
- το αριθμητικό δέκα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- δεκάγωνος, δεκάμετρος, δεκαετία, δεκαήμερο, δέκαθλο.
δερματο-
- το ουσιαστικό δέρμα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- δερματολόγος, δερματοπάθεια, δερματόκολλα, δερματόδετος.
δευτερο-
- το αριθμ. δεύτερος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- δευτερολογώ, δευτερότοκος, δευτεροετής, δευτεροβάθμιος, δευτερόκλιτος.
δημο-
- το ουσιαστικό δήμος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στο σύνολο του λαού:
- δημοσκόπηση, δημοψήφισμα, δημοκρατία, δημοφιλής.
δι-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζει:
- 1. έχει δύο στοιχεία:
- διμερής, διμέτωπος, δίστιχος.
- 2. διαρκεί δύο χρονικές μονάδες:
- διήμερος, διετής.
δια-
- πρόθημα
- 1. δηλώνει κίνηση διά μέσου, από τη μια μεριά ως την άλλη:
- διαπερνώ, διέρχομαι, διάβαση, διαγώνιος.
- 2. δηλώνει κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού:
- διαλαλώ, διατυμπανίζω.
- 3. (σε επίθετα) δηλώνει ότι κάτι γίνεται μεταξύ αυτών που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη:
- διακομματικός, διακρατικός, διαπροσωπικός.
- 4. δηλώνει χρόνο, από την αρχή ως το τέλος ενός διαστήματος:
- διανυκτερεύω, διημερεύω.
διαβολο-
- & διαολο-, το ουσιαστικό διάβολος / διάολος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι κάποιος ή κάτι έχει σατανική ιδιότητα ή κάποια άσχημα και μη επιθυμητά στοιχεία:
- διαβολάνθρωπος, διαβολογυναίκα, διαβολόκαιρος.
- 2. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους, με αναφορά στον ίδιο τον σατανά, τον διάβολο:
- διαολοστέλνω.
διπλο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει διπλασιασμό, επανάληψη μιας έννοιας ή ενός στοιχείου που εκφράζει το β΄ συνθετικό:
- διπλόφαρδος, διπλοκατοικία.
- 2. δηλώνει ότι μια ενέργεια γίνεται δύο φορές, πολύ καλά:
- διπλοελέγχω, διπλοκλειδώνω.
δυσ-
- πρόθημα
- 1. για κάτι που μπορεί να γίνει δύσκολα:
- δυσκίνητος, δύσχρηστος.
- 2. λειτουργεί ως στερητικό και προσθέτει αρνητική σημασία στην πρωτότυπη λέξη:
- δύστυχος, δυσανάλογος.
δυσκολο-
- το επίθετο δύσκολος και το επίρρημα δύσκολα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετα επίθετα:
- δυσκολοδιάβαστος, δυσκολοπρόφερτος, δυσκολοχώνευτος, δυσκολόπιστος.