Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 4 Λήμματα [1 - 4]

φιλο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. προσδιορίζει αυτόν που χαρακτηρίζεται από την αγάπη ή την ευνοϊκή στάση απέναντι σε κάτι:
  • φιλάνθρωπος, φιλάργυρος, φιλομαθής, φιλόξενος, φιλοπόλεμος.
  • 2. δηλώνει ότι η συμπεριφορά ή γενικότερα η τακτική κάποιου χαρακτηρίζεται από φιλική στάση προς ένα λαό:
  • φιλοαγγλικός, φιλογαλλικός.

φτωχο-

  • το επίθετο φτωχός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • φτωτογυναίκα, φτωχόπαιδο, φτωχογειτονιά.

φυσιο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις· αναφέρεται:
  • 1. στην έννοια της φύσης, του φυσικού κόσμου:
  • φυσιογνώστης, φυσιολάτρης.
  • 2. στη χρήση φυσικών και όχι μηχανικών ή χημικών μέσων:
  • φυσιοθεραπευτής.
  • 3. στα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά του προσώπου:
  • φυσιογνωμική.

φωτο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. με αναφορά στο φως:
  • φωταγωγός, φωτοδότης, φωτοθεραπεία, φωτοσύνθεση, φωταγωγώ.
  • 2. με αναφορά στη φωτογραφία ή τη φωτογράφιση:
  • φωτοαντίγραφο, φωτομοντέλο, φωτορεπόρτερ, φωτοτυπία.