Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Φ"
φιλο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. προσδιορίζει αυτόν που χαρακτηρίζεται από την αγάπη ή την ευνοϊκή στάση απέναντι σε κάτι:
- φιλάνθρωπος, φιλάργυρος, φιλομαθής, φιλόξενος, φιλοπόλεμος.
- 2. δηλώνει ότι η συμπεριφορά ή γενικότερα η τακτική κάποιου χαρακτηρίζεται από φιλική στάση προς ένα λαό:
- φιλοαγγλικός, φιλογαλλικός.
φτωχο-
- το επίθετο φτωχός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- φτωτογυναίκα, φτωχόπαιδο, φτωχογειτονιά.
φυσιο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις· αναφέρεται:
- 1. στην έννοια της φύσης, του φυσικού κόσμου:
- φυσιογνώστης, φυσιολάτρης.
- 2. στη χρήση φυσικών και όχι μηχανικών ή χημικών μέσων:
- φυσιοθεραπευτής.
- 3. στα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά του προσώπου:
- φυσιογνωμική.
φωτο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. με αναφορά στο φως:
- φωταγωγός, φωτοδότης, φωτοθεραπεία, φωτοσύνθεση, φωταγωγώ.
- 2. με αναφορά στη φωτογραφία ή τη φωτογράφιση:
- φωτοαντίγραφο, φωτομοντέλο, φωτορεπόρτερ, φωτοτυπία.