Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 18 Λήμματα [1 - 10]

γαϊδουρο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β΄ συνθετικό αφορά το γάιδαρο:
  • γαϊδουρόγαλα, γαϊδουροκαβαλαρία.
  • 2. (μτφ.) χαρακτηρίζει άνθρωπο με αγενή, χυδαία ή απρεπή συμπεριφορά:
  • γαϊδουράνθρωπος, γαϊδουρόμουτρο.
  • 3. δηλώνει ότι κάτι είναι υπερβολικά ενοχλητικό, άγαρμπο, μεγάλο:
  • γαϊδουρόβηχας, γαϊδουροφωνάρα.

γαιο-

  • το ουσιαστικό γη ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γαιοκτήμονας, γαιάνθρακας.

γαλακτο-

  • το ουσιαστικό γάλα ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γαλακτόχρωμος, γαλακτομπούρεκο, γαλακτοπαραγωγή, γαλακτοβιομηχανία.

γαλανο-

  • το επίθετο γαλανός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γαλανόλευκος, γαλανομάτης.

γαλατο-

  • το ουσιαστικό γάλα ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γαλατόπιτα.

γαστρο-

  • & γαστρι-, το αρχαίο ουσιαστικό γαστήρ ΄κοιλιά΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γαστρορραγία. || με αναφορά στο φαγητό

γερο-1

  • το ουσιαστικό γέρος ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γεροβασιλιάς, γεροπαράξενος, γερο-Bασίλης, γερο-Kωσταντής, γερόλυκος.

γερο-2

  • το επίθετο γερός ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γεροδεμένος, γεροφτιαγμένος.

γεροντο-

  • το ουσιαστικό γέροντας ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γεροντοκρατία, γεροντοπαλίκαρο, γεροντολογία.

γεω-

  • το ουσιαστικό γη ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • γεωφυσική, γεώμηλο.